Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Λέγαμε χθες, συνεχίζοντας έναν συλλογισμό που ξεκινήσαμε τη Δευτέρα, ότι, είτε από νωθρότητα ανατολίτικου στιλ —κάτι που συχνά ξεχνάμε ότι μας χαρακτηρίζει: δεν είναι μεν στο DNA μας, καθώς βέβαια δεν υπάρχει κανένα τέτοιο γονίδιο, αλλά είναι επίκτητο: κολλάει, μαθαίνεται—, είτε παρασυρμένοι από τον ταυτόχρονα εκφοβιστικό/καθησυχαστικό και προσώρας άκρως επιτυχημένο λόγο της λαϊκιστικής εξουσίας —λόγο ανορθολογικό και «θρησκευτικό», ή μάλλον ποιμαντορικό, που έχει την τάση να σε κρατά σε ένα επίπεδο χαμηλού φορτίου, χαμηλών απαιτήσεων, χαμηλών προσδοκιών, χαμηλών απολαβών, κ.ο.κ.—, είτε άλλως πώς, από ένα συνδυασμό των δύο ας πούμε, μένουμε αυτοβούλως κλεισμένοι σαν πίσω από μια στρογγυλή μάντρα — ο κόσμος σφύζει, αυτοσυντρίβεται μέσα στον εαυτό του και αναγεννάται διαρκώς την επόμενη στιγμή, εξελίσσεται, προχωρά, τρέχει, λάμνει πάνω στον ακοίμητο χρόνο (πώς αλλιώς πια να το πούμε;…), και εμείς, όχι απλώς δεν σκαρφαλώνουμε έστω σ' αυτή τη μάντρα για να δούμε λιγάκι παραέξω, αλλά διαρκώς απομακρυνόμαστε από αυτήν με μικρά-μικρά βηματάκια προς τα πίσω, για να μην τρομάξουμε και για να μην κολαζόμαστε: επιστρέφουμε στο κέντρο του ωραίου, περίκλειστου αλλά οπωσδήποτε ασφαλούς μαντριού μας, ασχολούμενοι μέρα βγαίνει μέρα μπαίνει με τη συντήρησή του και με τη χαμηλοβλεπούσα, την τόσο-όσο, βολή μας.
Και, στο μεταξύ αυτό, ο κόσμος, έξω, σφύζει. Κυριολεκτικά.
(Παρένθεση: το «κυριολεκτικά» το χρησιμοποιούμε σχεδόν πάντα λάθος στον προφορικό και στον δημοσιογραφικό λόγο, εννοώντας «μεταφορικά», «που λέει ο λόγος», δηλαδή το… αντίθετό του: «Κυριολεκτικά τούς ισοπέδωσαν», «Κυριολεκτικά την έφαγε με τα μάτια», «Έγινα κυριολεκτικά παπί από τη βροχή» κλπ.: ακυριολεξίες όλα τους. Όμως εδώ το εννοούμε: αν κοιτάξεις έξω, ο κόσμος στ' αλήθεια σφύζει — θαμποτρέμει — αλλάζει και αναπτύσσεται και μεταμορφώνεται, κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας. Τα ολόκλειστα).
Υπάρχει μια έκφραση που λένε κάπου στην Ιταλία: «Όταν το καβούρι πάει να βγει από τον κουβά, τα άλλα το τραβάνε πίσω με τις δαγκάνες τους». Έτσι είναι. Και δεν εννοούμε μόνο το γεγονός ότι όποιος διαφύγει —κυριολεκτικά— στο εξωτερικό, σε έναν άλλο κόσμο δηλαδή, υψηλότερης δυναμικής και άλλων προτεραιοτήτων (κάτι ούτως ή άλλως «αμαρτωλό», κάτι που νοείται ως ενέργεια ριψάσπιδος), πέφτει ξαφνικά θύμα «ταξικού» μίσους, χάνοντας παράλληλα και μία σειρά από δικαιώματα, όπως το δικαίωμα «διά να ομιλεί», ας πούμε, ή φυσικά το δικαίωμα —κατ' ουσίαν— να ψηφίζει.
Εννοούμε επίσης ότι στην Ελλάδα της Κρίσης και της έξαρσης του λαϊκισμού, της διάχυσής του από πάνω προς τα κάτω, και δη από το επιτελείο της παρούσας κυβερνητικής συμμαχίας, κανείς κρίνεται κυρίως από τις προσλαμβάνουσες που έχει από το καθημερινό μικροπολιτικό παιχνίδι: συχνά, αν αρνείται να παρακολουθεί ενεργά και καταλεπτώς, δηλαδή με κόστος, ό,τι συμβαίνει στην ελληνική μικροκλίμακα, εξοστρακίζεται από την κοινότητα, νιώθει παρίας, ή τον βλέπουν σαν τέτοιον. Η τάση τού «ιδιωτεύειν» —εντέλει, του να μην ασχολείσαι με θέματα όπως Ο Πάνος Καμμένος Μεταλαμβάνει Των Αχράντων Μυστηρίων, ή Η Κεντροαριστερά Πάει Στο Μέγαρο, ή Ο ΣΥΡΙΖΑ Σοσιαλδημοκρατικοποιείται Μέσω Του Δανέλλη, για να πούμε μερικά της τρέχουσας δήθεν επικαιρότητας— θεωρείται αμάρτημα καθοσιώσεως. Μπροστά στην ταχύτατη και σφοδρή λουμπενοποίηση της πολιτικής ζωής εν Ελλάδι, το να γυρνάς το πρόσωπο από την άλλη δεν συγχωρείται εύκολα. Και δεν είναι ένα άθλημα για τον καθένα αυτό, θέλει γερά κότσια για να το κάνεις.
Μολαταύτα, και επιτρέψτε μας να επαναλάβουμε κάτι που μάλλον λέμε συχνά, αυτό δεν συνιστά ενασχόληση με την πολιτική. Δεν είναι άλλο από μία παραχώρηση — ή μία «εκχώρηση εαυτού», αν θέλετε. Οι κυβερνώντες, και η καλά συγκροτημένη Αυλή τους, απαιτούν αυτό το εκ μέρους μας δώρο και προσδοκούν σε αυτό. Τους κρατά στον αφρό. Τους στηρίζει. Κανείς νομίζει στα σοβαρά, από ένα σημείο και μετά, ότι υπάρχει σχέδιο και στρατηγική, ότι γίνεται δουλειά, ότι όλα εδώ είναι και γίνονται κάπως «σωστά».
Δεν είναι. Το μόνο που γίνεται είναι να παράγεται θόρυβος. Το μόνο που γίνεται είναι να παρασυρόμαστε ολοένα και πιο κάτω: σε ένα επίπεδο που, υπό ΚΣ, υπό συνθήκες κανονικότητος, δεν θα είχαμε ποτέ επιλέξει από μόνοι μας.
* * *
Αυτές οι σκέψεις ξεκίνησαν (προχθές) από τη διαπίστωση ότι οι περισσότεροι από όσους κάπως πασχίζουμε να ενημερωνόμαστε για όσα συμβαίνουν «εκεί έξω», χάνουμε πολύ χρόνο από την προσπάθειά μας αυτή, για να μην πω ότι ματαιοπονούμε, πέφτοντας στην απόχη, όχι κάποιας κυβερνητικής προπαγάνδας —κανείς πια δεν είναι τόσο αφελής για να πέσει θύμα προπαγάνδας: περσινά ξινά σταφύλια—, αλλά (α΄) του προπετάσματος καπνού που εκπέμπει η συγκυβέρνηση για να κρύψει την ανικανότητά της και τη μη παραγωγή από μεριάς της πραγματικής πολιτικής (βέβαια, πολιτική λογίζεται και η διάλυση των ΑΕΙ…) και (β΄) της θέλησής της να μας κρατήσει χαμηλά, στο χώμα, ή στον κουβά με τα υπόλοιπα καβούρια, εκεί όπου όλα γίνονται ένα: ένας πολφός χωρίς απαιτήσεις — ταπεινά, χριστιανικά, ημινομαδικά.
Δεν θα προτείνω λύσεις επ' αυτού, τόσο γιατί ο καθένας πρέπει να αναλάβει μόνος τις ευθύνες του απέναντι στον εαυτό του (σε τελική ανάλυση, είναι και θέμα αξιοπρέπειας, όχι μόνο ανάγκης), αλλά και γιατί θα ακουστεί φτηνό, κάτι σαν οδηγίες βιβλίου αυτοβοήθειας. Θα πω μόνο ότι, από την εμπειρία που αποκόμισα μένοντας στο εξωτερικό, έχω λαχταρήσει βαθιά να μη ζω, έστω και, σώματι, από απόσταση, σε μια κοινωνία που «ασχολείται με τα πολιτικά». Δεν υπάρχει χρόνος στη ζωή μας να ασχολούμαστε με τα πολιτικά. (Όχι ότι το κάνουμε στ' αλήθεια, επαναλαμβάνω: ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ότι το κάνουμε). Η ουσία του πολιτεύματος είναι να εκλέγουμε αντιπροσώπους μας, για να κάνουν τη δουλειά που τους αναθέσαμε, και να τους ελέγχουμε για να δούμε αν την έκαναν καλά, επιβραβεύοντάς τους ή τιμωρώντας τους με τελεσίδικη, αδιαπραγμάτευτη, άγρια πολιτική σκληρότητα μετά από τέσσερα χρόνια.
Το απ' ανάμεσα χρονικό διάστημα είναι δικό μας, όχι δικό τους. Είναι ο χρόνος μας για να ζήσουμε στον κόσμο, για να τον μάθουμε, για να πλουτίσουμε τον εαυτό μας και για να ανέβουμε σκαλιά, όσο πιο πολλά σκαλιά προλάβουμε πάνω από το χώμα. Είναι ο χρόνος μας για να διαβάζουμε με άνεση τα newsletter που λαμβάνουμε καθημερινά — και τα πενήντα ή εκατό. Είναι ο χρόνος μας για να επιδιώκουμε την ευτυχία.
Αυτό ελπίζω να αρχίσουμε κάπως να ζούμε από τις ερχόμενες εκλογές και μετά.