Του Βασίλη Τόλια*
Ζω ένα όνειρο. Μάλλον έναν εφιάλτη. Οι εξαγγελίες του υπουργείου Παιδείας για το νέο σύστημα εισαγωγής στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με ταξίδεψαν πολλά χρόνια πριν, όταν έδινα πανελλαδικές εξετάσεις με τις Δέσμες. Ξαναζώ τον Ιούνιο του 1983 στο Ναύπλιο. Στη βαθμολογία μετράει και ο βαθμός του απολυτηρίου.
«Ριζοσπαστικές λύσεις, προσεκτικά βήματα», είναι ο τίτλος του κειμένου για το νέο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ. Η αλήθεια είναι ότι ελάχιστα πράγματα από αυτά που διαβάσαμε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ριζοσπαστικά.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, οι πολιτικοί εστιάζουν στο πώς θα προσελκύσουν περισσότερους ψηφοφόρους, χωρίς να θέλουν να αγγίξουν και να λύσουν το πρόβλημα. Ας δούμε λίγο την πρακτική που ακολουθήθηκε: πρώτον, ενόψει της ΔΕΘ 2017, ο υπουργός παιδείας μιλούσε για την κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων προτείνοντας την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια. Στη συνέχεια, προφανώς αντιλαμβανόμενος την ουτοπία της προηγούμενης εξαγγελίας, την ανασκεύασε μιλώντας για ελεύθερη πρόσβαση σε κάποιες από τις σχολές. Και σήμερα, πριν τη ΔΕΘ 2018 φτάσαμε στο σημείο να μιλάμε για ελεύθερη πρόσβαση σε σχολές που δε συμπληρώνουν τον αριθμό των εισακτέων, δηλαδή για σχολές πολύ χαμηλής ζήτησης.
Δεύτερον, για μια ακόμη φορά οι αλλαγές άρχισαν από την κορυφή, δηλαδή από την Γ΄ λυκείου προϋποθέτοντας ότι οι μαθητές έχουν ήδη αναπτύξει την κριτική σκέψη μέχρι το τέλος της Β΄ λυκείου, ενώ η παγκόσμια πρακτική και η απλή λογική είναι να σχεδιαστεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα από τις μικρότερες βαθμίδες προς τις μεγαλύτερες. Το θέμα δεν είναι αν οι μαθητές της Γ΄ λυκείου θα εξετάζονται σε 4 ή 5 μαθήματα και αν θα υπάρχουν 3 ή 4 κατευθύνσεις, αλλά τι θα έχει προηγηθεί στα 11 χρόνια σχολείου, για τα οποία δεν έχουμε ακούσει μέχρι τώρα κανένα σχέδιο.
Τρίτον, η αύξηση των ωρών διδασκαλίας στα εξεταζόμενα μαθήματα και η μείωση του αριθμού των μαθημάτων είναι ένα θετικό βήμα στην προσπάθεια περιορισμού της εξωσχολικής/φροντιστηριακής ενίσχυσης των μαθητών, αλλά δεν εξασφαλίζει «...την ευκαιρία να εμβαθύνουν και να κατανοήσουν, μακριά από τη στείρα αποστήθιση και την μηχανιστική γνώση». Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας και εξέτασης. Η διασφάλιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης γίνεται μέσω του ελέγχου και της αξιολόγησης.
Η διαδικασία των ενδοσχολικών εξετάσεων καθώς και η επιλογή των σχολών από το μαθητή και στη Β΄ και στη Γ΄ Λυκείου είναι πολύπλοκες, ασαφείς και τελικά άνευ ουσίας. Η μοναδική αλλαγή που υπάρχει σε σχέση με το 1983 είναι η αντικατάσταση των λατινικών με το μάθημα της κοινωνιολογίας. Το επιχείρημα ότι η εξέταση των λατινικών προκαλεί «στρεβλώσεις» στην τελική βαθμολογία λόγω της «εξαιρετικά» περιορισμένης εξεταστέας ύλης είναι έωλο, καθώς ειναι στην ευχέρεια του υπουργείου να ορίσει εκ νέου την εξεταστέα ύλη. Εξάλλου υπάρχει μεγάλος φόβος, η κοινωνιολογία που αντικατέστησε τα λατινικά να αποδειχτεί ένα μάθημα απόλυτης παπαγαλίας. Αυτή η «ριζοσπαστική» αλλαγή φαίνεται να έχει τις ρίζες της στην επιδίωξη της διατήρησης του αριθμού των ωρών της κοινωνιολογίας στην Γ΄ λυκείου.
Ας έχουμε πάντα υπόψη ότι errare humanum est (το σφάλλειν ανθρώπινον).
* Ο κ. Βασίλης Τόλιας είναι διευθυντής Λυκείου στη Γερμανική Σχολή Αθηνών