Του Γιάννη Παντελάκη
Ο υπουργός Τσακαλώτος ανησυχεί πως οι ακροδεξιοί λαϊκιστές θα συνεχίσουν να κερδίζουν έδαφος στην Ευρώπη και το αποδίδει κατά βάση στις μονεταριστικές πολιτικές που ακολουθούνται. Ο υπουργός Τσακαλώτος δεν ανησυχεί που συγκυβερνά με ακροδεξιούς λαϊκιστές, που το κόμμα του χρησιμοποιεί το λαϊκισμό για να πετυχαίνει μεγαλύτερη πρόσβαση στην κοινωνία και που στελέχη της κυβέρνησης ξεπλένουν το νεοναζιστικό μόρφωμα της χρυσής Αυγής. Ο Τσακαλώτος βλέπει με το ένα μάτι την αλήθεια.
Υπάρχει μια όχι τόσο παλιά φωτογραφία (2011) στην οποία γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι που βρίσκεται σε κεντρική πλατεία, εικονίζονται σημερινά κυβερνητικά στελέχη (Τσακαλώτος, Κατρούγκαλος κ.α.), οι οποίοι τότε κατήγγειλαν τα μνημόνια με μια ρητορική η οποία δεν απήχε πολύ από εκείνη της διπλανής πλατείας των αγανακτισμένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για την ακρίβεια ένα μεγάλο κομμάτι του, ενεργοποίησε την κοινωνική βάση της αριστεράς χρησιμοποιώντας την ατζέντα του μίσους, του άκριτου καταγγελτικού λόγου, την εθνική θυματοποίηση, την συνωμοσιολογία, τον αντιγερμανισμό και την στοχοποίηση προσώπων και όχι πολιτικών. Ένα κομμάτι της αριστεράς -κυρίως νέες ηλικίες- κινητοποιήθηκε και αντέδρασε στην επικράτηση της ελεύθερης αγοράς, όχι με όρους πολιτικούς και αναφορές μιας εναλλακτικής (ή έστω την αναζήτηση αυτής) πρότασης, αλλά με όρους μίσους και όχι πολιτικής αντιπαράθεσης.
Η προσέγγιση με τέτοιες λογικές αποτυπώθηκε και σε κυβερνητικό επίπεδο όταν αποδείχτηκε πως ιδανικός συνεργάτης για να συμπληρωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία κρίθηκε ο Καμμένος και το κόμμα του. Η συνεργασία μαζί τους, δεν ήταν προϊόν κάποιων διεργασιών που έγιναν τον Ιανουάριο του 2015 όταν διαπιστώθηκε η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η συνεργασία είχε προαποφασιστεί από τον Τσίπρα και την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αρκετά πριν τις εκλογές. Ήταν σαν έτοιμη από καιρό, που θα έλεγε και ο ποιητής. Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερη σκέψη.
Ο χρόνος που κύλησε έδειξε πως τα δυο κόμματα ταίριαξαν και αυτό έδινε μια μεγάλη πολιτική νομιμοποιητική βάση στους ΑΝΕΛ και τη ρητορική τους. Βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαν αναστολές να χειροκροτούν τον Καμμένο όταν έκανε χυδαίου τύπου αναφορές (στα τέσσερα) από το βήμα της Βουλής, ο ίδιος ο Τσίπρας γέλαγε με ικανοποίηση και όλα έδειχναν πως μια νέα πολιτική οικογένεια είχε βρει το δρόμο της. Η κοινωνία και ιδιαίτερα εκείνο το κομμάτι της που είχε ενεργοποιηθεί στο όνομα της αριστεράς, τα θεωρούσε όλα αυτά πια φυσιολογικά.
Βουλευτές και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, βοήθησαν να ξεπλυθεί κατά έναν τρόπο ακόμα και το νεοναζιστικό μόρφωμα με κοινές παρουσίες εθνικολαικιστικού περιεχομένου σε ακριτικά νησιά. Πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ θεώρησε πως μπορεί να υπάρχει και σοβαρή Χρυσή Αυγή. Η δίκη των μελών της καρκινοβατεί και δεν προχωρά, δεν έχουμε δει σοβαρές προσπάθειες να επιταχυνθούν οι διαδικασίες.
Ένας κυρίαρχος λόγος για τον οποίο αποκτούν ισχυρή πρόσβαση στην Ευρώπη οι ακροδεξιοί, είναι αυτός που συνδέεται με την προώθηση φοβικών συνδρόμων για τους πρόσφυγες και μετανάστες. Η ακροδεξιά καλλιεργεί αυτή την ατζέντα, εκμεταλλεύεται το τεράστιο πρόβλημα και ενισχύεται. Αν ο Τσακαλώτος έβρισκε λίγο χρόνο, θα διαπίστωνε πως η κυβέρνησή του έχει αποτύχει και στον τομέα αυτό. Οι πρόσφυγες βιώνουν ασφυκτικές συνθήκες, ακροδεξιά στοιχεία σε τοπικές κοινωνίες εκμεταλλεύονται το ζήτημα και η έκφραση φαινομένων ρατσισμού ολοένα και πολλαπλασιάζονται. Όλα αυτά συμβαίνουν, όχι επειδή το κράτος αδυνατεί να στηρίξει οικονομικά τους ανθρώπους που ξέμειναν στη χώρα μας, το σχετικό κόστος το καλύπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα αυτά συμβαίνουν για λόγους αδιαφορίας και ανικανότητας.