Είναι λογικό και θεμιτό, κάθε πολιτικός αρχηγός που έχασε μια εκλογική μάχη να επιδιώκει την επάνοδο του κόμματός του στην εξουσία. Στη χώρα μας ιδιαίτερα, που ο διαχρονικός δικομματισμός έχει σφραγίσει την πολιτική ζωή, η επάνοδος ενός κόμματος στην εξουσία αποτελεί παραδοσιακή «συνήθεια».
Είναι και αυτή μια από τις συνέπειες της ψήφου στη βάση του «μικρότερου κακού».
Η στρατηγική επιδίωξη της επανόδου στην εξουσία όμως οφείλει να στηρίζεται σε ορισμένες προϋποθέσεις, όπως την αυτοκριτική στάση απέναντι στους λόγους που οδήγησαν στην εκλογική ήττα, τη διαμόρφωση της νέας πολιτικής πρότασης και τη χάραξη της τακτικής που θα την υποστηρίξει.
Ο Αλέξης Τσίπρας φρόντισε, από την πρώτη κιόλας μετεκλογική του εμφάνιση στο Ζάππειο, να προαναγγείλει τη συγκρότηση ενός, νέου στην ουσία, μαζικού προοδευτικού κόμματος ικανού να αναλάβει ξανά τις τύχες της χώρας.
Την επιδίωξή του αυτή τη στήριξε, άμεσα, με διαδοχικά εγχειρήματα. Αρχικά επιχείρησε τη μαζική εγγραφή μελών, χωρίς ενθαρρυντικό αποτύπωμα.
Στη συνέχεια, προχώρησε στη συγκρότηση της «Προοδευτικής συμμαχίας» που συσπείρωσε, αρχικά, έναν αριθμό στελεχών του κεντροαριστερού χώρου τα οποία σήμερα εμφανίζονται προβληματισμένα από την εσωκομματική εικόνα.
Ο στόχος της «προοδευτικής διακυβέρνησης» αποτελεί την τελευταία προσπάθεια αναστήλωσης των ελπίδων για μια νέα διακυβέρνηση με τη συνδρομή προθύμων συμμάχων. Τα αποτελέσματα και αυτής της προσπάθειας φαίνονται μάλλον πενιχρά αν κρίνει κάποιος από τις επίσημες αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Οι διαδοχικές αυτές αποτυχίες ήταν αναμενόμενες από τη στιγμή που καμιά από τις προϋποθέσεις επανόδου στην εξουσία δεν εκπληρώθηκε. Αντί για την παραμικρή αυτοκριτική εκτοξεύτηκαν καταγγελίες κατά των μεγάλων εκδοτικών συμφερόντων στα οποία χρεώθηκε αποκλειστικά η ήττα.
Ως μοναδική αδυναμία της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρήθηκε η μη κατάληψη των «αρμών» της εξουσίας που αποτέλεσε και προεκλογική δέσμευση για τη «δεύτερη φορά Αριστερά».
Και βέβαια δεν έγινε καμιά απολύτως αναφορά στις ευθύνες του Προέδρου του κόμματος που έμεινε στο απυρόβλητο της κριτικής, θυμίζοντας άλλους τόπους και άλλες εποχές. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που το προαναγγελθέν, από καιρό, συνέδριο μετατίθεται, κορονοϊού βοηθούντος, συνεχώς ενώ πρόσφατα ανακοινώθηκε η υποκατάστασή του από μια πανελλαδική συνδιάσκεψη.
Η πολιτική κάλυψη των δηλώσεων και των πρακτικών ακραίων λαϊκιστών είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί στο εσωτερικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Τελευταία ελπίδα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι η απλή αναλογική με την οποία θα διεξαχθούν οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές. Γι αυτό, άλλωστε, και την ψήφισε ως κυβέρνηση. Ωστόσο, ένα εκλογικό σύστημα που υπακούει μόνο σε μικροκομματικές σκοπιμότητες και παιχνίδια εξουσίας μπορεί να γυρίσει μπούμεραγκ στους εμπνευστές του.
Ιδιαίτερα όταν στόχος του δεν είναι η κυβερνησιμότητα αλλά η ακυβερνησία, σε μια χώρα που οι κυβερνήσεις συνεργασίας ήταν κατά κανόνα «ειδικού σκοπού» και περιορισμένης διάρκειας, με εξαίρεση τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που παρέμεινε στην εξουσία για μια πενταετία περίπου.
Όλα αυτά, βέβαια, είναι πολύ νωρίς για να απασχολήσουν τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το μεγάλο πρόβλημά του, αυτή τη στιγμή, είναι η κακή δημοσκοπική εικόνα του κόμματός του και η δημοφιλία του «κανένα» από τον οποίο εξακολουθεί να υπολείπεται σταθερά.