Στα «απόνερα» του συλλαλητηρίου προέκυψε και ένας μικρός ντόρος με την τοποθέτηση σχετικά με αυτό του Κυριάκου Μητσοτάκη. Αρκετοί που, όπως εγώ, δεν ενθουσιάστηκαν με όσα έγιναν την Κυριακή στη Θεσσαλονίκη κατηγόρησαν τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας πως ουσιαστικά «ταυτίζεται» με τους διάφορους Φράγκους, Άνθιμους και λοιπούς ακραίους ομιλητές, τοποθετώντας το κόμμα του στην δεξιά πτέρυγα του ιδεολογικού του χώρου.
Διάβασα προσεκτικά την ανακοίνωση του ΚΜ και τολμώ να πω πως δεν συμφωνώ. Την βρήκα απόλυτα εύλογη και θεμιτή.
Εξηγώ: Ο Κυριάκος είναι πρόεδρος του μεγαλύτερου κεντροδεξιού κόμματος της χώρας. Ένα κόμμα που ανήκει στον συντηρητικό χώρο. Προσοχή! Δεν το λέω υποτιμητικά. Εκεί εντάσσεται η Νέα Δημοκρατία και ως πρόεδρός της οφείλει να σέβεται ολόκληρο το φάσμα των ψηφοφόρων της. Παραδοσιακά, τα συντηρητικά κόμματα παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία στα λεγόμενα εθνικά θέματα και –καλώς η κακώς- το «Μακεδονικό/Σκοπιανό έχει αναχθεί εδώ και χρόνια σε τέτοιο. Προφανώς και εγώ προσωπικά ως Θανάσης Χειμωνάς θα γούσταρα να διαχώριζε ανοιχτά τη θέση του αλλά η αλήθεια είναι πως ιδεολογικά δεν ανήκουμε στον ίδιο χώρο- ασχέτως αν έχουμε έρθει πιο κοντά λόγω του τέρατος που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ. Από τη στιγμή μάλιστα που η Νέα Δημοκρατία προηγείται με διαφορά στις δημοσκοπήσεις ο Κυριάκος θα ήταν απλώς παράφρων αν τη συγκεκριμένη στιγμή άνοιγε ένα τέτοιο μέτωπο.
Η ανακοίνωσή του είναι προσεκτική: Το «σέβομαι και συμμερίζομαι αυτή την ευαισθησία» που λέει π.χ. δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως εγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο αυτή η ευαισθησία εκφράστηκε. Συνήθως όταν δηλώνεις δημοσίως πως «σέβεσαι» κάποιους υπονοείς πως δεν προσυμφωνείς μαζί τους, απλώς αποδέχεσαι την ύπαρξή τους.
Αυτό που έχει σημασία είναι το πώς θα κινηθεί από δω και πέρα τόσο ο Μητσοτάκης όσο και η Νέα Δημοκρατία. Εκτιμώ πως σύντομα θα εκφραστεί (βασικά συμβαίνει ήδη) η πεποίθηση πως το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης οφείλει να συμπορευτεί ανοιχτά με τους διοργανωτές των εν λόγω συλλαλητηρίων, να συμμετάσχει εμπράκτως στην οργάνωσή τους και να τα τιμήσει με την παρουσία όλων των πρωτοκλασάτων στελεχών του. Η λογική αυτή προστάζει πως όταν έχεις εκατό και διακόσιες χιλιάδες πολίτες (οι οποίοι στην πλειοψηφία τους κατοικούν στους διάφορους ορόφους της «Δεξιά Πολυκατοικίας») να διαδηλώνουν με πάθος εναντίον της κυβέρνησης την οποία αντιπολιτεύεσαι δεν είναι δυνατόν να αφήσεις την ευκαιρία να πάει χαμένη. Γίνεσαι ένα με την «πατριωτική» αυτή λαοθάλασσα και κοιτάς να την αξιοποιήσεις.
Μέγα λάθος. Οι λόγοι πολλοί και δεν θα αναφερθώ στην –αδιάφορη σε εσένα, φίλε αναγνώστη- αντίθεσή μου με τα συγκεκριμένα συλλαλητήρια και τις συνθήκες με τις οποίες διεξάγονται.
Η πρόσφατη ιστορία μας έχει διδάξει πως αυτού του είδους οι μαζικές συναθροίσεις σύντομα εκφυλίζονται. Αν την πρώτη μέρα έγιναν αναφορές σε «σωστούς Έλληνες», «γυφτοσκοπιανούς» και «αλήτες, προδότες, πολιτικούς» καταλαβαίνει κανείς τι θα συμβεί στην τρίτη και την τέταρτη εκδήλωση. Ακόμα και οι «Αγανακτισμένοι» είχαν ξεκινήσει τελείως διαφορετικά από το πανηγύρι στο οποίο κατέληξαν. Έχει όφελος η Νέα Δημοκρατία που προσπαθεί εσχάτως να πλασαριστεί ως ένα σύγχρονο και ευρωπαϊκό κεντροδεξιό κόμμα και που βρίσκεται καβάλα στ' άλογο στις δημοσκοπήσεις να ταυτιστεί με ένα (ενδεχόμενο) εθνικιστικό παραλήρημα που θα γιγαντώνεται μέρα με τη μέρα; Επίσης, ο Κυριάκος ψηφίστηκε για συγκεκριμένους λόγους και κυρίως για το φιλελεύθερο και μετριοπαθές προφίλ του. Έτσι άλλωστε κέρδισε και ψήφους από άτομα που δεν ανήκουν στον «συντηρητικό» χώρο. Αν όλοι αυτοί επιθυμούσαν έναν «υπερπατριώτη» πολιτικό στην ηγεσία του βασικού αντιπάλου του ΣΥΡΙΖΑ στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, δόξα τω Θεώ οι άλλες τρεις επιλογές ταίριαζαν περισσότερο. Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το συλλαλητήριο αυτό καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου. Ποιος το διοργάνωσε; Που βρέθηκαν τα χρήματα για να ναυλωθούν σε χρόνο dt εκατοντάδες πούλμαν από όλη την Ελλάδα; Και αν κάποιοι (συνωμοσιολογία alert!) ονειρεύονται ένα κόμμα δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας το οποίο στις επόμενες εκλογές θα ψαλιδίσει τα ποσοστά της όσο χρειάζεται για να γραπώσει ο Τσίπρας την νίκη;
Το στοίχημα λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ξεκινά από δω και πέρα. Θα αντισταθεί στις «σειρήνες» της επίπλαστης ευκολίας που προσφέρουν ο εθνικισμός και ο ψευτοπατριωτισμός των διαφόρων Φραγκούληδων; Ή θα επιλέξει έναν πιο δύσκολο δρόμο που θα βοηθήσει όχι μόνο το κόμμα του αλλά και γενικότερα τη χώρα;