Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων βλέπει το διάλογο και την κατανόηση ως μονόδρομο για την επίλυση των Ελληνοτουρκικών διαφορών. Αυτό αποκάλυψε η δεύτερη έρευνα κοινής γνώμης που πραγματοποιήθηκε σε Ελλάδα και Τουρκία το τρίτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2021. Και αυτή η έρευνα σχεδιάσθηκε με τη συνεργασία της διαΝΕΟσις, του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Istanbul Policy Center (IPC), και έτρεξε από δύο κορυφαίες εταιρείες δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα και την Τουρκία, τη MRB και την KONDA. Θυμίζουμε ότι η πρώτη έρευνα της σειρά αυτής είχε πραγματοποιηθεί το Φεβρουάριο του 2021.
Κάποια στοιχεία από την έρευνα μας βοηθάνε να αντιληφθούμε καλύτερα το κλίμα που επικρατεί στην κοινή γνώμη των δύο χωρών: Η σημαντική πλειονότητα των Ελλήνων και των Τούρκων πολιτών εξακολουθεί να τάσσεται υπέρ της επίλυσης των διμερών διαφορών με ειρηνικά μέσα παρά το τεταμένο κλίμα του τελευταίου χρόνου. Το 62,2% των Ελλήνων και το 57,7% των Τούρκων ερωτηθέντων συμφώνησαν τον Δεκέμβριο με τη θέση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν μέσω του διαλόγου και της κατανόησης.
Την ίδια απάντηση έδωσε τον Φεβρουάριο το 59% των Ελλήνων και το 70% των Τούρκων ερωτηθέντων. Το 70,6% των Ελλήνων και το 57,8% των Τούρκων δήλωσαν τον Δεκέμβριο ότι οι πολίτες της άλλης χώρας είναι γείτονες και πρέπει να βρεθεί τρόπος φιλικής συνύπαρξης μαζί τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά τον Φεβρουάριο ήταν 68% των Ελλήνων και 73% των Τούρκων. Το ποσοστό των Ελλήνων και των Τούρκων που συμφώνησαν με τη θέση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν μόνον με στρατιωτικά μέσα κυμάνθηκε γύρω στο 16% και στις δύο έρευνες.
Αλλά και χωρίς να έχει κανείς υπόψη του αυτές τις έρευνες, μόλις σηκώσει το βλέμμα από την οθόνη και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και κλείσει την τηλεόραση, αυτή είναι η αίσθηση που εισπράττει στο φιλικό του περιβάλλον και στο χώρο εργασίας του. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς παρά να αναρωτηθεί γιατί τα ΜΜΕ έχουν μετατραπεί σε καταφύγιο ενός ρηχού, συνθηματολογικού εθνικισμού που βλέπει παντού «προδοσίες» και εμφανίζεται πανέτοιμο να βάλει την ταμπέλα του «φιλότουρκου» σε όποιον, ιεραρχώντας υψηλότερα όλων το εθνικό συμφέρον, βλέπει καταρχάς θετικά μια συνεννόηση με την Τουρκία εφόσον και η άλλη πλευρά δείχνει ανάλογες διαθέσεις. Πρέπει επίσης να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε γιατί οι διάφορες εμπρηστικές δηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών γίνονται πρώτο θέμα στα ελληνικά ΜΜΕ όταν η τουρκική κοινή γνώμη τις αγνοεί.
Η απόφαση του πρωθυπουργού να συναντηθεί με τον πρόεδρο Ερντογάν εκπέμπει την αυτοπεποίθηση που πρέπει να αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες αφού η χώρα μας είναι η σημαντικότερη και ισχυρότερη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στη συγκυρία του πολέμου στην Ουκρανία κι ενώ η Τουρκία προσπαθεί να παίξει το ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου θα βρεθεί να συναντιέται για να συνομιλήσει με τον πρωθυπουργό της χώρας που από την πρώτη στιγμή, στο θέμα της Ουκρανίας στοιχήθηκε χωρίς περιστροφές και δισταγμούς με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, δηλαδή με τη Δύση. Ο πρόεδρος Ερντογάν την Κυριακή θα συναντηθεί με τη Δύση την οποία από τους Ευρωπαίους ηγέτες εκπροσωπεί και ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Μάλιστα, η απόφαση του πρωθυπουργού να μεταβεί στο Φανάρι είναι και για ένα ακόμα λόγο σημαντική: Είναι μια κίνηση στήριξης προς το Πατριαρχείο που πρώτο διέγνωσε την αδιαλλαξία της Μόσχας και από το 2019 ακόμα πήρε σαφή θέση υπέρ της Ουκρανίας και του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του ουκρανικού λαού. Όσοι παρακολουθούμε τον Τύπο και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έχουμε διαπιστώσει τον πόλεμο που υφίσταται το Πατριαρχείο από τα ρωσικά τρολ και τα ρωσικά δίκτυα προπαγάνδας γι' αυτή του τη στάση.
Αναλυτές που παρακολουθούν επί δεκαετίες τα Ελληνοτουρκικά έχουν εδώ και καιρό προειδοποιήσει ότι η συνεννόηση με την Τουρκία του Ερντογάν μετά την εγκατάλειψη από εκείνον της ευρωπαϊκής της στροφής θα είναι πολύ δύσκολη ή και αδύνατη. Όμως παρ' όλες τις πραγματικές δυσκολίες η Ελλάδα οφείλει να συνεχίσει να πορεύεται σύμφωνα το ρόλο που έχει η ίδια επιλέξει για τον εαυτό της άσχετα από τι κάνει ο καθένας. Κι αυτός είναι ο ρόλος μιας χώρας που σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και ασπάζεται τις δυτικές αξίες τις οποίες και υπερασπίζεται.
Ο πρωθυπουργός να συνεχίσει να αγνοεί τις φωνές που θέλουν μια Ελλάδα φοβική, χωρίς αυτοπεποίθηση, περιθωριακή, απομακρυσμένη από τη Δύση και να επιμένει να εκφράζει τη βούληση της πλειοψηφίας των Ελλήνων, δηλαδή όλων αυτών που εκείνος έπεισε ότι αξίζουν καλύτερα.