Του Γιάννη Παντελάκη
Υπερβολή να λέγεται κάτι τέτοιο. Ο ΔΟΛ έχει πολλούς λόγους για να είναι ευάλωτος και να κινδυνεύει με πτώχευση. Ωστόσο, υπάρχει μια υπόθεση που δεν είναι αβάσιμη. Αν εκείνα τα μυστικά ραντεβού του Ψυχάρη με τον Τσίπρα, όπου ο δεύτερος έψηνε καφέδες στον πρώτο ζητώντας του παράλληλα στήριξη από τα Μέσα του είχαν μια διαφορετική τροπή, ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν σήμερα διαφορετικά. Θα το εξηγήσουμε παρακάτω.
Πάντως, αυτό που έχει τελικά σημασία είναι το αποτέλεσμα. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το αποτέλεσμα αυτό έχει πολλές πιθανότητες να είναι ιδιαίτερα αρνητικό. Αρνητικό αποτέλεσμα στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει πως περισσότεροι από 500 άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους (κάτι που θα λειτουργήσει πιεστικά και για τους υπόλοιπους χιλιάδες εργαζόμενους στον χώρο ακόμα και στον τομέα της έκφρασης - άποψης) και ότι θα περιοριστεί σε πολύ σημαντικό βαθμό η πολυφωνία. Οι απόψεις δηλαδή εκείνες που ακόμα και αν λατρεύουμε να επικρίνουμε, είναι αναγκαίο να ακούγονται για την καλύτερη λειτουργία της Δημοκρατίας.
Η τελευταία αυτή παράμετρος, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, είχε γίνει αποδεκτή ή τουλάχιστον σεβαστή τα παλαιότερα χρόνια και από ένα μέρος του πολιτικού προσωπικού, προφανώς όχι όλο. Πολλοί έδειχναν να κατανοούν αυτή την αναγκαιότητα. Να διαβάζουν δηλαδή ακόμα και γνώμες που τους ενοχλούσαν. Όσο τα χρόνια πέρναγαν, οι πολιτικοί θεώρησαν περισσότερο σημαντική μια διαφορετική αναγκαιότητα. Να μεγεθύνουν τη διαπλοκή τους με τους μιντιάρχες με αμοιβαίο όφελος. Έτσι, σε συνδυασμό με την εμφάνιση νέων Μέσων (ιδιωτική τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο) και υπερσυγκέντρωσης της πληροφόρησης στα χέρια λίγων, ενισχύθηκε σε υπερβολικό βαθμό το τρίγωνο πολιτική-μιντιακή-οικονομική εξουσία στο οποίο οι ευθύνες είναι μοιρασμένες.
Ο ΔΟΛ κινδυνεύει γιατί με αντικειμενικούς όρους αδυνατεί οικονομικά να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του που κυρίως έχουν σχέση με τον υπερβολικό δανεισμό του. Αυτός ο τελευταίος, οφείλεται σε δυο λόγους. Γιατί έπαιρνε δάνεια χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί μελλοντικά στην πληρωμή τους. Και γιατί τα πράγματα και στον χώρο των ΜΜΕ έχουν αλλάξει δραματικά. Ολοένα περισσότεροι εγκαταλείπουν τον γραπτό τύπο, η διαφημιστική πίτα έχει συρρικνωθεί και με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα είναι σχεδόν αδύνατον να πληρωθούν αυτά τα δάνεια που δόθηκαν σε άλλες εποχές.
Η παράμετρος που συνδέει το παρεχόμενο προϊόν με την ανταπόκριση σ'' εκείνους στους οποίους απευθύνεται, αποτελεί ένα τεράστιο ζήτημα που δεν βασανίζει μόνο τα Ελληνικά Μέσα ενημέρωσης. Οι νέες τεχνολογίες προκάλεσαν νέες ανάγκες στις οποίες οι δημοσιογράφοι στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε με επάρκεια. Όταν μπήκαν η ιδιωτική τηλεόραση και ραδιόφωνο στη ζωή μας και οι ειδήσεις μεταδιδόντουσαν άμεσα, οι εφημεριδάδες προσπαθούσαμε να αντιμετωπίσουμε την κυκλοφοριακή κατρακύλα, με υλικές προσφορές. Τα συγκροτήματα τύπου παράλληλα έπαιρναν δάνεια λόγω του προαναφερόμενου τριγώνου διαπλοκής και όλοι ήμασταν ευχαριστημένοι παρότι το τελικό προϊόν που έφτανε στον αναγνώστη δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες του όσο έπρεπε. Το ίδιο συνέβη και όταν το διαδίκτυο άρχισε να μας παίρνει την είδηση μέσα από τα χέρια. Καμία ή ελάχιστες οι προσπάθειες να προσαρμοστεί ο γραπτός τύπος στις νέες ανάγκες. Να εκμεταλλευτεί τον χρόνο για παράδειγμα (που δεν είχαν τα νέα Μέσα) για ουσιαστικές έρευνες, πληρέστερη πληροφόρηση και αναλύσεις.
Η κρίση στον ΔΟΛ, απηχεί σε μεγάλο βαθμό την συνολική κρίση των ΜΜΕ και του τρόπου που αυτά γιγαντώθηκαν. Είναι ένα μέρος της κρίσης της χώρας. Με μια σημαντική διαφορά ωστόσο. Μια είδηση δεν είναι αντίστοιχη ενός οποιουδήποτε παραγόμενου προϊόντος από μια επιχείρηση ο τομέας της οποίας επίσης περνάει κρίση. Η πληροφόρηση, αφορά στην ποιότητα της δημοκρατίας. Όταν κλείνει μια εφημερίδα δεν είναι ισοδύναμο με το κλείσιμο μιας αλυσίδας καταστημάτων που πουλάνε λευκές συσκευές. Ακόμα και αν οι άνεργοι οδηγούνται στο ίδιο αδιέξοδο.
Οι παρενέργειες από το ενδεχόμενο κλείσιμο του ΔΟΛ θα είναι πολύ μεγαλύτερες απ'' ότι φαίνεται από μια πρώτη ανάγνωση. Αρκεί να σκεφτούμε, ποιες εφημερίδες θα παραμείνουν στα μανταλάκια των περιπτέρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -για να έρθουμε στο επίμαχο ερώτημα του τίτλου-δεν κλείνει τον ΔΟΛ. Αυτό που έκανε, είναι να σπρώξει πιο γρήγορα το συγκρότημα προς το αδιέξοδο. Και το έκανε μ'' έναν εντυπωσιακό τρόπο. Επιχείρησε να τον προσεγγίσει και όταν οι σχετικές προσπάθειες δεν απέδωσαν για διάφορους λόγους, τον δαιμονοποίησε. Και αυτό το τελευταίο το κάνει με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο σε διάφορα θέματα. Τώρα για παράδειγμα δαιμονοποιεί τον Σόιμπλε και αφήνει εκτός κάδρου την Μέρκελ! Έχει ανάγκη από έναν εχθρό ακόμα και αν συναλλάσσεται και συμφωνεί μαζί του.
Με τον ΔΟΛ ακολούθησε αυτή την τακτική. Ο Τσίπρας έκανε με τον ιδιοκτήτη του (και όχι μόνο με αυτόν) αρκετές συναντήσεις με στόχο να γείρει το συγκρότημα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Η αμηχανία σε αρκετά πρωτοσέλιδα του συγκροτήματος (κάποιες ημέρες στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ, κάποιες άλλες πάλι όχι), έδειχναν πως πρόκειται για μια σχέση σε δοκιμασία. Την ίδια περίοδο που ο Τσίπρας έκανε συναλλαγές με τους ισχυρούς των ΜΜΕ, έκανε και μεγάλης έντασης καταγγελίες για τη διαπλοκή! Η ανάρμοστη σχέση δεν προχώρησε, ο ΔΟΛ χαρακτηρίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ κάτι σαν το απόλυτο κακό και το τέλος φαίνεται πως ήρθε νωρίτερα.
Θα μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ ν αποτρέψει αυτό το τέλος αν το συγκρότημα ακολουθούσε πιο φιλική σ αυτόν γραμμή και του παρείχε στήριξη; Η απάντηση έρχεται από μια άλλη μικρή ιστορία. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να δημιουργήσει τον καναλάρχη του, ο οποίος έβαζε για υποθήκη προκειμένου να διεκδικήσει μια τηλεοπτική άδεια, μερικά βοσκοτόπια! Άρα ναι, αν ήθελε θα μπορούσε τουλάχιστον να μην σπρώξει ένα μεγάλο συγκρότημα πιο γρήγορα στον γκρεμό, είχε τους τρόπους. Αλλά δεν ήθελε. Η επιλογή του όπως έχει φανεί, είναι να περιορίζονται οι ενοχλητικές φωνές και να ενισχύονται οι φιλικές.
Υ.Σ. Στον χώρο των ΜΜΕ, γίνεται και μια παρεξήγηση. Υπάρχουν κάποιοι-ανάμεσά τους και το σημερινό βασικό κυβερνητικό κόμμα-που θεωρούν πως ένα Μέσο ή θα είναι ολοκληρωτικά φιλικό ή δεν πρέπει να υπάρχει. Αγνοούν ή κάνουν πως αγνοούν πως ένα Μέσο μπορεί να φιλοξενεί πολλές διαφορετικές εκφράσεις. Η πολυφωνία δεν ανήκει στην λογική τους. Μεγάλες υπογραφές, ίσως από τις σημαντικότερες μεταπολιτευτικά, φιλοξενήθηκαν στον ΔΟΛ. Δεν ταυτίστηκαν ωστόσο με την ιδιοκτησία του, όπως δεν ταυτίζεται και η πλειονότητα των δημοσιογράφων που προσπαθούν με έντιμο τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους. Η νοοτροπία αυτής της γενικευμένης και ισοπεδωτικής κριτικής, συνδέεται με τον ολοκληρωτισμό.
Η διαφορά του πολιτικού λόγου (και των πολιτικών) του ΣΥΡΙΖΑ με τους υπόλοιπους, είναι πως χρησιμοποίησαν την δεδομένη διαπλοκή των Μέσων με την οικονομική και πολιτική εξουσία, ως όχημα για να κερδίσουν την εξουσία.