Η Λευκορωσία του Α. Λουκασένκο, αποτελεί περίπτωση χώρας στην καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου, με μοναδικά χαρακτηριστικά, που αναφέρονται τόσο στο μονολιθικό και αυταρχικό καθεστώς της, όσο και στις σχέσεις εξάρτησης με τον εξ ανατολών γείτονα της, δηλαδή τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Το γεγονός της λευκορωσικής αυτής ιδιομορφίας, τα τελευταία ιδίως χρόνια, συγκέντρωσε την προσοχή της Δύσης, όχι τόσο ως χώρα με χαρακτηριστική ανελευθερία που περιστοιχίζεται από άλλες που στη διαδικασία μετάβασης (αν και υστερούσες σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη), κατάφεραν να παγιώσουν την αντιπροσωπευτικότητα στο πολιτικό τους σύστημα και να σημειώσουν σημαντική πρόοδο στο επίπεδο δημοκρατικότητας, αλλά, σαν τη μοναδική χώρα με τόσο ευρύ πλέγμα εξάρτησης από τη γειτονική Ρωσία.
Οι εθνοτικοί και γλωσσικοί δεσμοί με την τελευταία, είναι αναμφισβήτητοι, αλλά δεν επαρκούν για να εξηγήσουν το εύρος των σχέσεων μεταξύ των δυο χωρών.
Με ένα μεγάλο βαθμό απλούστευσης, και οι δυο πλευρές «χρειάζονται η μια την άλλη», κάτι που σημαίνει πως η επιβίωση του καθεστώτος Λουκασένκο είναι συνυφασμένη με την -όπως γίνεται αντιληπτή από τη ρωσική πλευρά- ασφάλεια της μεγάλης εξ ανατολών Ευρασιατικής δύναμης.
Κατά την ερμηνεία των Ρώσων ιθυνόντων, με δεδομένη την πρόθεση της Δύσης να απωθήσει έτι περισσότερο ανατολικότερα τη Ρωσία -κάτι που καθίσταται για τους ίδιους προφανές και στην ουκρανική περίπτωση- η Λευκορωσία καθίσταται «ακροτελεύτια» γραμμή άμυνας έναντι της δυτικής επιθετικότητας.
Προ των εκλογών του 2020 στη Λευκορωσία, ο Λουκασένκο προσπάθησε επικοινωνιακά να καλλιεργήσει μια «μίνι κρίση» με τη Ρωσική Ομοσπονδία και τον Β. Πούτιν προσωπικά, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι χωρίς τη στήριξη του τελευταίου, οι ημέρες του στην εξουσία θα είχαν ήδη εξαντληθεί. Παράλληλα επιχείρησε -τουλάχιστον διακηρυκτικά- να αμβλύνει την αντιπαράθεση του με τη Δύση, φθάνοντας στο σημείο του να υπονοήσει συνολικό αναπροσανατολισμό της χώρας του.
Το ερώτημα που προκύπτει, με την ασυνήθιστη ενέργεια των Λευκορωσικών αρχών να προβούν σε πράξη, κατ’ ουσίαν «κρατικής αεροπειρατείας», είναι αν αυτές -και ο ίδιος ο Λουκασένκο- θεώρησαν την απειλή που αντιπροσωπεύει ο νεαρός Λευκορώσος δημοσιογράφος (στις σχέσεις του και με την επικεφαλής της αντιπολίτευσης Σ. Τσιχανούσκαϊα), ως «υπαρκτό και επείγοντα κίνδυνο», ώστε να αγνοήσουν τις αντιδράσεις από πλευράς Δύσεως που εμφανώς έπονται.
Η ΕΕ μόλις προ ολίγων ημερών είχε παρατείνει την ισχύ των οικονομικών κυρώσεων που είχε εφαρμόσει, και πλέον είναι μάλλον αναπόφευκτη η λήψη περαιτέρω μέτρων προς την ίδια κατεύθυνση. Το ίδιο διαφαίνεται και στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου και βεβαίως των Ηνωμένων Πολιτειών.
Διαφαίνεται πως η λευκορωσική πλευρά, κάνοντας τη δική της ανάλυσης “cost/benefit” (ήτοι κερδών/απωλειών) εκτίμησε πως το «μείζον» είναι, ότι η δράση προσώπων που μέσω της επίκλησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σωρευτικά οδηγεί αναπόδραστα στη διάβρωση του καθεστώτος, ενώ το «έλασσον», δηλαδή τα αποτελέσματα των επιπλέον κυρώσεων, μπορεί σε βάθος χρόνου, να καταστεί «διαχειρίσιμο».
Το ίδιο ως αντίληψη φαίνεται να ενστερνίζεται και ο Β. Πούτιν, του οποίου δε διαφεύγει ότι η έμφαση που έδωσε ιστορικά η Δύση στα ανθρώπινα δικαιώματα (ήδη από το 1975 με τις Συνθήκες του Ελσίνκι και τα κεφαλαιώδους σημασίας σημεία VII (7) και VIII (8) συντέλεσαν καθοριστικά στην αποδόμηση και τελική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης 16 χρόνια μετά.
Την αντίληψη αυτή για τη ρωσική πλευρά επιβεβαιώνει και η επιμονή της Δύσης στην περίπτωση Α. Ναβάλνι και βεβαίως η εχθρότητα-αντιρωσική εμμονή που εκφράζουν κύκλοι ιδιαίτερα στις Η.Π.Α.
Σαφές δείγμα, του προς τα πού θα κινηθούν οι σχέσεις Ρωσίας-Δύσεως, θα υπάρξει με την ακόμη απροσδιόριστη συνάντηση κορυφής μεταξύ Μπάϊντεν-Πούτιν.
Η Λευκορωσία υπ’ αυτή την έννοια, ιδίως μετά το περιστατικό της Ryanair, θα αποτελέσει τον «ανεμοδείκτη». Είναι ασφαλές να συμπεράνει κανείς πως ο ίδιος ο Α. Λουκασένκο, αν και διαθέτει αρκετά μέσα στο πολιτικό του οπλοστάσιο, δεν είναι πρόσωπο "sine qua non" (εκ των ων ουκ άνευ), χωρίς το οποίο δε θα μπορούσε να επέλθει μια νέα ισορροπία στις σχέσεις Δύσεως-Ρωσίας.
Εξίσου ασφαλές όμως να εικασθεί είναι ότι, οι επιπρόσθετες κυρώσεις που θα ληφθούν κατά της Λευκορωσίας, δε θα αποδώσουν σύντομα αποτελέσματα, λαμβανομένου υπόψη επί παραδείγματι, πως η χώρα επλήγη αρκετά λιγότερο από τις συνέπειες της κρίσης που επέφερε η πανδημία και αν και η λευκορωσική κοινωνία δε θα χαρακτηρίζονταν ως ευημερούσα, κάποιοι οικονομικοί δείκτες της επιτρέπουν συγκρατημένη αισιοδοξία από πλευράς Λουκασένκο.
Αν οι επικείμενες κυρώσεις από πλευράς ΕΕ για μια ακόμη φορά στοχεύσουν σε πρόσωπα και δε λάβουν χαρακτήρα συγκροτημένου οικονομικού μποϋκοτάζ, ο Πρόεδρος της Λευκορωσίας, μπορεί να επιχειρήσει κάτι παρόμοιο και στο μέλλον, πολύ απλά, «γιατί μπορεί».
Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή οι κυρώσεις «δαγκώνουν», λίγα στο πεδίο της οικονομίας μπορεί να προσφέρει η Ρωσική Ομοσπονδία, που αντιμετωπίζει κι αυτή τα δικά της προβλήματα.
* Ο Δρ. Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Διδάσκων στο Τμήμα ΔΕΠΣ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο