Της Μαρίας Χούκλη
Μπορεί να περάσει ολόκληρη ζωή και να μην δείξεις ποιος πραγματικά είσαι. Μπορεί όμως, εντελώς τυχαία, σε σκηνικό που έστησαν άλλοι, να αποκαλυφθεί ότι μέσα στο στήθος σου δεν υπάρχει καρδιά. Ότι είσαι χαλασμένος, φτιαγμένος από σκάρτο υλικό.
Πώς γίνεται να βλέπεις έγκλημα σε εξέλιξη και να φωνάξεις «Κάψτε τους»;
Πώς γίνεται να βλέπεις ανθρώπους να κινδυνεύουν και να κραυγάζεις «Να καείτε»;
Πώς γίνεται να κλείνεις τα αυτιά όταν ακούς εκκλήσεις για βοήθεια και το μόνο που έχεις να πεις είναι «Καλά να πάθετε, απεργοσπάστες»;
Τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ξεστόμισμα αυτής της λέξης. Όχι ένα, ούτε πεντακόσια μνημόνια. Καμία οργή, κανένα αίσθημα ματαίωσης της ζωής σου, καμία δυσκολία, καμία πίκρα, τίποτα και καμία συγκυρία δεν συγχωρεί να πεις το «Σταύρωσον αυτούς» . Καμία κοινωνικο-πολιτική ανάλυση δεν μπορεί να αποτελέσει φύλο συκής.
Μόνον αν είσαι φασίστας και ναζιστής, με προβιά εξεγερμένου πολίτη. Άιχμαν που υποδύεσαι το ανθρωπάκι της διπλανής πόρτας προκειμένου να σωθείς με την εξήγηση της «κοινοτοπίας του κακού». Να κρυφτείς πίσω από το «ο όφις με ηπάτησε», να ρίξεις την ευθύνη στους άλλους ότι δήθεν σε παρέσυραν, να αυτό-εξαπατηθείς ότι είσαι αθώος του αίματος τριών ανθρώπων και ενός εμβρύου. Δήμιοι σε αναστολή. Αρνητές του άλλου, σκοτεινές ψυχές που ανασαίνουν με τον αφανισμό του απέναντι. Δεν χρειάζεται να πετάξεις αναμμένο δαδί.
Ανατρέχω στο «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» που έγραψε ο Αυστροεβραίος στοχαστής Jean Amery (αναγραμματισμός του Hanns Mayer) για όσα έζησε στο Άουσβιτς, το Μπούχενβαλντ και το Μπέργκεν – Μπέλζεν, για την ευθύνη όσων έβλεπαν, άκουγαν, μύριζαν. «…Ήξεραν με απόλυτη ακρίβεια τι συνέβαινε γύρω τους και τι συνέβαινε σε εμάς, διότι όπως εμείς, γεύονταν και αυτοί τη μυρωδιά της καμένης σάρκας από το γειτονικό στρατόπεδο εξόντωσης, ενώ κάποιοι μάλιστα φορούσαν ρούχα τα οποία είχαν αφαιρεθεί την προηγούμενη μέρα από τα νεοφερμένα θύματα στις αποβάθρες διαλογής. Όλοι τους θεωρούσαν ότι τα πάντα λειτουργούσαν με απόλυτη τάξη και βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως αν εκείνη την εποχή, το 1943, καλούνταν να προσέλθουν στις κάλπες θα υπερψήφιζαν τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του. Εργάτες, μικροαστοί, ακαδημαϊκοί…δεν υπήρχε καμιά διαφορά.
«Ό,τι έγινε, έγινε» θα πουν ορισμένοι. Όχι, λέει ο Amery. Θεωρεί ανήθικες τις έννοιες συγχώρηση και λήθη όταν επιβάλλονται με το ζόρι από την κοινωνία.
Κανονικά στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού πρέπει να καθίσουν και όλοι όσοι παρέλασαν μπροστά από το «κρεματόριο» της Σταδίου, γέλασαν χαιρέκακα και έσκουξαν το αδιανόητο «Να καείτε».
Πρέπει και αυτοί να δικαστούν με την κατηγορία του hostis humani generis.