Δεν αποκλείεται πολλές από τις τράπεζες να ζητήσουν την βοήθεια του κράτους για να επιβιώσουν, τονίζει στο liberal.gr ο Μιχάλης Γκλεζάκος, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, περιγράφοντας ένα εκρηκτικό συνδυασμό. Από τη μία πλευρά τα έσοδα των τραπεζών περιορίζονται σημαντικά λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και από την άλλη βλέπουν τα δάνεια που έδωσαν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να κοκκινίζουν.
«Αντιμετωπίζουν δηλαδή ταυτόχρονα απώλειες κερδών και περιουσίας επομένως δεν αποκλείεται πολλές από αυτές να ζητήσουν την βοήθεια του κράτους για να επιβιώσουν», όπως εκτιμά ο κ. Γκλεζάκος, περιγράφοντας τις συμπληγάδες στις οποίες βρίσκονται. Από την μια πλευρά εξακολουθούν να έχουν κάπου 80 δισ. παλαιά κόκκινα δάνεια, από την άλλη πλευρά, λόγω του lockdown της οικονομίας και την απώλεια της τουριστικές σεζόν, είναι αντιμέτωπες με τον κίνδυνο μιας νέας γενιά δανείων που σε λίγο δεν θα εξυπηρετούνται.
«Αν η πανδημία κρατήσει ως το φθινόπωρο και χαθεί εντελώς η τουριστική σεζόν, οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα είναι πολύ μεγάλες για να μπορούν να τις καλύψουν οι μέτοχοί τους. Σε μια τέτοια περίπτωση το Κράτος θα κληθεί και πάλι να καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί, οπότε ναι θα μιλάμε για κρατικοποίηση τους», αναφέρει ο κ. Γκλεζάκος.
Ταυτόχρονα χαρακτηρίζει ως μονόδρομο την ανάγκη διαγραφής των χρεών που θα δημιουργηθούν, προσθέτοντας ότι το κράτος, για να μπορέσει να στηρίξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους, πέραν των 10 δισ. ευρώ, τους οποίους θα αντλήσει με διάφορους τρόπους, όπως: “Δημιουργώντας ελλείμματα στον προϋπολογισμό, αντλώντας ρευστότητα από το QE (κάπου 12 δις), δανειζόμενο από τον ESM (4 δις), αξιοποιώντας τις αναχρηματοδοτήσεις της ΕΚΤ στις τράπεζες, εγκαταλείποντας τα πρωτογενή πλεονάσματα κλπ. Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εκτοξευτεί το χρέος, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ”, αναφέρει με νόημα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Σε άρθρο του στους FT ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ Μ. Ντράγκι, σημειώνει ότι αποτελεί μονόδρομο η διαγραφή μεγάλου μέρους ή και όλων των ιδιωτικών χρεών που θα δημιουργηθούν λόγω κορονοϊού. Το ερώτημα που προκύπτει είναι ποιος θα τα δώσει όλα αυτά τα χρήματα;
Ο Ντράγκι ξεκινά από μια πολύ σωστή θέση. Οι σημερινές συνθήκες, λέει, παραπέμπουν σε εμπόλεμη κατάσταση και επομένως πρέπει να ενεργήσουμε (ως Ευρώπη) αναλόγως. Στον πόλεμο, πέρα από την προσπάθεια αντιμετώπισης του εχθρού, το κράτος επιστρατεύει κάθε διαθέσιμο πόρο για να κρατήσει την οικονομία όρθια. Το ίδιο πρέπει να κάνει και τώρα.
Αν αυτή η πρωτόγνωρη κατάσταση που ζούμε οδηγήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε υπερχρέωση και τα απειλεί με αφανισμό, ναι πρέπει μαζί με τις άλλες εναλλακτικές λύσεις, να εξετασθεί και αυτή της διαγραφής χρεών.
Βέβαια, κάθε διαγραφή δημιουργεί ένα κόστος που κάποιος πρέπει να το πληρώσει. Στη περίπτωση αυτή μόνο το κράτος μπορεί να επωμισθεί ένα τόσο μεγάλο βάρος. Πως θα το κάνει; Πολύ απλά θα δανεισθεί τα ποσά που χρειάζονται και θα επιμερίσει το κόστος της λύσης στους φορολογούμενους, σε ένα χρονικό βάθος πολλών ετών.
Οι απώλειες στο οικονομικό πεδίο είναι μεγάλες, δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τον καθένα χωριστά. Όπως μας φαίνεται φυσικό να πληρώσουμε για να αποζημιωθεί ο γεωργός που είδε τη σοδειά του να καταστρέφεται από το χαλάζι, με τον ίδιο τρόπο πρέπει σκεφτούμε και σε αυτή την περίπτωση.
Βέβαια, αν είμαστε τυχεροί, η επιδημία θα υποχωρήσει γρήγορα και θα δεν θα χρειασθεί να επεκταθούμε πολύ πιο πέρα από τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί.
- Όπως και με τις ξένες τράπεζες, έτσι και με τις ελληνικές, ένα μεγάλο μέρος των χρεών που θα προκύψουν λόγω κορονοϊού θα βαρύνει τους ισολογισμούς τους. Ταυτόχρονα όμως θα έχουν χάσει μεγάλο μέρος των προσδοκώμενων φετινών εσόδων από δάνεια στον τουρισμό, στην αγορά αkινήτων, στις ΑΠΕ, κ.ο.κ. Τι σημαίνει για τις φορτωμένες με κόκκινα δάνεια ελληνικές τράπεζες αυτός ο συνδυασμός «περισσότερα χρέη - λιγότερα έσοδα»;
Πραγματικά, οι τράπεζες βρίσκονται «ανάμεσα σε δύο λιθάρια», όπως λέει ο λαός. Από τη μία πλευρά τα έσοδα τους περιορίζονται σημαντικά λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και από την άλλη βλέπουν τα δάνεια που έδωσαν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά να κοκκινίζουν. Απώλειες κερδών και περιουσίας, δηλαδή, ταυτόχρονα. Προφανώς, σε μια τέτοια συγκυρία, οι κίνδυνοι που τις απειλούν διογκώνονται και δεν αποκλείεται να δούμε πολλές από αυτές να ζητούν τη βοήθεια του κράτους για να επιβιώσουν.
Οι δικές μας είναι ακόμη πιο ευάλωτες, γιατί αυτή η θύελλα ξέσπασε λίγο πριν ξεκινήσουν την προσπάθεια μείωσης των κόκκινων δανείων, με ένα σχέδιο («ΗΡΑΚΛΗΣ») που για πρώτη φορά είχε σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας.
Καλούνται λοιπόν να αντιμετωπίσουν αυτή την κρίσιμη κατάσταση εξακολουθώντας να έχουν κάπου 80 δισ παλαιά κόκκινα δάνεια και περιμένοντας μια νέα γενιά δανείων που σε λίγο δεν θα εξυπηρετούνται.
Επίσης, αυτή η ανατροπή της πορείας της οικονομίας μας (και μαζί της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας) προς την ανάπτυξη, είναι προφανές ότι θα επηρεάσει αρνητικά την κερδοφορία τους, που με τη σειρά της θα απομακρύνει χρονικά τη σταδιακή μετατροπή των 15-16 δισ ευρώ του αναβαλλόμενου φόρου σε ουσιαστικά εποπτικά κεφάλαια.
Ο πιο πάνω συνδυασμός, θα φέρει πιο κοντά την ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μας. Εκτός βέβαια αν η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίσει πιο γενναιόδωρα την κρίση, διαθέτοντας τους πόρους που απαιτούνται, οπότε θα μας δώσει τη δυνατότητα να αμβλύνουμε τα προβλήματα της οικονομίας μας πριν φτάσουμε σε τόσο δύσκολες καταστάσεις.
- Πράγματι, αν δημιουργηθεί μια νέα γενιά από επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα οφείλουν, θα χρειαστούν χρήματα για να επιβιώσουν οι τράπεζες. Ποιος θα τα δώσει, δεδομένου ότι οι τράπεζες δεν τα έχουν; Θα τα δώσει το κράτος και θα τις κρατικοποιήσει ;
Σε κανονικές συνθήκες, τα κεφάλαια που χάνουν οι τράπεζες αναπληρώνονται από τους μετόχους τους, μέσω αύξησης του μετοχικού τους κεφαλαίου. Όμως, στο κακό σενάριο που η πανδημία θα κρατήσει μέχρι το φθινόπωρο, κοντά στις άλλες απώλειες θα έχουμε και τη την απώλεια της καλοκαιρινής τουριστικής περιόδου, με οδυνηρές συνέπειες για τη οικονομία και την κοινωνία μας. Αν λοιπόν συμβεί αυτό, οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών θα είναι πολύ μεγάλες για να μπορούν να τις καλύψουν οι μέτοχοί τους. Σε μια τέτοια περίπτωση το Κράτος θα κληθεί και πάλι να καλύψει το κενό που θα δημιουργηθεί, οπότε ναι θα μιλάμε για κρατικοποίηση τους.
- Το μόνο βέβαιο είναι ότι το τέλος της κρίσης θα βρει την Ελλάδα με ένα διογκωμένο δημόσιο χρέος (στο 200% του ΑΕΠ εφόσον αυτό πέσει κατά 20%, σύμφωνα με την Capital Economics) ενώ χειρότερα θα είναι τα πράγματα στην Ιταλία, η οποία δεν θα μπορεί να εξυπηρετήσει το δικό της χρέος. Άρα, είναι μονόδρομος η λύση του ευρωομολόγου ή κάτι αντίστοιχου;
Σε κάθε περίπτωση, ο κορονοϊός θα οδηγήσει στην αύξηση του δημοσίου χρέους, για πολλούς λόγους, κυρίως όμως λόγω της διάθεσης πόρων για τη στήριξη της οικονομίας και της ταυτόχρονης μείωσης των κρατικών εσόδων, ως συνέπεια της συρρίκνωσης της οικονομικής δραστηριότητας. Όσο μεγαλύτερη θα είναι η διάρκεια της πανδημίας τόσο βαθύτερη ύφεση θα προκληθεί και τόσο περισσότερο θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος.
Το ευρωομόλογο είναι μια πολύ καλή λύση γιατί ευκολότερα και φθηνότερα δανείζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά απ’ ότι οι επιμέρους χώρες και μάλιστα οι οικονομικά ασθενέστερες όπως η δική μας, που κοντά στα άλλα είναι και υπερχρεωμένη. Επίσης, η επιλογή αυτής της λύσης θα αποτελέσει μια έμπρακτη επιβεβαίωση ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προχωρεί προς την ολοκλήρωση. Τέλος, η έκδοση ευρωομολόγου θα επιτρέψει την παροχή της αναγκαίας χρηματοδότησης των επιμέρους χωρών-μελών έξω από το πλαίσιο των μνημονίων, τα οποία αποδεδειγμένα φρενάρουν την ανάπτυξη.
- Διαφορετικά, τι θα γίνει αν οι ηγέτες της ευρωζώνης συνεχίσουν να αρνούνται την έκδοση ευρωομολόγου;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια ισχυρή οικονομική οντότητα που διαθέτει ένα διεθνώς αποδεκτό νόμισμα, μια κεντρική τράπεζα που έχει φέρει σε πέρας δύσκολες αποστολές και έναν καλά δομημένο μηχανισμό στήριξης. Επομένως, έχει πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες να αναπτύξει χρηματοδοτικά εργαλεία που θα δώσουν τις κατάλληλες λύσεις σε κάθε περίσταση.
Το πρόβλημα είναι ότι βρίσκεται ακόμη στη φάση που οι πλούσιες χώρες (κατά κανόνα οι βόρειες) θέλουν να απολαμβάνουν τα πλεονεκτήματα της ενιαίας Ευρώπης αλλά δυσανασχετούν όταν πρόκειται να πληρώσουν το αντίστοιχο κόστος.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι 9 χώρες του ευρωπαϊκού νότου ζητούν την έκδοση ευρωομολόγου και την ίδια στιγμή οι χώρες του βορά αντιδρούν. Έτσι, παρά το γεγονός ότι η έκδοση ευρωομολόγου αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, παρά το ότι θα έπρεπε να προτιμηθεί τόσο για πρακτικούς λόγους (χαμηλότερο κόστος – μεγαλύτερη ευχέρεια άντλησης κεφαλαίων), όσο και για συμβολικούς (θα αποτελέσει μήνυμα βαθύτερης σύγκλισης και αλληλεγγύης), αυτό τελικά δεν θα συμβεί και η ΕΕ θα καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες των μελών της με μικρότερη επιτυχία, χρησιμοποιώντας τα υπάρχοντα συμβατικά εργαλεία.
- Μπορεί να φτάσουμε σε ακραίες λύσεις, όπου θα δημιουργηθεί μια πανευρωπαϊκή bad bank στην οποία θα ενταχθούν όλα τα κόκκινα δάνεια λόγω κορονοϊού;
Κατά τη γνώμη μου δεν είναι ώριμη η κατάσταση για τη δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής bad bank. Θα μπορούσαν βέβαια να εκδοθούν ευρωομόλογα για να χρηματοδοτηθεί η άμβλυνση των επιπτώσεων της σημερινής κρίσης στις οικονομίες των χωρών-μελών. Κατά τον Ντράγκι θα πρέπει να εξετασθούν ακόμη και διαγραφές χρεών.
Νομίζω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό σήμερα, λόγω των πολλών ταχυτήτων των οικονομιών της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, οι χώρες με τις ισχυρότερες οικονομίες αισθάνονται ότι θα τους κοστίσει περισσότερο μια κοινή λύση απ’ ότι να τακτοποιήσουν μόνοι τους τα δικά τους προβλήματα. Έτσι, συνεχίζοντας να λειτουργούν κοντόφθαλμα, μάλλον θα απορρίψουν μια τέτοια λύση.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, αν ο κορονοϊός μείνει για πολύ ακόμη, θα προκαλέσει τεράστια βλάβη στην οικονομία και αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν νέα κόκκινα δάνεια, θα χρεοκοπήσουν πολλές επιχειρήσεις (ιδιαίτερα μικρομεσαίες) και θα προκύψει η ανάγκη διαχείρισης όλων αυτών των καταστάσεων. Αυτό φαίνεται πιο πιθανό να γίνει σε επίπεδο χώρας και όχι συνολικά σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.
- Τα κονδύλια στήριξης 10 δισ. ευρώ για τα οποία μιλάει η κυβέρνηση αφορούν την εκτιμώμενη μέχρι σήμερα ζημιά, όχι τα κόκκινα δάνεια που θα δημιουργηθούν, ούτε τα νέα λουκέτα. Τι θα γίνει με αυτή την νέα υπερχρεωμένη γενιά που κινδυνεύει να δημιουργηθεί; Που θα βρει το Κράτος τα χρήματα για να αντιμετωπίσει αυτά τα νέα δεδομένα;
Είναι προφανές ότι, το κόστος των παρεμβάσεων για τη στήριξη της οικονομίας μας, εξαρτάται από τη διάρκεια της πανδημίας. Π.χ. αν αυτή λήξει μέσα στον Μάιο, θα σωθεί η τουριστική περίοδος, θα διατηρηθούν στη ζωή οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και γενικά οι βλάβες στην οικονομία θα είναι ευκολότερα αντιστρέψιμες.
Αν όμως κρατήσει αρκετούς μήνες ακόμη, το κόστος στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα είναι πολύ μεγάλο. Ακόμη, θα δημιουργηθούν κόκκινα δάνεια στις τράπεζες, κόκκινες απαιτήσεις στην αγορά, θα χαθούν θέσεις εργασίας, θα περιορισθούν τα φορολογικά έσοδα και τα έσοδα του ΕΦΚΑ κλπ. Τα 10 δις, σε μια τέτοια περίπτωση, θα καλύπτουν ένα μικρό κομμάτι της ζημίας.
Το κράτος, για να μπορέσει να στηρίξει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους, τους οποίους θα αντλήσει με διάφορους τρόπους, όπως: Δημιουργώντας ελλείμματα στον προϋπολογισμό (επιτρέπονται μετά την αναστολή ισχύος του συμφώνου σταθερότητας), αντλώντας ρευστότητα από το QE (κάπου 12 δις), δανειζόμενο από τον ESM (4 δις), αξιοποιώντας τις αναχρηματοδοτήσεις της ΕΚΤ στις τράπεζες, εγκαταλείποντας τα πρωτογενή πλεονάσματα κλπ. Είναι προφανές ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα εκτοξευτεί το χρέος, τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.