Τα τελευταία χρόνια ακούγεται όλο και πιο συχνά η ευχή -γιατί περί ευχής πρόκειται- «να γίνουμε Ισραήλ». Στο βαθμό που εννοούμε αυτό που λέμε, θα πρέπει να γνωρίζουμε την διαδρομή που έκανε το Κράτος του Ισραήλ για να φτάσει στο σημείο που έχει φτάσει. Και κυρίως να εξετάσουμε την ποιότητα των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών που διέθετε και εξακολουθεί να διαθέτει.
Αυτοί οι άνθρωποι ευθύς εξ αρχής εκτίμησαν σωστά την φύση της απειλής των στρατευμάτων των αραβικών κρατών που είχαν περικυκλώσει το νεοσύστατο κράτος τους.
Τόσο στο πόλεμο του 1948 όσο και στον πόλεμο των Έξι ημερών του 1967 οι Άραβες δεν επιζητούσαν μια στρατιωτική νίκη για να διαπραγματευτούν, εν συνεχεία, με καλύτερους όρους μια συνθήκη ειρήνης. Επεδίωκαν την πλήρη εξαφάνιση του Ισραήλ από τον χάρτη.
Διαβάζοντας σωστά η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του Ισραήλ την φύση και το μέγεθος αυτής της απειλής, έδρασε και αποφασιστικά και αποτελεσματικά και το 1948 και το 1967.
Ο πόλεμος του Γιόμ - Κιμπούρ του Οκτωβρίου 1973 είχε άλλα χαρακτηριστικά, καθώς το Ισραήλ, μετά τον νικηφόρο πόλεμο του Ιουνίου 1967, είχε αποκτήσει σημαντικές ζώνες ασφαλείας.
Πάνω σε αυτούς τους νικηφόρους πολέμους, με αίμα και θυσίες, έκτισε το Κράτος του Ισραήλ τις ειρηνικές σχέσεις του τόσο με την Ιορδανία όσο και με την Αίγυπτο. Και πάνω σε αυτούς τους νικηφόρους πολέμους δημιούργησε το οικονομικό θαύμα της σύγχρονης εποχής.
Στην πατρίδα μας μια πρωταρχική παθογένεια της Μεταπολιτευτικής περιόδου είναι η αδυναμία ανάγνωση της φύσης της Τουρκικής απειλής, από όλες τις πολιτικές ηγεσίες. Πίστευαν και πιστεύουν πως η Τουρκία σωρεύει απαιτήσεις απέναντι στην πατρίδα μας για διαπραγματευτικούς λόγους. Πίστευαν και πιστεύουν πως με κινήσεις κατευνασμού και τρέφοντας επί δεκαετίες την αυταπάτη της Χάγης, ο εξ ανατολών γείτονας μας θα συμμορφωνόταν με το διεθνές δίκαιο.
Μάλιστα, κάποιοι επινόησαν την άποψη πως οι Τούρκοι αντιδρούν γιατί αισθάνονται περικυκλωμένοι. Μια ανιστόρητη άποψη καθώς οι απαιτήσεις των Τούρκων απέναντι στην Ελληνική κυριαρχία έχουν βάθος χρόνου πολλών δεκαετιών.
Αλλά και σήμερα οι κακές σχέσεις της Τουρκίας με τους γείτονες της εκπορεύονται από την επιθετική-επεκτατική φύση της. Με δική της επιλογή επιδεινώθηκαν το 2010 οι σχέσεις της με το Ισραήλ, καθώς ο Ερντογάν εκτίμησε πως δεν θα μπορούσε να ηγηθεί του σουνιτικού κόσμου διατηρώντας καλές σχέσεις με τους εχθρούς του.
Με δική του επιλογή επιδεινώθηκαν οι σχέσεις με την Αίγυπτο, γιατί μέσω των Αδερφών Μουσουλμάνων και στο πλαίσιο των επεκτατικών σχεδίων του, επεδίωξε να αλλάξει τον κοσμικό χαρακτήρα της αιγυπτιακής κοινωνίας.
Τέλος το τουρκικό καθεστώς -όταν η πατρίδα μας, στα μέσα της δεκαετίας του 90 είχε στραμμένη την προσοχή της στην ένταξη της στην Ευρωζώνη- αμφισβήτησε εμπράκτως τμήμα της ελληνικής κυριαρχίας, κάτι που έχει καταγραφεί και μας παρακολουθεί έκτοτε.
Πάντα οι ευχές είναι καλοδεχούμενες. Αλλά υπάρχει και η σκληρή πραγματικότητα. Ούτε οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες της Ελλάδος ούτε η ελληνική κοινωνία μπορούν να σταθούν στο ίδιο ύψος με τις ηγεσίες και την κοινωνία του Ισραήλ.
Αυτό έχει αποδειχθεί.
Σήμερα η πατρίδα μας αντιμετωπίζει πρόβλημα εθνικής κυριαρχίας, κάτι που το Κράτος του Ισραήλ το έχει επιλύσει εδώ και δεκαετίες. Ουδείς τολμά να αμφισβητήσει κυριαρχικά του δικαιώματα.
Τα κράτη αποκτούν αξιοπιστία όταν αποδεικνύουν πως μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Αν θέλουμε να γίνουμε σαν το Ισραήλ, ας ακολουθήσουμε τα βασικά βήματα του.