Του Παναγιώτη Γκλαβίνη*
Το ΔΝΤ έγινε αποδεκτό στην Ευρωζώνη εκτός των άλλων και γιατί κανένας ευρωπαϊκός θεσμός δεν ήταν σε θέση να κάνει το dirty job. Ο ρόλος αυτός είναι συνήθης στους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς. Μερικές φορές, οι Ευρωπαίοι επικαλούνται το σκληρό ΔΝΤ για να κρυφτούν πίσω του, ανεξάρτητα αν το ελέγχουν μαζί με τους Αμερικανούς σε βαθμό τέτοιο, ώστε να μπορούν να του επιβάλουν οποιαδήποτε απόφαση κρίνουν σκόπιμη.
Η συζήτηση για το χρέος
Τα περί διαφορετικών απόψεων στο εσωτερικό του κουαρτέτου για την περίπτωσή μας σπανίως έχουν βάση. Δεν έχουν πάντα τις ίδιες απόψεις, αυτό είναι βέβαιο. Ούτε τις ίδιες έγνοιες. Ούτε και τους ίδιους σκοπούς, στο κάτω - κάτω. Πλην όμως, πίσω από τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωπαίων για σημαντικά θέματα, όπως το χρέος, κρύβονται στην πραγματικότητα οι οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη, και όχι το ΔΝΤ από τη μια μεριά και η Ε.Ε. από την άλλη, όπως ανακριβώς εμφανίζεται.
Το ΔΝΤ είναι ένα forum, στο οποίο συγκρούονται οι δυνάμεις αυτές. Πίσω απ' αυτό, κρύβονται οι ΗΠΑ με τις αναδυόμενες οικονομίες, αφενός, και η πλούσια Ευρώπη, αφετέρου. Οι πρώτες, συνεπικουρούμενες από τον αναπτυσσόμενο κόσμο, ζητούν από τη δεύτερη να βάλει αυτή όλα τα λεφτά για την Ελλάδα, διότι τα έχει. Και να αναλάβει αυτή τον κίνδυνο να πέσει η χώρα, κι όχι οι ίδιες. Άρα, να κουρέψει αυτή το χρέος της τώρα και όχι να κινδυνεύσουν αυτές να χάσουν τα δικά τους λεφτά αύριο μεθαύριο.
Εδώ, όμως, σταματούν οι διαφορές του κουαρτέτου για την περίπτωσή μας, την οποία κατά τα άλλα αντιμετωπίζουν –ως προς τη διάγνωση, κυρίως– ενιαία. Η απόφαση για το χρέος θα παρθεί σ' ένα τραπέζι για λίγους και μεγάλους παίκτες, στο οποίο δεν παίζουμε εμείς. Ματαιοπονούμε, λοιπόν, όταν ζητάμε αναδιάρθρωση του χρέους.
Εξάλλου, αν δεν φύγεις στην ανάπτυξη και τα πλεονάσματά σου δεν είναι διατηρήσιμα, πώς μπορείς να ζητάς κάτι τέτοιο; Δεν είναι αξιόπιστη η χώρα που ζητά «κούρεμα» χωρίς να εγγυάται στους δανειστές της πώς θα τηρήσει τη νέα ρύθμιση. Εδώ βρίσκεται η διαφορετική φιλοσοφία κυβέρνησης και δανειστών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τους δεύτερους, πιστεύει ότι το χρέος στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη της χώρας κι ότι ένα νέο «κούρεμα» αρκεί για να φέρει την ανάπτυξη.
Κάτι τέτοιο, φυσικά, δεν ισχύει και τα νούμερα την διαψεύδουν. Διότι, παρά το γεγονός ότι η χώρα δεν βαρύνεται αυτήν τη στιγμή με υψηλά τοκοχρεολύσια, έχει ξαναγυρίσει σε ύφεση, ίσως και σε ελλείμματα. Αυτό το αρνείται η κυβέρνηση, ενώ φαίνεται να υιοθετεί το κουαρτέτο. Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση έχει επιβάλει παύση πληρωμών με σκοπό να εμφανίσει νούμερα που θα πείσουν τους δανειστές για την ευρωστία της οικονομίας, ώστε αφενός να μην υποχρεωθεί να λάβει νέα μέτρα, αφετέρου ν' ανοίξει η συζήτηση για το χρέος.
Γιατί καθυστερεί η αξιολόγηση;
Όταν λες στους δανειστές ότι θα βρεις τα λεφτά που χρειάζεσαι από αυξήσεις φόρων και εισφορών, η συζήτηση μεταφέρεται αυτόματα στο πεδίο του ΑΕΠ. Θα έχεις την ανάπτυξη που θέλεις ώστε να αντλήσεις όσα υπόσχεσαι; Ποια είναι τα νούμερα; Είχες ύφεση το 2015; Είχες πλεόνασμα ή έλλειμμα; Ποιες είναι οι τάσεις για το 2016; Ποια τα νούμερα του πρώτου τριμήνου; Ας περιμένουμε να τα δούμε, λένε οι δανειστές, οι οποίοι ήδη δώσανε ραντεβού για τον Απρίλιο, όταν θα είναι γνωστά τα στοιχεία της Eurostat για το 2015 και όταν θα ξέρουμε τις τάσεις από τα νούμερα του πρώτου τριμήνου για το 2016.
Αν, όμως, πεις στους δανειστές ότι θα εξοικονομήσεις τα ποσά που χρειάζεσαι από περικοπές δαπανών, τότε η συζήτηση για την ανάπτυξη είναι μεν σημαντική –πάντα είναι– δεν είναι όμως καθοριστική. Εκεί μπορούν να βάλουν νερό στο κρασί τους, διότι σού λένε έκοψες τις δαπάνες, μπορεί φέτος να μην τα πήγες καλά στο ΑΕΠ, του χρόνου όμως θα τα πας, γιατί δεν θα βαρύνεσαι από τόσες υποχρεώσεις και δεν θα βάλεις χέρι στα εισοδήματα.
Τότε, λοιπόν, θα μπορούσαν να σου κάνουν σκόντο. Τώρα δεν μπορούν. Το μόνο που μπορούν, εφόσον εσύ επιμένεις να καλύψεις το κενό από αυξημένες εισπράξεις, είναι να δουν εάν και κατά πόσο είναι αυξητικές οι τάσεις της οικονομίας σου. Γι' αυτό χρειάζονται ασφαλή νούμερα πριν το ξανασυζητήσουν μαζί σου.
Το θέμα είναι πολιτικό. Και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
Αν η κυβέρνηση είχε αποδεχτεί να περικόψει δαπάνες, τώρα θα είχε τελειώσει το νέο μαρτύριο της ελληνικής οικονομίας από τον Νοέμβριο. Πλην όμως, αδυνατεί να κάνει κάτι τέτοιο. Ίσως, όπως και πέρυσι –και για τους ίδιους λόγους–, να μην έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία στη Βουλή για να περάσει επώδυνα μέτρα, λόγος για τον οποίο αφενός επιμένει στα εισπρακτικά (βλέποντας και κάνοντας), αφετέρου ζητά ρύθμιση του χρέους, ώστε να το εμφανίσει πακέτο στους βουλευτές της.
Αυτό εγείρει δυο πολιτικά ζητήματα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο:
- Το πρώτο είναι η εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στη χρησιμότητα μιας ακραία αριστερής κυβέρνησης να περάσει μέτρα που ούτε καν θα τολμούσε να διανοηθεί άλλη κυβέρνηση. Μήπως αποδεικνύεται μύθος ή δοξασία κάτι τέτοιο; Διότι, στην πραγματικότητα, ο κύριος Τσίπρας αποδείχθηκε ανίκανος να κάνει μέχρι τώρα ό,τι τον καθιστούσε χρήσιμο –αν και όχι αρεστό– στα μάτια τους.
- Το δεύτερο είναι η ανεκτικότητα των Ευρωπαίων να διασώζουν την Ελλάδα για πάντα. Κάτι τέτοιο είναι ασφαλώς ανέφικτο θεσμικά, οικονομικά και εν τέλει πολιτικά.
Ερώτημα τίθεται κατά πόσον η αξιολόγηση μπορεί να απομονωθεί από τη διαχείριση του προσφυγικού, στο μέτρο που και τα δυο, εδώ που φτάσαμε, έχουν να κάνουν με τη σταθερότητα της χώρας. Και δεν είναι τυχαίο ότι φτάσαμε ως εδώ. Η κυβέρνηση δεν το κρύβει ότι αξιοποιεί το προσφυγικό για να λύσει το πρόβλημα της αξιολόγησης με πολιτική απόφαση. Γνωρίζει πως οι Ευρωπαίοι ΥΠΟΙΚ δεν κάνουν πολιτική διαπραγμάτευση στο Eurogroup. Τους απειλεί, όμως, δια στόματος Τσακαλώτου, με συνέχιση της διαπραγμάτευσης στην Ειδομένη.
Μια λύση για τρία προβλήματα;
Είμαι νομικός και, όπως όλοι, κάνω κι εγώ το λάθος να βλέπω τον κόσμο με κέντρο τον εαυτό μου. Έχω, λοιπόν, εμμονές στους νομικούς περιορισμούς των τρόπων αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης. Δεν είμαι, όμως, ο μόνος. Γνωρίζω τουλάχιστον άλλον έναν που προέτασσε συστηματικά τον κανόνα δικαίου για να προωθήσει ή να απορρίψει συγκεκριμένες κάθε φορά προτάσεις αντιμετώπισης της κρίσης μας. Την κυρία Μέρκελ, η οποία –εκτός από τους βουλευτές της, το κόμμα της και την κοινή της γνώμη– έχει κι ένα Συνταγματικό Δικαστήριο να πείσει πίσω στη χώρα της για τη νομιμότητα των δράσεων που προτείνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Φοβάμαι, λοιπόν, πως τρία (3) μεγάλα κοινά προβλήματα –υπαρκτά και καυτά– που αντιμετωπίζουμε τόσο εμείς, όσο και οι Ευρωπαίοι, θα μπορούσαν στα μάτια των τελευταίων να λυθούν αυτόματα με την υιοθέτηση μιας δραστικής νομικής λύσης:
- Το πρόβλημα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στην Ε.Ε. γενικώς και στη ζώνη Schengen ειδικότερα, σε συνάρτηση με τη νομιμοποίηση του de facto κλεισίματος των συνόρων που βιώνουμε σήμερα.
- Το πρόβλημα της αξιοπιστίας της Ευρωζώνης, όταν ένα μέλος της αδυνατεί, για οποιουσδήποτε λόγους, να ακολουθήσει τον βηματισμό των άλλων μελών της παρά τη διάθεση τριών πακέτων στήριξης της οικονομίας του.
- Το πρόβλημα του χρέους μας, το οποίο αδυνατεί, ενόσω βρισκόμαστε εντός της Ε.Ε., να διαγραφεί ουσιωδώς χωρίς να παραβιασθεί η no bail out clause, ενώ αν αποχωρούσαμε από την Ε.Ε., θα ήταν πιο εύκολη η αναδιάρθρωσή του, χωρίς και τους περιορισμούς της ίσης μεταχείρισης των άλλων μελών της Ευρωζώνης που δανείστηκαν όπως εμείς από τον EFSF ή τον ESM.
Πρόκειται, ασφαλώς, για τελική λύση, πάνω στην οποία δεν θέλω να σπεκουλάρω περαιτέρω. Την αναφέρω απλώς προς γνώσιν όσων φυλάκων απέμειναν ακόμη στον έρημο τούτο τόπο.
* Ο κ. Παναγιώτης Γκλαβίνης είναι αν. καθηγητής διεθνούς οικονομικού δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.