Του Αριστοτέλη Αϊβαλιώτη*
Οι κατηγορίες Μαρινάκη εναντίον του Νίκου Παππά και του Τσίπρα προσωπικά, ότι προσπάθησαν να κάνουν «δουλίτσες» μαζί του, έστω για λογαριασμό πολιτικών φίλων τους είναι σίγουρο ότι θα συγκεντρώσουν πολλές συζητήσεις.
Η κυβέρνηση θα αρνηθεί φυσικά κάθε αλήθεια στα λεγόμενα ενός επιχειρηματία που σήμερα τουλάχιστον είναι εχθρός της. Κατανοητό. «Ο λόγος μου εναντίον στον δικό σου» είναι ένα αποδοτικό σύστημα καθώς η κάθε πλευρά πείθει τους δικούς της για το δίκιο της. Ωστόσο το επεισόδιο αυτό καταγράφεται σαν άλλη μία ένδειξη της πραγματικότητας ότι το σύστημα Σύριζα και ο Τσίπρας προσωπικά επεδίωξαν σε όλη τους την πρόσφατη διαδρομή από την αντιπολίτευση στην εξουσία να προσεταιριστούν το «μεγάλο κεφάλαιο» και εμβληματικούς επιχειρηματίες.
Η θεωρητική βάση υπήρχε και υπάρχει. Η αντίληψη ότι την πραγματική εξουσία δεν την κατείχε στην Ελλάδα η πολιτική τάξη αλλά τα παράκεντρα εξουσίας των οικονομικά ισχυρών ήταν και είναι ακόμα διαδεδομένη όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά και στο εξωτερικό. Μπορούμε να θυμηθούμε πολλούς, και όχι μόνο την σύζυγο του πρωθυπουργού, να λένε, με το Σύριζα όντας κυβέρνηση, ότι «έχουμε μεν την κυβέρνηση, αλλά δεν έχουμε ακόμα την εξουσία».
Στην πραγματικότητα εννοούσαν, «δεν έχουμε ακόμη την απόλυτη εξουσία». Γιατί δεν τους ήταν νοητό, ούτε θελκτικό, το μοντέλο της δυτικής δημοκρατίας, με την διάκριση των εξουσιών, με τα διάφορα θεσμικά αντίβαρα που υπάρχουν και δίνουν την δυνατότητα στους πολίτες να επηρεάζουν τις αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Έτσι η αναζήτηση της απόλυτης εξουσίας, στον δύσκολο σύγχρονο κόσμο μας, όπου υπάρχουν έτσι και αλλιώς τα θεσμικά αντίβαρα σαν αποτέλεσμα της συμμετοχής της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, περνούσε αναγκαστικά, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του Σύριζα και του Τσίπρα, μέσα από τον προσεταιρισμό σημαντικών επιχειρηματικών κύκλων, της κατά τα άλλα μισητής «ελίτ».
Δεν ξεχνάμε ποιοι πήγαν τον Τσίπρα στην Αμερική, πριν να πάρει την εξουσία, ώστε να «μορφωθεί» κυβερνητικά. Δεν ξεχνάμε ποιοι τον έχουν σήμερα κορώνα στο κεφάλι τους. Δεν ξεχνάμε πως προσπάθησε, με άξονα τις τηλεοπτικές άδειες, να προσεταιριστεί σημαντικούς επιχειρηματίες για να ελέγξει την ενημέρωση και την προπαγάνδα.
Η περίπτωση Μαρινάκη δένει πολύ καλά με όλη αυτήν την προσπάθεια του πρώιμου Σύριζα να βρει ερείσματα στους χώρους που πίστεψε ότι θα του έδιναν την δυνατότητα να ηγεμονεύσει και να αποκτήσει αυτό που ήθελε: την απόλυτη εξουσία. Θυμόμαστε καλά πως τον προσκαλούσαν στο Μέγαρο Μαξίμου. Γιατί άραγε; Για κουβεντούλα και τσάι και κουλουράκια; Ή για διαπραγματεύσεις;
Το ποιον θα πιστέψει κανείς στις σημερινές αλληλοκατηγορίες εξαρτάται από την πολιτική τοποθέτηση του. Και άλλωστε αν τα πράγματα φτάσουν σε δικαστικές αίθουσες θα μιλήσει η δικαιοσύνη. Αλλά είναι το δευτερεύον. Γιατί το μείζον είναι ότι σε κάθε περίπτωση ο Σύριζα έχει απολέσει το διαβόητο πλέον «ηθικό πλεονέκτημα». Το έχει χάσει γιατί ονειρεύτηκε την απόλυτη εξουσία, γιατί συναλλάχτηκε, αν όχι με τον Μαρινάκη τότε με πολλούς άλλους για τους οποίους βοά ο τόπος. Το έχει χάσει γιατί συμπεριφέρθηκε μακιαβελικά αντιγράφοντας τους φαντασιακούς αντιπάλους του, επαναλαμβάνοντας αυτό που πίστευε ότι κάνουν, ντηλάροντας με οικονομικά συμφέροντα. Συμπεριφερόμενος έτσι δεν ήταν τίποτε το νέο η διακυβέρνηση του, πάντα με σύμφωνα με την δική του μυθολογία.
Η σχέση πολιτικής και οικονομίας είναι πάντοτε πολύ στενή, αφού εξ ορισμού η κάθε διακυβέρνηση είναι η διαχείριση των αντικρουόμενων συμφερόντων των ανθρώπων, των κοινωνικών ομάδων, των επιχειρήσεων. Η δαιμονοποίηση αυτής της δύσκολης εξίσωσης μπορεί να καταστρέψει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας στην πολιτική της τάξη, μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά στην οικονομία. Αυτό έκανε συστηματικά το Σύριζα τόσο σαν αντιπολίτευση όσο και σαν κυβέρνηση, πηγαίνοντας από το ένα άκρο στο άλλο, πότε παρουσιάζοντας σαν δαίμονες όλους τους επιχειρηματίες, πότε στοχοποιώντας μόνο εκείνους που αντιλαμβάνεται σαν εχθρούς. Ή, όχι πειθήνιους.
Διχάζοντας τους πάντες, δίχασε αναγκαστικά και τις ελίτ.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, τις κοινωνικές ομάδες, την επιχειρηματική τάξη, και πολύ περισσότερο την πολιτική τάξη είναι ένα δύσκολο στοίχημα για το μέλλον μετά τον τυφώνα του Συριζα
*Ο κ. Αριστοτέλης Αιβαλιώτης είναι επιχειρηματίας και υποψήφιος βουλευτής με την ΝΔ στον Νότιο Τομέα της Β περιφέρειας της Αθήνας