Tου Γιώργου Καραμπελιά*
Θεωρείται μάλλον προφανές ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών οι επερχόμενες εκλογές θα προσλάβουν τον χαρακτήρα ενός δημοψηφίσματος σχετικά με το μεταναστευτικό ζήτημα.
Εξάλλου, και οι κλασικές χώρες εισόδου των μεταναστών και των προσφύγων ακολουθούν πλέον μια περιοριστική πολιτική.
Χαρακτηριστικές είναι οι εξελίξεις στη μέχρι πριν μερικά χρόνια μεταναστευτικά «φιλελεύθερη» Νότια Ευρώπη.
Στην Ιταλία έχει επιβληθεί, από την κυβέρνηση των «Πέντε αστέρων» και της Λέγκας, απαγόρευση εισόδου όχι μόνο στους παράνομους μετανάστες αλλά ακόμα και στους πρόσφυγες.
Η Ισπανία, που στο παρελθόν είχε μία πολιτική χαλαρότητας απέναντι στην βορειο-αφρικανική μετανάστευση και τους πρόσφυγες, μετά την εκτίναξη του φιλο-φρανκικού Vox, μετακινείται με τη σειρά της προς μια αυστηρότερη πολιτική.
Στη Γαλλία, που παραμένει πάντοτε το μεγάλο πολιτικό εργαστήρι της Ευρώπης, παρά τους υψηλούς τόνους του Μακρόν εναντίον του Όρμπαν και του «ακροδεξιού λαϊκισμού», τα σύνορα γίνονται όλο και πιο δυσκολοδιάβατα στην πραγματικότητα. Εξάλλου, η αστυνομία, ενίοτε με πολύ βίαιες μεθόδους, διαλύει τα στρατόπεδα των παράνομων μεταναστών. Ο Εθνικός Συναγερμός της Μαρίν Λεπέν και τα υπόλοιπα κόμματα της «λαϊκιστικής δεξιάς» συγκεντρώνουν το 30% των ψήφων στις δημοσκοπήσεις για τις Ευρωεκλογές? και το άλλοτε ηγεμονικό κόμμα της γαλλικής κεντροδεξιάς, οι Ρεπουμπλικανοί του Σαρκοζί και του Φιγιόν, έχουν περιοριστεί σε λιγότερο από το 15% των εκλογικών προτιμήσεων, παρότι έχουν υιοθετήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ατζέντα της Λεπέν ώστε να αποφύγουν περαιτέρω συρρίκνωση.
Όσο για την κεντρική και τη βόρεια Ευρώπη – που στο παρελθόν ήταν κατ' εξοχήν χώρες προορισμού προσφύγων και παράνομων μεταναστών–, στη μια χώρα μετά την άλλη, κλείνουν οι πύλες εισόδου, κάτω από την αυξανόμενη πολιτική πίεση των αντι-μεταναστευτικών κομμάτων. Αυτά σε πολλές χώρες έχουν καταλάβει ήδη την πολιτική εξουσία, όπως στην Αυστρία, την Ουγγαρία του Όρμπαν, ή τη Σλοβακία και την Πολωνία ενώ ακόμα και οι πιο φιλικές προς τη μετανάστευση χώρες, όπως οι Σκανδιναβικές, και η Γερμανία –η τελευταία κάτω από την πίεση του AfD– εγκαταλείπουν την πολιτική των χαλαρών συνόρων.
Και όμως, την ίδια στιγμή, η χώρα που αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα από την παράνομη μετανάστευση και το προσφυγικό ζήτημα, η Ελλάδα, έχει μεταβληθεί στο τελευταίο hot spot της Ευρώπης, μια και όλοι οι άλλοι έχουν κλείσει τα σύνορά τους.
Και όμως, όπως τονίσαμε σε πρόσφατο άρθρο μας στο Liberal («Η μεγάλη Αντικατάσταση», 25 Απριλίου 2019), το μεταναστευτικό ζήτημα στην Ελλάδα, μια χώρα που βρίσκεται στα σύνορα Ανατολής και Δύσης, που συρρικνώνεται πληθυσμιακά και απειλείται από μία ισλαμική χώρα, όπως η Τουρκία, δεν αποτελεί απλά ανθρωπιστικό ζήτημα. Αποτελεί πρωτίστως πρόβλημα εθνικής συνοχής ενώ έχει και ευρύτερες γεωπολιτικές διαστάσεις.
Εντούτοις, το πολιτικό και μιντιακό σύστημα αγνοεί ή αποκρύβει επιδεικτικά το ζήτημα, παρότι, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, αντίθετα, οι Έλληνες πολίτες, με πολύ υψηλά, πλειοψηφικά ποσοστά, δείχνουν να αντιλαμβάνονται την τεράστια σημασία του θέματος.
Και όμως όλοι γνωρίζουν πως το θέμα έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις σε όλη τη χώρα –ιδιαίτερα στην Αθήνα και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου– και οδηγεί σταδιακά στην εκδίωξη των Ελλήνων πολιτών? έτσι, ένα μεγάλο μέρος του κέντρου της πόλης μεταβάλλεται σε γκέτο.
Στην Αθήνα, επί δημαρχίας Καμίνη, το ζήτημα επιδεινώθηκε δραματικά, μια και ο δήμος εγκατέλειψε τη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος στις ΜΚΟ (ο ίδιος επαίρεται ότι έχει εγκαταστήσει 93 ΜΚΟ στην Αθήνα) και... στη Χρυσή Αυγή, που εμφανίζεται ως η μοναδική δύναμη που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα των Ελλήνων πολιτών που ζουν στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας.
Χτυπητό παράδειγμα αδιαφορίας, που φθάνει σε βαθμό αναισθησίας, προσφέρουν οι συστημικοί υποψήφιοι για τον δήμο της Αθήνας, που αποφεύγουν να αναφερθούν στο «μεταναστευτικό», αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στη Χρυσή Αυγή και τον Κασιδιάρη. Χαρακτηριστικά, στις 2 Μαΐου, σε συζήτηση δυόμισι ωρών, που οργάνωσε ο τηλεοπτικός σταθμός Open με την Έλλη Στάη, για τον δήμο της Αθήνας, με τη συμμετοχή των υποψηφίων δημάρχων των τεσσάρων κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ), δεν ακούστηκε καν η απαγορευμένη λέξη «μετανάστευση». Αλλά το ζήτημα δεν αποσιωπήθηκε μόνο από τους Ηλιόπουλο, Μπακογιάννη, Γερουλάνο και Σοφιανό, αλλά και από την παρουσιάστρια, όσο και από τους επιλεγμένους πολίτες που συμμετείχαν στη συζήτηση.
Αυτή η «παράλειψη», του σημαντικότερου ίσως προβλήματος μιας απο-εθνικοποιούμενης Αθήνας, από τους προβληματισμούς και τις αποστειρωμένες συζητήσεις που διεξάγει το συστημικό πολιτικό κατεστημένο, αποτελεί βούτυρο στο ψωμί της Χρυσής Αυγής. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή, με υποψήφιο τον Μιχαλολιάκο, εκτινάχθηκε, αρχικώς στην Αθήνα, εξαιτίας του Αγίου Παντελεήμονα, ενώ στις γειτονιές του κέντρου διατηρεί τα υψηλά ποσοστά της.
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι εάν οι δυνάμεις, που έχουν αναλάβει το ηροστράτειο έργο της καταστροφής της Ελλάδας, είχαν τολμήσει να προσεγγίσουν το ζήτημα με έναν δημοκρατικό και αποφασιστικό τρόπο, η κατάσταση δεν θα είχε οδηγηθεί στο σημερινό απελπιστικό επίπεδο, ούτε θα μπορούσαν οι Νεαντερτάλειοι να εμφανίζονται ως εκπρόσωποι του πατριωτισμού και των συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών! Είναι ο κυρίαρχος συστημικός εθνομηδενισμός, και η υποταγή στις παχυλά αμειβόμενες ΜΚΟ, που εκτρέφει και συντηρεί τους Ναζί.
Οι οποίοι είναι εξάλλου πολλαπλά χρήσιμοι διότι επιτρέπουν, με τη σειρά τους, στους εθνομηδενιστές να εμφανίζουν την απεμπόληση του πατριωτισμού ως «δημοκρατική ευαισθησία». Γι' αυτό εξάλλου η χρήσιμη Χρυσή Αυγή συντηρείται επί τόσα χρόνια, και στα δικαστήρια, ως μπαμπούλας και σκιάχτρο. Εθνομηδενιστές και φασίστες αποτελούν ένα αξεχώριστο δίπολο και ο εθνομηδενισμός είναι ο κατ' εξοχήν σπόνσορας του ναζισμού.
Γι' αυτό και αποτελεί επιτακτική ανάγκη να διαμορφωθεί στην Ελλάδα ένα ισχυρό μέτωπο του δημοκρατικού πατριωτισμού, που δεν θα περιοριστεί στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας αλλά θα κατανοήσει πως, εξ ίσου σοβαρά, αν όχι και περισσότερο, είναι τα εσωτερικά εθνικά θέματα, όπως το δημογραφικό, η παραγωγική ανασυγκρότηση, η φυγή των νέων, το μεταναστευτικό.
Μόνο μια τέτοια πολιτική –που θα πρέπει αποκτήσει και διακομματικές διαστάσεις– θα αρχίσει να αναστρέφει το μεγάλο κύμα της παρακμής και, παρεμπιπτόντως, θα περιορίσει και πάλι τους ναζί στις πραγματικές τους διαστάσεις, ενός περιθωριακού γκρουπούσκουλου.
ΥΓ. Δεν θα επαναλάβω εδώ τις συγκεκριμένες προτάσεις μου για την αντιμετώπιση του ζητήματος, που ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί ανατρέχοντας στο προαναφερθέν άρθρο μου.
*O κ. Γιώργος Καραμπελιάς είναι επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην» και υποψήφιος δήμαρχος Αθήνας