Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η δεκαετία των 2020s είναι καθοριστικής σημασίας για το μέλλον της Ελλάδας. Οι προκλήσεις που αφήνει πίσω της η προηγούμενη δεκαετία είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες από ότι στο παρελθόν αλλά και οι ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται είναι εξίσου μεγάλες.
Ας μη γελιόμαστε, η Ελλάδα θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να ξαναφτάσει στα προ-κρίσης επίπεδα ευημερίας. Χάσαμε 25% του ΑΕΠ μας, εκατοντάδες χιλιάδες μυαλά και το χρέος μας παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία χώρα που δεν είναι μαθημένη στη δυναμική λειτουργία της αγοράς, έχει ακόμα πολλές οικονομικές και πολιτικές αγκυλώσεις και μία ηλικιακή κατανομή που δεν εμπνέει αισιοδοξία για το μέλλον.
Η στρατηγική που εφάρμοσε φέτος η κυβέρνηση, του παγώματος των δαπανών, είναι μία στρατηγική που σε βάθος δεκαετίας μπορεί να αποδώσει θεαματικά αποτελέσματα αν συνεχιστούν οι ρυθμοί ανάπτυξης. Σε ένα υποθετικό σενάριο όπου θα είχαμε μεσοσταθμικό ρυθμό ανάπτυξης 1,5% ετησίως, η διατήρηση των κρατικών δαπανών στα σημερινά επίπεδα θα σήμαινε ότι στο τέλος της δεκαετίας που ξεκίνησε το μέγεθος του κράτους σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία θα είχε μικρύνει κατά 14%. Αυτός είναι και ο λόγος που κάθε οικονομικά φιλελεύθερος θα πρέπει να πανηγυρίζει σε κάθε κατάθεση προϋπολογισμού που δεν αυξάνει τα έξοδα του κράτους. Θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πιο γρήγορα με περικοπές; Φυσικά. Όμως αυτές έχουν πολιτικό κόστος που ακόμα και σήμερα μοιάζει απαγορευτικό (δυστυχώς) για τις κυβερνήσεις μας.
Η ανάκτηση του χαμένου πλούτου των 2010s είναι πιο δύσκολο πρότζεκτ. Εκεί δεν αρκεί η δημοσιονομική πειθαρχία αλλά χρειάζονται πολιτικές που να ευνοούν την οικονομική ανάπτυξη. Η συνταγή δεν είναι άγνωστη. Ισχυρό κράτος δικαίου, ελεύθερη αγορά και ελεύθερο εμπόριο είναι σε γενικές γραμμές οι τρεις πυλώνες που όπου εφαρμόστηκαν έφεραν εκπληκτικά αποτελέσματα. Το πρόβλημα είναι ότι οι στόχοι αυτοί φέρνουν μαζί τους πολιτικές αναταραχές καθώς ξεβολεύουν όλες τις ομάδες συμφερόντων που είναι ικανοποιημένες με το status quo. Εδώ θα φανεί πόσο μεταρρυθμιστής θα υπάρξει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η παρούσα κυβέρνηση. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και ο τρόπος που αυτοί θα επιτευχθούν, θα καθορίσουν το πόσο γρήγορα θα καλύψουμε τη ζημιά της χρεοκοπίας.
Ο τρίτος παράγοντας, αυτός του brain drain και της δημογραφικής κρίσης πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν πρόκειται να λυθεί άμεσα. Αν είναι μία φορά δύσκολο να φύγει κάποιος από τη χώρα του και να πάει σε μία πιο προηγμένη για να επιδιώξει μια καλύτερη ζωή, είναι χίλιες φορές πιο δύσκολο να αφήσει μία προηγμένη χώρα για να επιστρέψει (πιστέψτε με, έχω κάνει και τις δύο διαδρομές). Ομοίως, σε μία χώρα που έχει σοβαρό θέμα υπογεννητικότητας, είναι αδύνατο ως δια μαγείας να αρχίσουν ξαφνικά οι πολίτες να αναπαράγονται με μεγαλύτερη ταχύτητα χωρίς να μεσολαβήσει κάποιο σημαντικό γεγονός. Και για τα δύο αυτά θέματα η Ελλάδα πρέπει να «παίξει άμυνα», θωρακίζοντας το κράτος και την οικονομία από τις αρνητικές τους συνέπειες και δημιουργώντας μακροπρόθεσμες προοπτικές για την αντιστροφή τους.
Για παράδειγμα, πριν αρχίσουμε να ελπίζουμε ότι θα γυρίσουν οι ξενιτεμένοι της κρίσης, πρέπει να φροντίσουμε να μειωθεί ο αριθμός των ταλαντούχων νέων που ακόμα ξενιτεύονται. Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο, μέσω της απελευθέρωσης της παιδείας από τα κρατικά δεσμά αλλά και τη μείωση της φορολογίας, είναι μονόδρομος για τη χώρα. Για το δημογραφικό, παίζουμε άμυνα θα πει ότι τακτοποιούμε τα οικονομικά των ασφαλιστικών ταμείων έγκαιρα και υπεύθυνα, αυξάνουμε τις ασφαλιστικές επιλογές και εξορθολογούμε το συνταξιοδοτικό σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Επίσης, κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά αν ο στόχος του να προσελκύσουμε νέες και νέους μετανάστες είναι πιο ρεαλιστικός από το να ελπίζουμε ότι οι ξενιτεμένοι της κρίσης θα παρατήσουν τις καλύτερες συνθήκες που βρήκαν στην Ευρώπη, την Αμερική και την Αυστραλία προκειμένου να γυρίσουν στη χώρα μας.
Δύσκολα τα πράγματα αλλά όχι ακατόρθωτα.