Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, επιθυμεί να κριθεί από το έργο της και μόνο. Άλλωστε η επικοινωνιακή πολιτική της, σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση εστιάζει. Προβάλει το έργο της, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα που φέρνει, με τις εξαγγελίες στις οποίες έχει προβεί και με τους προγραμματισμούς τους οποίους έχει σχεδιάσει.
Μάλιστα συχνά - πυκνά, η κυβέρνηση δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να συγκρίνεται με την κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου και ότι επιθυμεί να κρίνεται μόνο για τις πρωτοβουλίες και την αποτελεσματικότητα της. Με αυτόν τον τρόπο, όμως έχει αφήσει ελεύθερο το πεδίο στην αντιπολίτευση, στο να προβαίνει σε άκυρη κριτική, σε ανέξοδη υποσχολογία και σε υπονόμευση όχι μόνο της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της ίδια πορείας της χώρας.
Δυστυχώς, τόσο η κυβέρνηση, όσο και οι εκπρόσωποι της, αλλά και τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος, παρακολουθούν χαλαρά τις εμβαπτίσεις της αντιπολίτευσης στον πολιτικό βούρκο και στη σκοτεινή προπαγάνδα, χωρίς να πέφτουν οι ίδιοι σε αυτήν τη μάχη, με επιχειρήματα και εξαντλητικές αναλύσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί κατά βάση επικοινωνιακά καταγγελτικά εργαλεία μεγάλου βεληνεκούς όπως είναι τα μηνύματα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που απευθύνονται σε νέους. Μέσω ελάχιστων χαρακτήρων περνά τα μηνύματα του, που τις περισσότερες φορές είναι ψευδή, ή μερικώς αναληθή, ή και υβριστικά, με σκοπό να δημιουργήσουν εντυπώσεις, συνθήματα και ανακατωσούρα. Μηνύματα, που λόγω της φύσης τους είναι εύπεπτα, «πιασάρικα», γίνονται “viral” και που με ευκολία υιοθετούνται από τους νέους.
Και δυστυχώς η κυβέρνηση παρακολουθεί απαθής, χωρίς να απογυμνώνει την όποια επιχειρηματολογία, χωρίς να εξηγεί τις θέσεις της και χωρίς να περνάει στην αντεπίθεση. Μάλιστα, όσοι επιλέγουν να σηκώσουν το γάντι, χαρακτηρίζονται σαν οπαδοί της «αντισύριζα» τακτικής.
Ακούμε κατά κόρον και διαβάζουμε συνεχώς τις τελευταίες ημέρες, ομιλίες και άρθρα της αντιπολίτευσης που αναφέρονται, στη δήθεν παταγώδη κυβερνητική αποτυχία να πείσει τους πολίτες για την ορθότητα της πολιτικής της στο θέμα του Covid και των εμβολίων, αλλά και στον χειρισμό των ανεμβολίαστων εργαζομένων στον τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής υγείας.
Και δεν βρέθηκε 1 (ολογράφως, ένας) εκπρόσωπος του κυβερνητικού κόμματος να περάσει στην αντεπίθεση και να πει την απλή αλήθεια. Ότι όταν ξεκινούσε η κυβερνητική ενημέρωση των πολιτών, μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μέσω της ενοικίασης χώρου και χρόνου (στις εφημερίδες, στις ιστοσελίδες και στα τηλεοπτικά προγράμματα) για το πέρασμα των μηνυμάτων, η αντιπολίτευση μιλούσε για τα «πετσοκάναλα», για τους «πετσοταϊσμένους», για προπαγάνδα εκφοβισμού, για υπονόμευση των συνταγματικών ελευθεριών και άλλα φαιδρά.
Και δεν βρέθηκε 1 (ολογράφως, ένας) εκπρόσωπος του κυβερνητικού κόμματος να περάσει στην αντεπίθεση και να ζητήσει από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που συμπλέουν σε αυτό το θέμα, να καταθέσουν τις προτάσεις τους και να δηλώσουν με ποιον τρόπο, θα επιτύγχαναν εκείνοι να πείσουν τους πολίτες, από το 2020 μέχρι σήμερα. Για το ποιο, θα ήταν το σχέδιο τους, τα εργαλεία τους και οι μέθοδοι τους.
Και δεν βρέθηκε 1 (ολογράφως ένας) εκπρόσωπος του κυβερνητικού κόμματος να περάσει στην αντεπίθεση και να θέσει τα εξής απλά ερωτήματα: «Εσείς κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, τι ακριβώς θα κάνατε με τους ανεμβολίαστους εργαζόμενους στα νοσοκομεία;» «Πως ακριβώς θα αντιμετωπίζατε αυτό το συνονθύλευμα ψεκασμένων και εμμονικών που θέτει σε κίνδυνο τη ζωή χιλιάδων ασθενών;».
Ακούμε και διαβάζουμε ότι φταίει η κυβέρνηση για τη αναμενόμενη αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Και βλέπουμε στα τηλεοπτικά πάνελς τους εκπροσώπους του κυβερνητικού κόμματος, να ψελλίζουν για μέτρα στήριξης των πληττόμενων νοικοκυριών, αντί να εξηγούν ακριβώς τι συμβαίνει. Να εξηγήσουν ότι η αύξηση των τιμών, είναι αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου, να εξηγήσουν το νέο ράλι στις τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής CO2, το υψηλό κόστος από τις εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος και τις επιπτώσεις από την ταχεία και απότομη απολιγνιτοποίηση της χώρας. Και γιατί όχι, να μην αναφερθούν και στο χάος που άφησε στη ΔΕΗ, η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου;
Ακούμε και διαβάζουμε ότι φταίει η κυβέρνηση για την αναμενόμενη αύξηση των τιμών στα τρόφιμα και σε άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Και οι πολίτες μένουν με αυτήν την εντύπωση στο μυαλό τους. Διότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν γνωρίζουν τους κύκλους της παραγωγικής διαδικασίας, τον τρόπο λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας και άλλα σχετικά που παίζουν ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών. Δεν μελετούν οικονομικές αναλύσεις. Είναι λοιπόν καθήκον των εκπροσώπων της κυβερνητικής πλειοψηφίας, να εξηγήσουν το τι γίνεται με τις αυξήσεις, με απλό και κατανοητό τρόπο, ώστε το «φταίξιμο» να μην πέφτει στην κυβέρνηση.
Οι πολίτες έχουν ανάγκη να καταλάβουν, το τι συμβαίνει κάθε στιγμή. Με τον ίδιο τρόπο που κατάλαβαν ότι τα μέτρα για την εισαγωγή των νέων στα ΑΕΙ, είναι ορθά, θα αντιληφθούν το γιατί και το πως συμβαίνουν όλα αυτά τριγύρω μας.
Κακώς, η κυβέρνηση εφησυχάζει με την ανικανότητα της αντιπολίτευσης. Κακώς, κάθεται στην εδραιωμένη ποσοστιαία διαφορά που παραμένει ισχυρή. Κακώς, αρκείται στη διαφορά ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς. Εκτιμούμε ότι η κυβερνητική πλειοψηφία θα πρέπει καθημερινά να υπερασπίζεται αυτό που κάνει, να αποκαλύπτει την ανερμάτιστη και καιροσκοπική αντιπολίτευση που της γίνεται και να προβαίνει σε συγκρίσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και στην κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου. Η σύγκριση βοηθάει τους πολίτες να συνειδητοποιούν καλύτερα, τις διαφορές και να διακρίνουν την πραγματικότητα.