Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Εγκαινιάζουμε με το παρόν σημείωμα μία «στήλη», στην οποία θα φιλοξενούμε δημόσια κατατεθειμένες απόψεις φίλων που διαβάσαμε στα social media και που, είτε συμφωνούμε με αυτές και τις προσυπογράφουμε, είτε κάτι μάς έμαθαν, είτε μας προβλημάτισαν, είτε απλώς τις ζηλέψαμε. Ελπίζουμε να σας αρέσει (και ίσως να παρακολουθείτε στο εξής κάποιους από αυτούς). Εφόσον το διαπιστώσουμε, θα τη συνεχίσουμε. Καλή ανάγνωση, ευχαριστώ πολύ.
[1] Τάκης Δρεπανιώτης (2.11.18): Ενώ η χώρα αγωνιά για την ψηφισμένη, αποφασισμένη και δυστυχώς απολύτως αναγκαία περικοπή των παλιών συντάξεων (ιδίως των αριθμητικά μεγαλύτερων) και πώς δεν θα ξεπεράσει η προσωπική διαφορά που θα κοπεί το 20% (ή δεν ξέρω πόσο), με άλλα λόγια ότι το 1500άρι δεν θα πρέπει να πέσει κάτω από 1200 ενώ το 800άρι θα μπορεί να πάει στα 650, θέλω να σας ενημερώσω ότι οι νέες συντάξεις, αυτές που βγαίνουν στα 62 και στα 65 και στα 67 χρόνια με 30 και 35 χρόνια δουλειάς (και μπόλικη ανεργία) παίζουν στα 700 ευρώ συν πλην κανά 50άρικο ή 100άρικο. Και λιγότερο. Για να το πω αλλιώς, εκείνη η σύνταξη με το 1500άρι που δεν πρέπει να πέσει κάτω από 1200 (χοντρικά λέμε) γιατί «πώς θα ζήσουμε πια, τόσα χρόνια συνταξιούχοι», θα ήταν με το σημερινό μέτρημα κανά 600άρι — και αν. Οπότε, πάρτε πατατάκια και αναψυκτικά και καθίστε να περιμένετε την αλληλοσφαγή στην κοινωνία όσο θα αυξάνονται οι νέοι κοψοσυνταξιούχοι και θα συνειδητοποιούν ότι «οι άρχοντες και όσοι πρόλαβαν, πρόλαβαν» και ότι μοναδική τους ελπίδα να επιβιώσουν είναι, επιτέλους, να μαζευτεί το μαγαζί και να κουνηθεί η χώρα παραγωγικά.
[ 2 ] Μαρία Τασσοπούλου (4.11.2018): Διαβάζω την ανακοίνωση για τις ζημιές που έχουν προκληθεί στην πρόσφατα αναπλασμένη Πλατεία Χρηματιστηρίου στην περιοχή της «Φράγκων», μία από τις πιο όμορφες γειτονιές της πόλης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είμαστε ένας απέραντος γιδότοπος από μπαμπουνοειδείς καταστηματάρχες και λοιπά τσογλανάκια που πιστεύουν πως η πόλη τούς ανήκει. Ξηλώνουν πασσαλάκια, καβαλάν πεζοδρόμια, γεμίζουν γκράφιτι, σπάνε παγκάκια και λάμπες γιατί τους κόβουν την κίνηση στα μαγαζιά τους ή γιατί, πολύ απλά, κανείς δεν τους έμαθε να σέβονται τον δημόσιο χώρο. Τα ίδια στην πλατεία Χρηματιστηρίου, τα ίδια και στη δική μου γειτονιά, στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ό,τι του καρφωθεί του καθενός, αρκεί να εξυπηρετηθεί. Το τραγικότερο όλων; Διάφοροι νεόκοποι υποψήφιοι δήμαρχοι παρουσιάζονται με τον αέρα του «νέου» και «άφθαρτου» τώρα που πλησιάζουν οι εκλογές και, αντί ν' ακούσεις μία νέα πρόταση πώς θα συμμαζέψουν το χάος, τους χαϊδεύουν τ' αυτιά γιατί ο Δήμος, λέει, τους δυσκολεύει τη ζωή επειδή έβαλε πασσαλάκια σε κεντρικούς δρόμους που είχε φρικτό πρόβλημα από διπλοπαρκαρισμένα. Ο άλλος κατέθεσε και ερώτημα στο δημοτικό συμβούλιο γιατί λέει στη Λεωφόρο Στρατού που έπρεπε να κάμεις τάμα στην Παναγιά για να τη διασχίσεις στη μισή ώρα, τώρα που φτάνεις κέντρο σε 5 λεπτά, δεν μπορεί κάποιος να σταματήσει διπλός να πάρει φραπέδες ή να «εξυπηρετηθεί» από τα καταστήματα κατά μήκος της οδού. Είμαστε περικυκλωμένοι από ηλίθιους. Και, όσο υπάρχουν μεγαλύτεροι ηλίθιοι που τους προστατεύουν, αυτή η πόλη δεν πρόκειται να δει ποτέ προκοπή.
[ 3 ]Νικόλας Σεβαστάκης (1.11.18): Έχει ένα μίνι μάρκετ στη γειτονιά. Οικογενειακή επιχείρηση, αυτός, η γυναίκα του και ο γιος του, νεαρός με στιλ βαριεστημένο όπως πρέπει σε δεκαεννιάχρονο. Ο Νίκος —που δεν λέγεται έτσι στην πραγματικότητα— είναι ένας Αλβανός γύρω στα πενήντα εφτά του. Από τον Βορρά της χώρας μάλιστα. Κάποιες φορές, στις ρωγμές της δουλειάς, έχουμε μιλήσει για διάφορα. Του ανέφερα τον Αχμέτ Ζώγου, εκείνος μου εξιστόρησε τα χρόνια που δούλευε σε μεγάλο εργοστάσιο επί Χότζα, και είδα θυμό να ανεβαίνει από μέσα του σαν νερό μιας θαμμένης πηγής. Χάρηκε όμως που κάποιος ήξερε λίγα πράγματα για την ιστορία της χώρας του, αλλά πιο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του όταν του είπα πως θεωρώ τα παιδιά της δεύτερης γενιάς Αλβανών της χώρας πολύ δημιουργικούς φοιτητές και φοιτήτριες. Ο ίδιος έχει την ενσωματωμένη ταλαιπωρία και τις παγωμένες μέρες της πρώτης γενιάς. Τις υγρασίες του δάσους των συνόρων και τις ατέλειωτες ώρες σε κάποια πλατεία μαζί με τους άλλους, τους «κωλο-Αλβανούς» της πρώτης άγριας συνάντησης των δύο κόσμων. Ο ηθικός συντηρητισμός του είναι ένας σοβαρός επαγγελματικός κώδικας. Και δεν είναι μια εξαίρεση. Η έλλειψη ισχυρών θρησκευτικών και ιδεολογικών ταυτίσεων μαζί με την κινητικότητα και την επιθυμία μικροαστικής ανόδου γέννησαν πολλές ιστορίες σαν αυτή του Νίκου. Εδώ και χρόνια λοιπόν ο αντι-αλβανισμός μού φαίνεται σαν μια από τις πιο ανορθόγραφες στάσεις μέσα στον ελληνικό λειμώνα. Κυρίως όταν αρνούνταν να δει πως αυτός ο κόσμος ήταν απλώς μια παλαιότερη φάση της χώρας μας, ένα πιο «αρχαϊκό» στρώμα που βρέθηκε με κάτι καφετί παντελόνια της δεκαετίας του '60 στην Ομόνοια του 1989. Και από τότε ξεκίνησε, μέσα από εμπόδια, πισωγυρίσματα, παρεξηγήσεις και τις οικείες εθνικιστικές απλουστεύσεις, μια φιλο-πρόοδος πορεία. Ναι, στους Αλβανούς Νίκους συναντώ περισσότερο ευρωπαϊσμό και πρόοδο από όσο σε κάποιους Έλληνες της τάχα αστικής Ελλάδας. Δεν έχουν το πικρόχολο των ματαιωμένων, αλλά διατηρούν πάντα την εμπιστοσύνη στη βελτίωση της ζωής και στην έξοδο από τη βαναυσότητα. Οι αλβανοφάγες κραυγές θέλουν να ανοίξουμε ξανά τα μέτωπα της δεκαετίας του '90, ξεχνώντας πως άνθρωποι σαν τον Νίκο (το παράδειγμά μου) είναι πραγματικοί εκσυγχρονιστές χωρίς να ξέρουν ή να ενδιαφέρονται για τις θεωρίες της νεωτερικότητας.
[ 4 ] Καρολίνα Μέρμηγκα (1.11.18): Δεν ξέρω πώς να μιλήσω γι' αυτά τα κορίτσια που δουλεύουν στα μεγάλα πολυκαταστήματα. Δεν ξέρω πώς να τους πω κάτι παραπάνω από ευχαριστώ, συγγνώμη, ευχαριστώ. Στέκονται όρθιες, χαμογελαστές, χτενισμένες, μακιγιαρισμένες (να χτενίζεσαι και να μακιγιάρεσαι από νωρίς το πρωί, από πάρα πολύ νωρίς το πρωί, από πριν να χαράξει…) και να λένε το πιο κεφάτο «καλημέρα» σε όλες εμάς που τις κοιτάμε χωρίς να τις βλέπουμε, σαν να είναι κι αυτές κάποια ετικέτα που κρέμεται από τα ρούχα. Στέκονται ακλόνητα χαμογελαστές σαν βράχος πάνω στον οποίο σκάει όλο το καταναλωτικό μας κύμα, όλο το τσουνάμι της απαίτησης, της γκρίνιας, της ανάγκης μας. Στέκονται χαμογελαστές ενώ ξερνάμε πάνω τους ό,τι πήγε άσχημα στη μέρα μας, στο μήνα μας, στη ζωή μας, και χαμογελούν, και λένε «Να ψάξω, να κοιτάξω, αυτό είναι το νούμερο, κι όμως, αυτό είναι το νούμερο, όχι, δεν φταίω εγώ που κάτι πήγε στραβά με την εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας, όχι, δεν φταίω εγώ για τη ζωή σας, αλλά νά, είμαι εδώ για να μου τα πείτε, να μου τα πείτε όλα, να ξεσπάσετε πάνω μου και να με βασανίσετε και να φύγετε λίγο πιο ξαλαφρωμένες, εγώ μέχρι να τελειώσει η βάρδια μου είμαι εδώ γι' αυτό. Ναι, άλλα ήταν τα όνειρά μου κι εμένα, άλλα σπούδασα, άλλα ήθελα, ήθελα να είμαι σαν κι εσάς και να περπατάω νωχελικά και να ψηλαφίζω ρούχα και να βασανίζω πωλήτριες, αλλά κάτι πήγε λάθος και τώρα χτενίζομαι και μακιγιάρομαι και χαμογελώ εδώ, για σας». Δεν ξέρω πώς να μιλήσω για τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια τους που κανένα κονσίλερ δεν μπορεί να καλύψει, δεν ξέρω πώς να τις ευχαριστήσω για όλες τις παραμονές των Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς (οι δρόμοι έξω ήδη αδειάζουν) που στέκονται εκεί, χαμογελαστές, προτείνοντας νούμερα και σχέδια και το χαμόγελό τους για τα βέλη μας (είναι δωρεάν, δεν χρειάζεται να αγοράσω κάτι, ας βρω όμως μια πωλήτρια να της πω ό,τι στραβό υπάρχει στον κόσμο), ενώ οι ίδιες πια δεν ονειρεύονται ούτε γιορτή, ούτε χαρά — μόνο να γυρίσουν σπίτι και να βγάλουν τα ψηλοτάκουνα και να κάτσουν. Και να αφήσουν τα πρόσωπά τους ελεύθερα να χαλαρώσουν, τα γενναία πρόσωπά τους, και σιγά-σιγά ν' αφαιρέσουν από πάνω τους τα βέλη μας, μέχρι την επόμενη μέρα.