Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σήμερα έχουμε τη χαρά να μιλάμε με τον Χάρη Νικολακάκη, διευθυντή των Εκδόσεων Bell. Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του. Και ευχαριστώ και όλους εσάς που θα διαβάσετε αυτή τη συνέντευξη και θα την κοινοποιήσετε.
— Αγαπητέ κύριε Νικολακάκη, τα βιβλία είναι μία σχετικώς καινούργια περιπέτεια για εσάς, αν και με τη δουλειά σας στις Εκδόσεις Bell τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως είστε μάλλον γεννημένος γι' αυτήν. Τι διαφορές έχει η δουλειά στα βιβλία από μία άλλη δουλειά στην επικοινωνία;
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Δεν ξέρω αν είμαι γεννημένος γι' αυτή τη δουλειά, αλλά σίγουρα ξέρω ότι απολαμβάνω όλες τις πτυχές της, ακόμη και τις πιο δύσκολες (και, πιστέψτε με, υπάρχουν πολλές), μόνο και μόνο για τη στιγμή που θα φτάσει και θα πω, «Το ξεπεράσαμε κι αυτό!»
Όπως πολύ σωστά είπατε, εγώ μπήκα στον εκδοτικό χώρο σχετικά πρόσφατα, πριν από πέντε περίπου χρόνια, αρχικά στον τομέα της επικοινωνίας, με στόχο να «ανανεώσουμε» το ενδιαφέρον του κόσμου για τα Bell και τα Άρλεκιν — τα πιο pop βιβλία στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου. Την ίδια στιγμή, παρακολουθούσα από κοντά όλες τις εξελίξεις στον εκδοτικό χώρο, συμμετείχα στις μεγάλες διεθνείς εκθέσεις βιβλίου, παρατηρούσα προσεχτικά την παραγωγική διαδικασία και φυσικά διάβαζα πολλά βιβλία. Γενικώς, είχα ανοιχτά μάτια και αυτιά και μάθαινα. Κάποια στιγμή, οι συγκυρίες ήταν τέτοιες που αναγκάστηκα να πέσω «στα βαθιά» και να μετακινηθώ από τον καθαρά επικοινωνιακό τομέα στη διεύθυνση του εκδοτικού τμήματος. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Για να επανέλθω στην ερώτησή σας, εγώ νιώθω ότι εξακολουθώ να δουλεύω στον τομέα της επικοινωνίας, απλώς τώρα η επικοινωνία δεν έχει να κάνει με τις ειδήσεις ή την πολιτική, αλλά με ένα πολιτιστικό προϊόν που μπορεί να γίνει εξίσου (αν όχι περισσότερο) εθιστικό με τα παραπάνω. Τα βιβλία είναι επικοινωνία. Επικοινωνία με τους ίδιους τους συγγραφείς και τους κόσμους που πλάθουν, επικοινωνία με τους λογοτεχνικούς πράκτορες, επικοινωνία με τους φανατικούς αναγνώστες και με τους υποψήφιους αναγνώστες.
— Αν κρίνω από την παρουσία σας στα social media όλα αυτά τα χρόνια που σας παρακολουθώ, το βιβλίο καταλαμβάνει όλο και περισσότερο «χώρο» σε ό,τι δείχνει να σας ενδιαφέρει πρωτίστως — αίφνης, ακόμη και σε σχέση με την πολιτική. Αν ισχύει αυτό, πού οφείλεται;
Κύριε Αθανασιάδη είσαστε πολύ παρατηρητικός. Κάποτε η παρουσία μου στα social media είχε ξεκάθαρο προσανατολισμό: πολιτική, πολιτική και… πολιτική. Τα τελευταία χρόνια η πολιτική αντικαταστάθηκε από τα βιβλία. Υπάρχει εξήγηση. Το κομβικό σημείο ήταν το δημοψήφισμα του 2015. Ήταν η εποχή που, πραγματικά σας το λέω, σιχάθηκα το διχαστικό κλίμα, την πολιτική παράνοια, τα ψέματα και τους «αγανακτισμένους» πολίτες που στράφηκαν στον φασισμό. Εκεί είπα «στοπ». Ένιωσα πως ήταν μάταιο να αγχώνομαι και να «σκάω» για κάποια πράγματα και, θέλοντας να διαφυλάξω την ψυχική μου υγεία, έκλεισα την τηλεόραση (έχω να παρακολουθήσω τηλεοπτικές ειδήσεις από τότε) και σταμάτησα να γράφω για τα πολιτικά.
Σήμερα, μπορεί να αισθάνομαι κάποιες φορές ότι το παρακάνω με τη γενικότερη αποστασιοποίησή μου από τις ειδήσεις και τα νέα (η ενημέρωσή μου περιορίζεται μόνο στο πρωινό ραδιόφωνο, καθώς οδηγώ προς το γραφείο, και σε ό,τι δω τυχαία στο ίντερνετ), αλλά πραγματικά τώρα πια τα βιβλία, και ό,τι έχει να κάνει με αυτά, καταλαμβάνουν πάνω από το 70% του χρόνου της ημέρας μου και μου είναι απολύτως φυσιολογικό να ασχολούμαι πρωτίστως με αυτά και στα social media. Εξάλλου, τα βιβλία, σε αντίθεση με το κοινωνικοπολιτικό κλίμα των τελευταίων ετών, ενώνουν τους ανθρώπους, δεν τους διχάζουν. Και νομίζω πως αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για να στραφούμε προς αυτά.
— Τα Bell έχουν μία μακρά και άκρως επιτυχημένη πορεία στην Ελλάδα. Και, μολονότι παλιά υπήρχε μια κάποια δυσανεξία από ορισμένους «κύκλους» ως προς το κύρος τους, πλέον απόψεις σαν κι αυτές είναι μάλλον έως και γραφικές. Θέλετε να μας μιλήσετε για τα σημεία τομής «ποιότητας» και εμπορικότητας;
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ορισμένοι κατηγορούσαν τα Bell. Τι έκαναν τα Bell; Έφεραν μεγάλους, πασίγνωστους και παγκοσμίως αναγνωρισμένους συγγραφείς στην Ελλάδα, στις καλύτερες μεταφράσεις και επιμέλειες, και τους γνώρισαν στο ευρύ κοινό σε τιμές… περιοδικού! Έκαναν την ανάγνωση προσιτή σε όλους, δημιούργησαν νέους αναγνώστες και έκαναν καλό σε ολόκληρο τον εκδοτικό χώρο.
Από ποιους συγγραφείς που έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα μέσα από τα Bell να αρχίσει κανείς και πού να τελειώσει; John le Carre, Stephen King, Harper Lee, Lee Child, Harlan Coben, Ken Follett, Clive Barker, Michael Connelly, Michael Crichton, John Connolly, Jeffrey Deaver, Carole Matthews, Wilbur Smith, Robert Ludlum, Jeffrey Archer και τόσοι άλλοι. Η λίστα μπορεί να συνεχίζεται για ώρες. Ναι, οι «εμπορικοί» συγγραφείς γίνεται να είναι «ποιοτικοί». Και, ναι, η ανάγνωση δεν είναι —και δεν πρέπει να είναι— μια δραστηριότητα για λίγους, για μια δήθεν «ελίτ». Τα Bell κατάφεραν από την πρώτη στιγμή (το μακρινό 1982) να μπουν σε κάθε ελληνικό σπίτι και να δημιουργήσουν νέους αναγνώστες. Απέδειξαν ότι το «εμπορικό» (καθώς μιλάμε για bestsellers εκατομμυρίων αντιτύπων) μπορεί να είναι «ποιοτική» ψυχαγωγία και γι' αυτό απέκτησαν φανατικούς φίλους.
— Τα τελευταία αυτά χρόνια που είστε επικεφαλής των Εκδόσεων Bell, έχετε προβεί σε μία σειρά «διαρθρωτικών κινήσεων» όσον αφορά τόσο την εμφάνισή τους όσο και το εύρος των τίτλων και των συντελεστών τους. Ήταν μία ανάγκη αυτή, κάτι που βλέπατε πως έπρεπε να γίνει ώστε να παραμείνουν οι εκδόσεις σας ανταγωνιστικές; Ή και κάτι περισσότερο;
Θα σας μιλήσω ξεκάθαρα και χωρίς υπεκφυγές. Την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας που εκδίδει τα Bell και τα Άρλεκιν εδώ και 40 χρόνια την κατείχαν Καναδοί. Στη μέση περίπου της μεγάλης κρίσης, με τις πωλήσεις να βρίσκονται σε συνεχή πτώση για πάνω από δέκα χρόνια, οι Καναδοί αποχώρησαν και η εταιρεία έφτασε ένα βήμα πριν το λουκέτο. Θα πίστευε κανείς ότι ένας εκδοτικός οίκος που διαθέτει οικονομικά (για την τσέπη του αναγνώστη) βιβλία, θα έβγαινε «κερδισμένος» από την κρίση, καθώς ο κόσμος θα στρεφόταν στα βιβλία αυτά. Όμως δεν έγινε έτσι. Θες το γεγονός ότι το 95% των βιβλίων της εταιρείας ήταν πόκετ και οι πωλήσεις τους πραγματοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά μέσα από το δίκτυο των περιπτέρων (τα οποία κι αυτά έκλειναν το ένα μετά το άλλο); Θες το «κουρασμένο» brand που στην εποχή του ίντερνετ δεν είχε διαδικτυακή παρουσία, ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που δεν γνώριζαν ότι τα Bell και τα Άρλεκιν δε σταμάτησαν να εκδίδονται ούτε μια μέρα τα τελευταία 40 χρόνια;
Ήταν φανερό ότι χρειαζόμασταν έναν δημιουργικό σεισμό. Λεφτά μπορεί να μην υπήρχαν, ιδέες όμως υπήρχαν πολλές. Και κάναμε το απλό: τις εφαρμόσαμε. Γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά. Γρήγορα γιατί δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, όχι βιαστικά γιατί από πίσω μας είχαμε μια ιστορία και ένα ένδοξο παρελθόν που δεν θέλαμε να διακινδυνεύσουμε. Έτσι, κινηθήκαμε σε συγκεκριμένους άξονες. Το καλό πρώτο υλικό (συγγραφείς και βιβλία) υπήρχε. Μας έμενε να το αναδείξουμε και να το εμπλουτίσουμε.
Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να μεταφέρουμε ορισμένους σπουδαίους συγγραφείς (π.χ. Ken Follett, Wilbur Smith, Jeffrey Archer, Joe Hill κ.ά.) στο μεγάλο, κανονικό «βιβλιοπωλειακό» φορμάτ και να διεκδικήσουμε τη θέση μας και στα βιβλιοπωλεία. Την ίδια στιγμή αρχίσαμε να ψάχνουμε για νέους συγγραφείς, ενώ μπήκαμε δυναμικά και στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ, που ανθίζει στο εξωτερικό, με συγγραφείς όπως η B.A. Paris, η Alice Feeney, η Nuala Ellwood, η Catherine Steadman κ.ά.
Σε δεύτερη φάση, πήραμε τη σειρά ρομαντικών μυθιστορημάτων Silk, η οποία σημείωνε ζημιές όλα τα τελευταία χρόνια, μετατρέψαμε τα βιβλία από πόκετ σε κανονικού μεγέθους (με καλή ποιότητα χαρτιού, νέα βιβλιοδεσία και εξώφυλλα), κρατήσαμε την τιμή τους κάτω από τα 10 ευρώ και, συνεχίζοντας να τα διαθέτουμε μέσω περιπτέρων, τα «στείλαμε» και στα βιβλιοπωλεία.
Παράλληλα, αρχίσαμε να εκδίδουμε βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, ενώ την άνοιξη του 2017 δημιουργήσαμε στο κέντρο της Αθήνας το βιβλιοπωλείο BELL books (μια εποχή που μόνο έκλειναν βιβλιοπωλεία, εμείς πήγαμε κόντρα στο ρεύμα), το οποίο έγινε όχι μόνο το σημείο που μπορεί κανείς να βρει συγκεντρωμένα όλα τα βιβλία μας, αλλά και τόπος συνάντησης της Λέσχης Ανάγνωσης Bell και των βιβλιόφιλων γενικότερα.
Για το τέλος αφήσαμε τις αλλαγές στην πιο εμβληματική σειρά βιβλίων μας: τα Bell best seller. Στα Bell best seller κρατήσαμε τις σειρές (αστυνομικές, περιπέτειες, θρίλερ) και πήραμε το ρίσκο να αλλάξουμε εντελώς τη μορφή του βιβλίου. Λέω το ρίσκο γιατί εδώ και δεκαετίες τα Bell είχαν φανατικούς αναγνώστες που τα αγαπούσαν για αυτό ακριβώς που ήταν: βιβλία τσέπης, με λεπτό χαρτί, οικονομικά, που τα έβρισκαν στο περίπτερο της γειτονιάς τους. Εμείς τι κάναμε; Από πόκετ δημιουργήσαμε στην Ελλάδα το πρώτο trade paperback βιβλίο. Δηλαδή, μεγαλύτερο σχήμα (αλλά όχι τόσο μεγάλο όσο τα paperbacks που εκδίδουν οι άλλοι εκδοτικοί — αλλά τώρα κι εμείς), καλή ποιότητα χαρτιού, εφάμιλλη με εκείνη των μεγάλων βιβλίων, μοντέρνα και καλής ποιότητας εξώφυλλα (με ανάγλυφα και UV) και τιμή κάτω των 10 ευρώ. Μιλάμε, δηλαδή, για μυθιστορήματα πρώτης έκδοσης, σε ποιότητα που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα πιο ακριβά βιβλία, στην πιο ανταγωνιστική τιμή της αγοράς, και τα οποία τώρα πια οι αναγνώστες μπορούν να τα βρουν και στα περίπτερα αλλά και στα βιβλιοπωλεία — που είναι και ο φυσικός χώρος του βιβλίου.
— Τι απήχηση είχαν όλα αυτά στο κοινό;
Πρώτ' απ' όλα, θεωρώ ότι δεν απογοητεύσαμε τους φανατικούς φίλους των Bell, οι οποίοι είδαν τα αγαπημένα τους βιβλία να αναβαθμίζονται από άποψη παραγωγής και ταυτόχρονα να διατηρούν τις χαμηλές τιμές τους. Και πιστεύω ότι αργά, αλλά σταθερά, κερδίζουμε και νέους αναγνώστες. Δεν θα σας πω ότι έχουμε βγει από την κρίση και πως όλα είναι ρόδινα, αλλά, ναι, είμαι αισιόδοξος. Και τα μηνύματα που παίρνουμε από τον κόσμο είναι ακόμη πιο αισιόδοξα. Είναι πολλοί εκείνοι που αναγνωρίζουν τις προσπάθειές μας και αγκαλιάζουν τις αλλαγές που κάνουμε, και εμείς είμαστε σε στάση αναμονής για να δούμε και τα αποτελέσματα και στα νούμερα. Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, ένας εκδοτικός οίκος είναι επιχείρηση, και η πώληση κάθε βιβλίου μετράει.
— Αναλάβατε λοιπόν τις τύχες των Bell μεσούσης της Κρίσης. Τα πράγματα με την οικονομία, έκτοτε, δυστυχώς χειροτέρεψαν — και η εγχώρια αγορά του βιβλίου υπέστη συνολικά περαιτέρω ζημίες, μολονότι οι προσπάθειες των περισσότερων Ελλήνων εκδοτών για καλύτερα, περισσότερα και ακόμη πιο σύγχρονα βιβλία είναι φανερές. Τι πιστεύετε ότι θα γίνει αν αντιστραφεί το κλίμα στην οικονομία; Και, πρωτίστως, βλέπετε ότι μπορεί πράγματι να γίνει κάτι τέτοιο;
Ναι, μπορεί να αντιστραφεί το κλίμα στην οικονομία. Είναι στο χέρι όλων μας και φυσικά στο χέρι τής εκάστοτε κυβέρνησης. Χρειαζόμαστε μια κυβέρνηση που δεν θα κυνηγάει την επιχειρηματικότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες, μια κυβέρνηση που θα δει πέρα από τους φόρους και την υπερφορολόγηση και που θα επενδύσει στην παιδεία και στον πολιτισμό. Έχουμε μάθει να τα λέμε σαν ποίημα όλα αυτά και κάποιες φορές οι λέξεις χάνουν την ουσία τους, αλλά νομίζω ότι η χώρα μας έχει ανάγκη από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να αλλάξουν τα πάντα, χωρίς να λογαριάσουν το πολιτικό κόστος. Αν υπάρξει τέτοιος πρωθυπουργός και τέτοιοι πολιτικοί, θα μείνουν στην ιστορία. Αισιοδοξώ ότι η κρίση μάς έδειξε τι ΔΕΝ πρέπει να κάνουμε ξανά. Ελπίζω να έχουμε βάλει μυαλό…
— Aς περάσουμε όμως στο κυρίως θέμα μας — τα βιβλία. Καταρχάς, ποια είναι τα long-seller του οίκου; Τα βιβλία με την πιο μακρά πορεία στον χρόνο, αυτά που δημιουργούν διαρκώς καινούργιο κοινό;
Χωρίς δεύτερη σκέψη, το Όταν Σκοτώνουν τα Κοτσύφια της Harper Lee. Από το 1984 που εκδόθηκε στα ελληνικά για πρώτη φορά μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να διαβάζεται και να αγαπιέται από αναγνώστες όλων των ηλικιών. Μαμά το αγοράζει για την κόρη, παππούς για τον εγγονό. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι τον τίτλο των «σύγχρονων κλασικών» μπορούμε να τον δώσουμε και στον Γατόπαρδο (Giuseppe Di Lampedusa), στους Στυλοβάτες της Γης (Ken Follett), στο Κάιν & Άβελ (Jeffrey Archer), στον Υφαντόκοσμο (Clive Barker) αλλά και σε πολλά βιβλία των John le Carre και του Wilbur Smith που, όπως είπατε, δημιουργούν διαρκώς νέο αναγνωστικό κοινό.
— Και οι σύγχρονοι ευπώλητοι συγγραφείς σας;
Εκτός από τους γνωστούς, που κάθε νέο τους βιβλίο έχει φανατικό κοινό (π.χ. Lee Child, John Connolly, John le Carre, Ken Follett, Jeffrey Archer, Wilbur Smith κ.ά.), από τους νέους συγγραφείς μας, των τελευταίων δύο-τριών ετών, ξεχωρίζω για τις πωλήσεις τους την B. A. Paris (Πίσω από κλειστές πόρτες, Η Κατάρρευση, Φέρε με Πίσω), τον Chris Carter (Ο δολοφόνος με το σημάδι του σταυρού) και την Alice Feeney (Μερικές φορές λέω ψέματα).
— Εκδίδετε λοιπόν πλέον και Έλληνες. Πώς τους προσέλαβε το κοινό των Bell; Και: πιστεύετε ότι διευρύνθηκε, ή θα διευρυνθεί, μέσω των Ελλήνων συγγραφέων το κοινό σας;
Οι Έλληνες συγγραφείς ήταν ένα άλλο στοίχημα που μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι κερδήθηκε. Τα Bell και τα Silk μέχρι το 2016 ήταν συνώνυμα με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία. Έχοντας στη λίστα μας τόσους γνωστούς και σπουδαίους ξένους συγγραφείς, το να ξεκινήσουμε την αναζήτηση νέων Ελλήνων συγγραφέων ήταν ένα ρίσκο. Όμως η επιλογή των μυθιστορημάτων πάνω στα οποία βάζουμε την υπογραφή μας είναι πολύ προσεχτική και μπορώ να πω με κάθε ειλικρίνεια ότι είμαστε περήφανοι για κάθε ένα από τα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων που έχουμε εκδώσει αυτά τα τρία χρόνια.
Σίγουρα, οι Έλληνες συγγραφείς διευρύνουν το κοινό των Bell, καθώς υπάρχει κοινό που διαβάζει αποκλειστικά και μόνο Έλληνες, αλλά συμβαίνει και το αντίθετο: υπάρχουν πολλοί φανατικοί αναγνώστες των Bell που διάβαζαν μόνο ξένους συγγραφείς και επειδή μας εμπιστεύονται τυφλά έχουν ξεκινήσει και διαβάζουν και Έλληνες. Αυτό σας το λέω με βεβαιότητα, επειδή συζητώ με πολλούς αναγνώστες που συναντιόμαστε σε παρουσιάσεις ή μιλάμε μέσω των social media, ενώ με αρκετούς έχουμε γίνει και φίλοι, ανταλλάσσουμε απόψεις, μου προτείνουν τίτλους για επανέκδοση, προτείνουν ακόμη και συγγραφείς ή βιβλία που θεωρούν πως αξίζει να εκδοθούν στην Ελλάδα.
— Τα Bell κάνουν καλή χρήση των social media — τόσο η Σελίδα του οίκου, όσο και αυτή του βιβλιοπωλείου. Είναι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο σχετικώς νέος τρόπος για να «επικοινωνούνται» τα βιβλία; Υπάρχει άλλος; Θα βρεθεί, πιστεύετε, άλλος;
Λατρεύω τα social media για την δυνατότητες και τις ευκαιρίες που δίνουν σε όλους μας να εκφραστούμε, να επικοινωνήσουμε, να δικτυωθούμε, ακόμη και να συνεργαστούμε, με ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες μπορεί και να μη γνωρίζαμε ποτέ. Ως επαγγελματικό εργαλείο και ως μέσο επικοινωνίας των βιβλίων, είναι ο πιο άμεσος, γρήγορος και οικονομικός τρόπος. Βέβαια, για να γίνεται πετυχημένα, απαιτείται χρόνος και μεράκι. Δεν γίνεται να «πετάς» ένα σκέτο εξώφυλλο βιβλίου στο Facebook, στο Twitter ή στο Instagram και να θεωρείς ότι έχεις μια σωστή, επαγγελματική παρουσία στα social media. Θεωρώ πως τα social media είναι η μεγαλύτερη πηγή πληροφόρησης για τους συστηματικούς αναγνώστες. Για εκείνους δηλαδή που επειδή μπορεί να διαβάζουν ένα, δύο ή και περισσότερα βιβλία τον μήνα, ψάχνουν πολύ προσεκτικά ποιο θα είναι το επόμενο που θα αγοράσουν.
Τώρα, αν θα υπάρξει άλλος τρόπος για να «επικοινωνούνται» τα βιβλία; Πιθανότατα. Πάντως, νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος θα εξακολουθήσει να είναι το «από στόμα σε στόμα».
— Ποια καινοτομία ετοιμάζετε σήμερα; Γιατί, όλο και κάτι νέο θα ετοιμάζετε…
Αν εξαιρέσει κανείς τα νέα Άρλεκιν Plus (τη νέα σειρά βιβλίων μεγάλου μεγέθους και άριστης ποιότητας παραγωγής που βάζουν τα Άρλεκιν για πρώτη φορά, εκτός από τα περίπτερα, και στα βιβλιοπωλεία), που μόλις εγκαινιάσαμε, νομίζω ότι για λίγο καιρό δεν θα έχουμε άλλες αλλαγές. Θεωρούμε πως οι «μεταρρυθμίσεις» που κάναμε τα τελευταία χρόνια μάς έχουν βάλει σε μια πορεία με ξεκάθαρους στόχους. Θα συνεχίσουμε να εκδίδουμε βιβλία που θέλουμε κι εμείς οι ίδιοι να διαβάζουμε, να φέρνουμε ξένους συγγραφείς στην Ελλάδα (όπως έγινε πέρσι με τον John Connolly και την B. A. Paris) και να στηρίζουμε και να αναδεικνύουμε τους ταλαντούχους Έλληνες συγγραφείς.
Ένας ακόμη, πιο μακροπρόθεσμος αν θέλετε, στόχος είναι να βοηθήσουμε κι εμείς στη δημιουργία νέων αναγνωστών. Να πείσουμε τον κόσμο ότι τα βιβλία δεν είναι για λίγους. Να διαδώσουμε το μήνυμα ότι τα βιβλία είναι για όλους και ότι, ακόμη κι αν δεν έχεις διαβάσει ούτε μισό βιβλίο στη ζωή σου, είναι βέβαιο ότι εκεί έξω υπάρχει ένα βιβλίο για σένα. Ακόμη και 10 λεπτά την ημέρα αν αφήσεις το κινητό σου στην άκρη και διαβάσεις πέντε σελίδες από ένα αστυνομικό, ένα θρίλερ, μια περιπέτεια, ένα κοινωνικό, ένα ρομαντικό, ένα οτιδήποτε-σε-ενδιαφέρει βιβλίο, είναι κέρδος και ένα παράθυρο σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο.
— Σας ευχαριστώ θερμά, κύριε Νικολακάκη, και εύχομαι κάθε επιτυχία!
Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για την ωραία συζήτηση και τις εύστοχες και τόσο ωραία διατυπωμένες ερωτήσεις σας.