Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Συνεχίζουμε, με το παρόν σημείωμα, τη νέα μας «στήλη», στην οποία φιλοξενούμε δημόσια κατατεθειμένες απόψεις φίλων που διαβάσαμε στα social media και που, είτε συμφωνούμε με αυτές και τις προσυπογράφουμε, είτε κάτι μάς έμαθαν, είτε μας προβλημάτισαν, είτε απλώς τις ζηλέψαμε. Ελπίζουμε να αρέσει και σε εσάς (και ίσως να παρακολουθείτε στο εξής κάποιους από αυτούς, αν βέβαια δεν το κάνετε ήδη). Καλή ανάγνωση, ευχαριστώ πολύ.
[1] Δημήτρης Σωτηρόπουλος (6.11.18): Στο μεταξύ, με αφορμή το νέο κύκλο τού «House of Cards», να πούμε ότι η εξαφάνιση από παντού ενός ηθοποιού όπως ο Κέβιν Σπέισι μέσα σε μία νύχτα, εξαιτίας μιας μαζικής υστερίας που στην περίπτωσή του θύμισε το κυνήγι των μαγισσών του Σάλεμ (για κάτι μάλλον ψιλογελοίο), είναι η άλλη όψη των μικροαυταρχισμών της πολιτικής ορθότητας που μπορεί ακόμη και να καταστρέψουν ζωές ανθρώπων. Δεν είναι ότι η πολιτική ορθότητα στερείται της αξίας της -στην πραγματικότητα, η πλήρης περιφρόνησή της είναι η βάση κάθε ψευδοαντισυστημικού λαϊκιστή τύπου Πολάκη και Βαξεβάνη. Είναι ότι στα χρόνια του διαδικτύου η πολλαπλασιαστική δύναμη των φωνών που θα την επικαλεστούν, μπορεί να φθάσει να μοιάζει με πογκρόμ, να σαρώσει ζωές και καριέρες, και την επόμενη μέρα (κυριολεκτικά) να μην απασχολεί κανέναν. Άλλωστε, εμείς οι ίδιοι που μπορεί να ξιφουλκούμε σήμερα για κάτι, πόσες φορές μπορεί να έχουμε περιφρονήσει την πολιτική ορθότητα με άλλες αφορμές και σε άλλες περιπτώσεις; Μια ζωή με μόνο γνώμονά της την πολιτική ορθότητα είναι μια ζωή φτιαχτή, ψεύτικη κι εντέλει αδιάφορη.
Στην πραγματικότητα είναι ένας εσωτερικός ολοκληρωτισμός της σκέψης όταν κάθε λέξη πριν την εκστομίσουμε πρέπει να περνάει από τη λογοκρισία της «κοινωνίας». Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχει πετυχημένη συνταγή γι'' αυτό. Ό,τι σώζει και χαρακτηρίζει τον άνθρωπο δεν είναι τόσο αυτά που λέει, όσο το ύφος του, εκείνο που αποπνέει ως «αυθεντικό εαυτό». Είναι μια «ειλικρίνεια» ακόμη κι αν λέμε πράγματα άκομψα και σκληρά, ακόμη κι αν οι γωνίες μας είναι οξείες κι ενοχλούν. Έχω λατρέψει μπρουτάλ ανθρώπους χωρίς κοινωνικούς τρόπους και καθωσπρεπισμούς, κι έχω διαβλέψει τεράστια επιθετικότητα σε άλλους που μετρούσαν δέκα φορές τις λέξεις τους πριν τις εκστομίσουν και που τυπικά ήταν κοινωνικά κύριοι/-ες. Είμαστε ολόκληροι οι λέξεις μας (φέρουμε τη γλώσσα σωματοποιημένα), και δεν είναι αυτές που μας προσδιορίζουν, εντέλει. Και το κακό με τα κοινωνικά δίκτυα είναι ότι οι υπόλοιποι μένουν μόνο στις λέξεις μας, και χάνεται το ύφος και η αυθεντικότητά μας.
[2] Γκαζμέντ Καπλάνι (9.11.18): Γιατί καλό είναι και οι συνάδερφοι να ενημερώνουν πλήρως και όχι όπως τους συμφέρει για μερικά νουμεράκια τηλεθέασης ή μερικά κλικ παραπάνω… Ακολουθεί το σχετικό. Αλβανός πολίτης που μάλλον ζει στο Λονδίνο (γράφει με το ψευδώνυμο “Lucky Boy London”): «Να παρέμβετε σας παρακαλώ, κύριε Ράμα, γιατί ξεφτιλιστήκαμε ως έθνος σήμερα, έρχεται ο Έλληνας εδώ και μας βρίζει στο σπίτι μας, βάλ' τους στη θέση τους, δείξε τις αξίες μας ως έθνος».
Έντι Ράμα: «Η δική μας αξία σήμερα; Είναι ακριβώς αυτό που κάποιοι θεωρούν λανθασμένα ως αδυναμία. Το δικό μας κράτος δεν πολεμά ούτε με νεκρόφιλους ούτε με προβοκάτορες σε κηδείες. Όποιος ήρθε για να προκαλέσει, μπήκε, ντρόπιασε τη δική του σημαία και βγήκε. Πατριωτισμός δεν σημαίνει να μισείς τη χώρα και τη γλώσσα του άλλου. Σημαίνει να αγαπάς τη χώρα και τη γλώσσα τη δική σου. Και η αφεντιά σου μη χρησιμοποιείς τον όρο “ο Έλληνας”, γιατί είναι τόσο απεχθές όσο και όταν οι άλλοι στην άλλη πλευρά χρησιμοποιούν περιφρονητικά τον όρο “ο Αλβανός”. Η ελληνική μειονότητα, οι καλοσυνάτοι κάτοικοι στους Βουλιαράτες, δεν είναι ο “Έλληνας”, είναι σεβαστοί και αναντικατάστατοι πολίτες της Αλβανίας. Και εσένα που ούτε το πραγματικό όνομά σου δεν γράφεις, μη σε νοιάζει γιατί δεν ξεφτιλίζεται η Αλβανία από κάποιους άξεστους, που ζουν σαν ύαινες και τρέφονται σαν κοράκια. Είναι κάτι μίζερες υπάρξεις που βεβηλώνουν τον νεκρό που υποτίθεται πως τιμούν και βεβηλώνουν την τιμή και το όνομα του δικού τους έθνους — ένα έθνος που έχει δώσει τόσο πολλά στην ανθρωπότητα. Ένα έθνος που δεν ήταν ποτέ, και ποτέ δεν μπορεί να είναι, εχθρός μας. Ένα έθνος που οι Αλβανοί βρήκαν καταφύγιο σε ώρα ανάγκης, όπως και οι Έλληνες έχουν βρει σε μας καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Η χώρα αυτή [η Ελλάδα], όπως και κάθε χώρα, έχει τη δυστυχία να έχει τα δικά της γουρούνια και γαϊδούρια».
[3] Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της Taxibeat (9.11.18): Μετά την εκδίκαση της αγωγής. Τώρα που η αγωγή μας ενάντια στον Θ. Λυμπερόπουλο εκδικάστηκε και τα γάντια μπήκαν πίσω στις θήκες, θέλω να κάνω έναν απολογισμό της χτεσινής μέρας, αλλά και να δώσω ευχαριστίες στους χιλιάδες ανθρώπους που μας έστειλαν μηνύματα ενθάρρυνσης και ευχές. Η χτεσινή εκδίκαση ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα διαδικασία. Η κριτική του κόσμου (και πολλών Media) εστιάστηκε στο γεγονός ότι ο Υπουργός Υποδομών κ. Σπίρτζης θα ερχόταν ως μάρτυρας υπεράσπισης του εναγόμενου, ως ένα στοιχείο δηλαδή υπέρ του. Δεν νομίζω όμως ότι εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα.
Ο κ. υπουργός χρειάστηκε να απαντήσει σε πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις των συνηγόρων μας, και σε αυτές τις απαντήσεις μας επιβεβαίωσε πως: H Taxibeat Ltd. έχει απολύτως νόμιμη παρουσία στην Ελλάδα. Οι κατηγορίες που απηύθυνε ο κ. Λυμπερόπουλος ενάντια στην εταιρεία μας, από μόνες τους, είναι προσβλητικές. Εξ όσων γνωρίζει, δεν έχει υπάρξει καμία καταδίκη ενάντια στην εταιρεία μας, για οποιοδήποτε αδίκημα, και δεν γνωρίζει να υπάρχει καμία δίωξη ή καταγγελία από ελεγκτική αρχή του κράτους. Παρ' όλες τις «υποψίες» που ο ίδιος είχε για πλευρές των δραστηριοτήτων μας, ποτέ δεν ζήτησε από συναρμόδια υπουργεία να διερευνήσουν αυτές τις υποψίες για παράνομες δραστηριότητες (π.χ. υπουργείο Οικονομικών, Επιτροπή Ανταγωνισμού, Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κλπ.).
Για το τελευταίο θα πρόσθετα ότι ίσως δεν το έκανε γιατί δεν τις έπαιρνε και ο ίδιος πολύ σοβαρά, αλλά αυτό είναι δική μου κρίση. Εν ολίγοις, πιστεύω ότι ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδικασία που ανέδειξε πολλά, αλλά η τελική απόφαση είναι ασφαλώς στην κρίση του δικαστηρίου. Συνεχίζουμε!
[4] Γεώργιος Ζάννος (9.11.18): Ο Κώστας και η Άννα βρίσκονται στη Σουηδία ένα χρόνο τώρα και μένουν στα περίχωρα μιας μικρής πόλης, βόρεια της Λουντ. […] Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν, όπως χιλιάδες Έλληνες. «Βασικά», μου είπε η Άννα, «το κάναμε για το παιδί μας. Έχουμε διάγνωση από το ΚΕΔΔΥ για τα προβλήματά του, διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα και άλλα… Όλα μαζί συνθέτουν ένα σοβαρό ζήτημα». […] «Μαζέψαμε λίγα χρήματα και με την καθοδήγηση κάποιων φίλων Σουηδών ήρθαμε εδώ. Ακριβώς πριν από ένα χρόνο». […] Έγραψαν το παιδί στο σχολείο.
Η πρώτη συνάντηση με τους υπεύθυνους έγινε πέντε ημέρες μετά την παρουσία τους στο σχολείο της περιοχής. Στη συνάντηση παραβρέθηκαν οι γονείς με το παιδί, ο διευθυντής του σχολείου, η κοινωνική λειτουργός του σχολείου, η υπεύθυνη δασκάλα και μία διερμηνέας που έφερε το σχολείο, αφού κανείς από την οικογένεια δεν γνώριζε σουηδικά. Αρκετά καλά αγγλικά μιλούσαν όλοι, όμως αυτό δεν αρκούσε. Πρώτα ο διευθυντής τούς ενημέρωσε λέγοντας: «Από σήμερα υπεύθυνο για τη μόρφωση του παιδιού είναι το σχολείο». Όλο αγωνία, η Άννα ρώτησε τι χαρτιά χρειάζονται. «Τίποτα απολύτως», ήταν η απάντηση. «Οτιδήποτε χρειαστούμε», συνέχισε ο διευθυντής, «θα το ζητήσουμε εμείς από τη χώρα σας. Δεν χρειάζονται τετράδια, γραφικά κλπ. Αυτά χορηγούνται από το σχολείο. Εδώ, το παιδί θα τρώει πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Το σχολείο παρακολουθεί και την υγεία, σωματική και πνευματική, του παιδιού.
Ξεκινάμε με την εκμάθηση της γλώσσας», συνέχισε ο διευθυντής, «και ύστερα το παιδί μπαίνει στην αίθουσα διδασκαλίας. Επειδή τα μαθήματα της γλώσσας γίνονται σε άλλο σχολείο, μακριά από την περιοχή που κατοικείτε, θα έρχεται αυτοκίνητο του δήμου που θα παίρνει το παιδί και θα το επιστρέφει το απόγευμα. Το παιδί θα τρώει στο σχολείο, όλα τα γεύματα. Από σας θέλουμε να έχει ένα σακίδιο με μία πετσέτα και το μαγιό του, για το κολυμβητήριο». Ύστερα πήρε τον λόγο η δασκάλα και ρώτησε το παιδί: «Πώς σ' αρέσει να μαθαίνεις, Παναγιώτη, διαβάζοντας, ακούγοντας ή βλέποντας;» Το παιδί απάντησε γρήγορα: «Μ' αρέσει να μαθαίνω βλέποντας». «Εντάξει», είπε η δασκάλα. Την επομένη άρχισε το πρόγραμμα. Ένα αυτοκίνητο μεταφοράς του δήμου ερχόταν κάθε μέρα, έπαιρνε και επέστρεφε τον μικρό Παναγιώτη. Μετά από 20 ημέρες, το παιδί γύρισε στο σπίτι με ένα σύγχρονο μεγάλο τάμπλετ. Έλαμπε, ήταν όλο χαρά! Μετά από 4 μήνες, με υπόδειξη του γιατρού, έβαλε σιδεράκια, στα δόντια. Όταν μου το έλεγε αυτό ο Κώστας, τα μάτια του βούρκωσαν. «Στην Ελλάδα, Γιώργο», είπε, «ζήτησαν 2.600 ευρώ. Δεν μπορούσα και στεναχωριόμουν… Εδώ ούτε δεκάρα — ούτε μ' ενόχλησαν». […]
«Μετά από δύο μήνες», συνέχισε η Άννα, «μια ημέρα βρήκαμε στο κουτί του ταχυδρομείου μία επιστολή. Ήταν για τον Παναγιώτη, από το σχολείο που θα πήγαινε, μετά την εκμάθηση της γλώσσας. Ρωτούσε η δασκάλα πώς πάει και μετέφερε τη θέληση των παιδιών της τάξης να τον γνωρίσουν. Τον καλούσαν, μάλιστα, να πάει μια μέρα στο σχολείο για τη γνωριμία. Πραγματικά, αυτό έγινε. Κάποια ημέρα που δεν είχαν μάθημα γλώσσας, τον πήρα και πήγαμε στο σχολείο, που είναι σχετικά κοντά. Με ευγένεια, όλα τα παιδιά και η δασκάλα υποδέχτηκαν τον Παναγιώτη. Ήταν σαν να γνωριζόταν χρόνια. Η επικοινωνία μεταξύ των παιδιών ήταν άριστη. Όλα τα Σουηδάκια μιλούσαν τόσο καλά αγγλικά, που ο Παναγιώτης δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Τα παιδιά τού πρότειναν να πάει σε μια ποδοσφαιρική ομάδα που είχαν. Όμως ο Παναγιώτης δεν έπαιζε ποδόσφαιρο, ήθελε μπάσκετ, που δεν υπήρχε. Τελικά βρέθηκε η λύση με το χάντμπολ. Σήμερα, μετά από λίγους μήνες, ο Παναγιώτης παίζει με χαρά χάντμπολ. Έχει πολλούς φίλους, μαθαίνει καλά, νιώθει ακόμη καλύτερα και είναι, με λίγα λόγια, όλη η οικογένεια ευτυχισμένη». [Παρακαλώ, διαβάστε οπωσδήποτε όλο το κείμενο του Γ. Ζάννου ακολουθώντας το λινκ: περιέχει πολλές ακόμα λεπτομέρειες, και για τους δύο ενήλικες].