Έχοντας θητεύσει στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, δίπλα σε έναν συντηρητικό χρηματιστηριακό μέντορα, δεν κυνήγησα ιδιαίτερα το παιχνίδι των γρήγορων υπεραξιών. Προτίμησα τις μετοχές εταιρειών με περιεχόμενο και επιχειρηματικό ενδιαφέρον. Έτσι ποτέ δεν ενθουσιάστηκα από το επενδυτικό σχήμα της Marfin Investment Group, τόσο κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης κεφαλαίων, όσο και κατά την διάρκεια του μπαράζ των εξαγορών που επακολούθησαν.
Παρακολουθούσα όμως πάντα με επαγγελματικό ενδιαφέρον, το «μαγικό» τρόπο συγκέντρωσης κεφαλαίων της MIG, μέσω της εξέλιξης των δανείων «επ’ ενεχύρω χρεωγράφων» και την ακολουθία των εξαγορών που γινόντουσαν με υψηλούς πολλαπλασιαστές κερδοφορίας (P/E ratio) και σε αποτιμήσεις που φάνταζαν εξωφρενικές στα μάτια μου και που δεν υπόσχονταν περαιτέρω υπεραξίες. Επίσης παρατηρούσα με προσοχή και τη «συμπεριφορά όχλου» της επενδυτικής κοινότητας απέναντι στον όμιλο της Marfin, που για πολλούς αποτελούσε το «λεφτόδενδρο» της εποχής.
Στο μυαλό μου δεν θεωρούσα τον Ανδρέα Βγενόπουλο, επιχειρηματία. Τον θεωρούσα έναν ιδιαίτερα έξυπνο και ικανό dealmaker, που το εγχείρημα του, δυστυχώς εξελίχθηκε στη χειρότερη χρονική στιγμή. Λίγο πριν από την κρίση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, που ακολουθήθηκε από την κατάρρευση της Lehman Brothers και των χρηματιστηριακών αγορών. Το μπαράζ των εξαγορών, που στηρίχθηκε κατά βάσιν σε μοχλευμένα κεφάλαια, δεν θα μπορούσε λόγω της χρονικής συγκυρίας, παρά να δημιουργήσει ζημιές στους επενδυτές. Οι οποίοι επενδυτές, όταν κέρδιζαν, θεωρούσαν τον «Βγενό» θεό και όταν στο τέλος έχασαν, ο «Βγενό» ήταν γι’ αυτούς ο μοναδικός υπεύθυνος, αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά ότι η προσωπική ευθύνη των επιλογών μας - και επί του προκειμένου των επενδυτικών επιλογών μας - είναι κάτι άγνωστο, άσχετο και μακρινό.
Είχα τη ευκαιρία να γνωρίσω τον Ανδρέα Βγενόπουλο, πολύ παλαιότερα και σε ανύποπτο χρόνο, το 1996, όταν εκπροσωπώντας ομάδα πελατών μου στην Invesco Asset Management, είχα συνεργαστεί μαζί του στα πλαίσια του «μετοχικού ακτιβισμού» κατά της Jacobs-Suchard, που είχε εξαγοράσει την πλειοψηφία των μετοχών της σοκολατοβιομηχανίας «Παυλίδης». Τότε ο Βγενόπουλος πρωτοεμφανιζόμενος με το όχημα της Marfin στον χρηματιστηριακό χώρο και έχοντας στην κατοχή του ένα ικανό ποσοστό στην εισηγμένη εταιρεία «Jacobs Suchard Παυλίδης», αντιστεκόταν στην εξαγορά των προνομιούχων μετοχών, που υπήρχαν στα χέρια μικροεπενδυτών του χρηματιστηρίου, από την Kraft. H Kraft είχε αποφασίσει για στρατηγικούς λόγους να αποσύρει τις μετοχές όλων των θυγατρικών της από τα μικρά περιφερειακά χρηματιστήρια και η Marfin, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στον πολυεθνικό κολοσσό, με συνεχείς έκτακτες γενικές συνελεύσεις, ζητώντας διαρκείς ελέγχους με σκοπό τη διεκδίκηση ενός υψηλότερου τιμήματος ως “way out”.
To γεγονός είχε γίνει θέμα τόσο στον ελληνικό οικονομικό τύπου όπου ο Βγενόπουλος αναφερόταν ως ο “Ρομπέν των Δασών” των μικροεπενδυτών, όσο και στο διεθνή τύπο, καθώς ουδείς μέχρι τότε είχε διανοηθεί να προκαλέσει προβλήματα στην Kraft, η οποία είχε ήδη από πίσω της και την Philip Morris.
Ο μετοχικός ακτιβισμός ήταν πράγμα άγνωστο στο ελληνικό χρηματιστήριο και η κίνηση του Βγενόπουλου, ήταν πρωτοποριακή. Είχα συμμετάσχει μαζί του σε συναντήσεις και είχα εκτιμήσει τις ιδιαίτερες ικανότητες τους στη διαπραγμάτευση, την αυστηρή προσήλωση του στο στόχο του και την επιμονή του για την επιτυχία. Ταυτόχρονα με τη νομική και διαδικαστική μάχη, κοντά του αύξανα κι εγώ την έκθεση των πελατών μου στην μετοχή του Παυλίδη, καθώς οι περισσότεροι θορυβημένοι μικρομέτοχοι πουλούσαν. Ποτέ δεν μου ζήτησε να σταματήσω να αγοράζω, ποτέ δεν ζήτησε εξουσιοδότηση εκπροσώπησης στις γενικές συνελεύσεις και ποτέ δεν κινήθηκε πατερναλιστικά ή πίσω από την πλάτη μου ή πίσω από τη πλάτη των πελατών μου.
Έτσι με μέση τιμή κτήσης τις 750 δραχμές, πούλησε η Μarfin το 8% των μετοχών και η Invesco το 1,3% των μετοχών της «Jacobs Suchard Παυλίδης», σε τιμές πάνω από τις 3,000, μέσα σε διάστημα 2 ετών. Βγήκα μαζί με τους πελάτες μου, αρκετά κερδισμένος. Όμως και χαμένος να είχα βγει δεν θα κατηγορούσα ποτέ την Μarfin και τον Βγενόπουλο, καθώς εμείς ήμασταν υπεύθυνοι 100%, για την επιλογή μας και το ρίσκο που είχαμε αναλάβει. Αποδείχθηκε, βέβαια εκ των υστέρων, πως το risk/reward ratio, ήταν σωστά εκτιμημένο.
Αυτήν την εικόνα έχω να θυμάμαι από τον Ανδρέα Βγενόπουλο. Και ήθελα να την μοιραστώ μαζί σας, σήμερα, 4 χρόνια από τον θάνατο του. Η συνεργασία μας, ήταν αυτό που έλεγε ο Professor Land του London School of Economics, “WYSIWYG”, δηλαδή «What You See Is What You Get”. Τιμώ ιδιαίτερα τους ανθρώπους της χρηματιστηριακής κοινότητας που παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους (αρνητικές ή θετικές, ανάλογα με τις εμπειρίες που είχαν) απέναντι στον Ανδρέα Βγενόπουλο, ακόμα και μετά το θάνατο του. Όμως, δεν βρίσκω λόγια για να εκφραστώ για όσους, τόσα χρόνια τον παρακαλούσαν, τον υμνούσαν, τον ακολουθούσαν, ζούσαν από τις διαφημίσεις του, ευεργετήθηκαν από αυτόν και τώρα ακόμα μετά από 4 χρόνια από τον θάνατο του, βγάζουν τόση απίστευτη χολή, ακολουθώντας το ποτάμι της απαξίωσης, που είναι τόσο δημοφιλές και ευκολοδιάβατο.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.