Ο απελθών πια Ντόναλντ Τραμπ συμπεριφέρθηκε ως Πρόεδρος των ΗΠΑ ακριβώς όπως ήλπιζαν οι φανατικοί του οπαδοί και ανησυχούσαν όλοι οι υπόλοιποι. Θεωρώντας ότι οι θεσμοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά εμπόδια στην πραγματοποίηση της πολιτικής του βούλησης, τα έβαλε μαζί τους με κάθε ευκαιρία. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη αμερικανική ιστορία ένας Πρόεδρος έδειξε τόσο έντονα και τόσο επίμονα αδιαφορία, περιφρόνηση αλλά και ανοιχτή εχθρότητα ως προς τους κανόνες του παιχνιδιού, γραπτούς και άγραφους.
Αυτή η στάση απέναντι στους θεσμούς είναι το ένα από τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του λαϊκισμού. Τα άλλα δύο είναι η προβολή μιας διαίρεσης της κοινωνίας στις δύο πάνω-κάτω ομοιογενείς ομάδες της “ελίτ” και “λαού”, και η αξίωση ότι ο πολιτικός ηγέτης επικοινωνεί απευθείας με τον “λαό” και τον εκφράζει αυθεντικά. Ο Τραμπ στα τέσσερα χρόνια της προεδρικής του θητείας τσέκαρε εμφατικά και τα τρία αυτά κουτάκια.
Προφανώς όμως η περιφρόνηση προς τους θεσμούς είναι το χειρότερο από τα τρια αυτά. Κι αυτό γιατί, ανεξαρτήτως των επιμέρους προθέσεων του εκάστοτε λαϊκιστή πολιτικού, οι θεσμοί της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και ιδίως αυτοί που αφορούν τη διάκριση των εξουσιών και την ομαλή εναλλαγή των φορέων της εξουσίας, είναι η προϋπόθεση όχι απλώς της νομιμοποίησης της αντιπροσωπευτικότητας, αλλά και της επιτέλεσης του λόγου ύπαρξης του δημοκρατικού πολιτεύματος - δηλαδή, της σύνθεσης και της διαφύλαξης της ελευθερίας των πολιτών από εξωτερικούς και εγχώριους εχθρούς.
Ο Τραμπ προσπάθησε επίμονα να δυναμιτίσει αυτά τα θεμέλια του αμερικανικού πολιτεύματος - με τελευταία βεβαίως πράξη τη γκροτέσκα εισβολή οπαδών του στο Καπιτώλιο. Κι όμως, η αμερικανική δημοκρατία άντεξε ακόμη κι αυτή την επίθεση από τον ίδιο τον επικεφαλής της. Κι αυτό είναι η καλύτερη, η πιο αδιαμφισβήτητη απόδειξη της ευρωστίας της.
Βεβαίως, το ιδανικό για κάθε δημοκρατική πολιτεία είναι οι πολίτες να μην επιλέγουν με την ψήφο τους υποψηφίους που είναι διατεθειμένοι να αμφισβητήσουν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές. Όμως, όταν αυτό συμβαίνει, και ιδιαίτερα όταν συμβαίνει στα υψηλότερα πολιτικά και πολιτειακά αξιώματα, τότε πραγματικά δοκιμάζεται το λογισμικό του πολιτεύματος -όχι μόνο τα όσα καταγράφονται στο εκάστοτε Σύνταγμα, αλλά και τα όσα είναι εγγεγραμμένα με άρρητο αλλά ανεξίτηλο τρόπο στο νου και την καρδιά των πολιτών και σε αιώνες πολιτικής πρακτικής και νοοτροπίας.
Η εκλογή και διακυβέρνηση Τραμπ δεν ήταν η πιο περήφανη στιγμή της αμερικανικής ιστορίας. Όμως το γεγονός ότι, απ’ ό,τι τουλάχιστον φαίνεται, οι ΗΠΑ βγαίνουν θεσμικά αλώβητες από αυτή την ιστορία είναι μια μεγάλη νίκη τόσο για τη διορατικότητα των Ιδρυτικών Πατέρων του αμερικανικού έθνους, όσο και για τους άνδρες και τις γυναίκες που με τη ζωή και το έργο τους επέτρεψαν στ’ αυτό το δέντρο της ελευθερίας να αποκτήσει γερές και βαθιές ρίζες.
Πλέον, τον λόγο έχει ο Πρόεδρος Μπάιντεν: για να επουλώσει τις πληγές, να ενώσει μια βαθιά διχασμένη κοινωνία, και βεβαίως, να μην επιτρέψει στις πολύ υπαρκτές και ηχηρές ακραίες φωνές της δικής του παράταξης να κάνουν κάτι αντίστοιχο με αυτό που συνέβη τα τελευταία χρόνια στους Ρεπουμπλικανούς - από την ανάποδη αυτή τη φορά.