Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Όλα τα χρόνια της μεταπολίτευσης οικονομική, πολιτική, πνευματική και πολιτιστική εξουσία φρόντισαν να διογκώσουν ή να κατασκευάσουν μόνες τους, μειοψηφίες «περιθωρίου». Αυτό έγινε στους χώρους που, παραδοσιακά, είχαν στον έλεγχο τους. Στην οικονομία, κράτησαν εξαρτημένο και ανειδίκευτο το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού και ημιαστικού πληθυσμού, χωρίς παιδεία και προοπτικές υγιούς ανάπτυξης. Στην πολιτική, συντήρησαν τις ιδεολογικές φαντασιώσεις, μέσα από τη δημιουργία μιας «λαϊκίστικης νομενκλατούρας». Αυτή χειραγώγησε τη μικροαστική σκέψη, σε κόμματα, σε σωματεία και συνδικάτα. Στον πνευματικό χώρο, η επιστημονική κοινότητα, «ναρκωμένη» από τον κρατισμό και την ερευνητική αδράνεια, επώασε μειοψηφίες που σπρώχθηκαν στο περιθώριο και εγκλωβίστηκαν σε ουτοπικές και εμμονικές ιδεοληψίες άλλων εποχών. Τέλος, ο «ολοκληρωτισμός» της μιντιακής υποκουλτούρας, μετά το 1990, καλλιέργησε το μοντέλο του «υπανθρώπου» που βαυκαλίζεται και επαίρεται μέσα στον αμοραλισμό του, στην ψοφοδεή συμπεριφορά και στην εξαθλίωση της προσωπικής του ζωής. Ακραία δείγματα ήταν οι καλεσμένοι στα τηλεοπτικά σόου και στην trash tv...
Κατά συνέπεια, αυτό που ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε ως βασικό συνομιλητή του για να κερδίσει τις εκλογές, δεν ήταν δικό του κοινωνικό δημιούργημα αλλά έντεχνο πολιτικό εύρημα. Βρήκε έτοιμη την ύλη των ψηφοφόρων του χωρίς να καταβάλει προσπάθεια για να κερδίσει ένα ακροατήριο που ήταν ήδη έτοιμο να γοητευτεί.
Πρώτα η περίπτωση της Χρυσής Αυγής και μετά του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύουν ότι κάποιοι αδίστακτοι βρήκαν στο λούμπεν την νέα τους βάση. Για αυτό και διέπρεψαν σε συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Το ζήτημα βέβαια, δεν είναι μόνο πολιτικό γιατί πολύ γρήγορα, το κατάλαβαν κι άλλοι. Όσοι πιστεύουν ότι η «Χρυσή Αυγή», πετάχτηκε ξαφνικά από το πουθενά και έγινε τρίτο κόμμα, θα πρέπει να ψάξουν καλύτερα τις χρηματοδοτήσεις της. Όσοι νομίζουν ότι οι εξτρεμιστικές οργανώσεις στα πανεπιστήμια συντηρούνται μόνες τους, «χτίζοντας» γραφεία και προπηλακίζοντας ομιλητές, να ρωτήσουν τους πρυτάνεις γιατί τους «ανέχονται», τόσο απροκάλυπτα και χυδαία. Τέλος, όσοι σκέφτονται πως γίνεται υπουργοί πολιτισμού και τύπου να επιτρέπουν την «εκπαίδευση» δύσμοιρων «προλετάριων» της τηλεοπτικής βλακείας, να μετρήσουν ποια «κρίσιμη μάζα» τους εκλέγει και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της.
Μετά από τέσσερα χρόνια πολιτικής κωμωδίας, ο Τσίπρας επανέρχεται στις παλιές επιλογές του 2015. Με την διαφορά ότι τώρα, δεν υπάρχει το θυμωμένο κοινό για να εμπλουτίσει την βάση του λούμπεν στην οποία επενδύει προτείνοντας αντισυστημικά ψηφοδέλτια.
Ένας ηγέτης που επαναλαμβάνει την ίδια στρατηγική με άλλο προφίλ και νέα πολιτικά δεδομένα, είναι μάλλον απελπισμένος. Γιατί δεν είναι δυνατόν να θεωρείς ότι θα κερδίσεις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις με τον Ηλιόπουλο, τον Μπελαβίλα, τον Λάμπρου και την Ιταλίδα Λουτσιάνα Καστελίνα, τη στιγμή που είσαι δέκα μονάδες πίσω στις δημοσκοπήσεις.
Μπορεί να επιχαίρει κανείς με τη απελπισία του Τσίπρα; Μάλλον όχι. Γιατί η επαναφορά του περιθωρίου στο προσκήνιο, συνιστά πρόβλημα για την ίδια την δημοκρατία. Και από τη στιγμή που τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ, ως αντίπαλου πόλου, παραμένουν σε υψηλό επίπεδο, πρέπει να μας προβληματίζει ο τρόπος που διαχειρίζεται την εκλογική του βάση. Όπως επίσης και τις προθέσεις του ίδιου του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ για το κλίμα πόλωσης που αναπόφευκτα θα δημιουργήσει σε όλη την διάρκεια των εκλογών.
Δυστυχώς για την κοινωνία μας, το πολιτικό της προσωπικό αποδείχθηκε ανάξιο της εμπιστοσύνης του πάντα προδομένου λαού της. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνο το σύμπτωμα σε μία πορεία αναξιοπρέπειας και μηδενισμού που προέκυψε από τα εγκλήματα ή τις αστοχίες των άλλων...