Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου*
Διαβάσαμε προσεκτικά τις 168 σελίδες της έκθεσης «Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης: 2010-2014. Επισκόπηση, αποτίμηση και προτάσεις πολιτικής». Μια έκθεση που εκπόνησε το Παρατηρητήριο για την Κρίση του ΕΛΙΑΜΕΠ, ύστερα από σχετική ανάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος «Η πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα» και η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη.
Η έκθεση μελετά τρεις τομείς-πεδία που επιχειρήθηκε να νομοθετηθούν και βέβαια να εφαρμοστούν μεταρρυθμίσεις: το ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά των προϊόντων και το επιχειρηματικό περιβάλλον και βέβαια τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας.
Είμαστε βέβαιοι ότι η μελέτη θα σχολιαστεί εκτενώς σε αρθρογραφία και εκδηλώσεις από ειδικότερους από εμάς, που θα περιοριστούμε στα «πολιτικά συμπεράσματα» που εξάγαμε, διαβάζοντας το καλογραμμένο και προσιτό στον «μέσο αναγνώστη» κείμενο.
Η μελέτη αποτιμά με μεγάλη επιείκεια, τουλάχιστον υφολογική, την προσπάθεια που έγινε από τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2014 κι αν οι υποθέσεις είναι κενές νοήματος είμαστε βέβαιοι ότι η αποτίμηση της περιόδου αυτής θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν είχε μεσολαβήσει η λαίλαπα ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στη μελέτη αυτή ο αναγνώστης θα βρει πλήθος δικαιολογιών για όσες από τις μεταρρυθμίσεις κόλλησαν ή δεν εφαρμόστηκαν, ενώ δεν υπάρχει μια σαφής αποτίμηση του παράγοντα «too little, too late». Ηταν αρκετές οι παρεμβάσεις που νομοθετήθηκαν την περίοδο 2010-2014 για να αντιμετωπιστεί το μέγεθος του προβλήματος; Μήπως είχαν αργήσει; Είναι βάσιμη η αίσθηση ότι αποφασίστηκαν λίγα όταν ήταν ήδη αργά;
Αυτό για το οποίο όμως η έκθεση δεν αφήνει καμία αμφιβολία στον αναγνώστη είναι η παράμετρος πολιτική. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στάθηκαν «μόνες και ορφανές», χωρίς πολιτική υποστήριξη από αυτούς που τις ψήφιζαν. Ποτέ δεν εξηγήθηκαν στους πολίτες από τις κυβερνήσεις της περιόδου 2010-2014, ούτε ένας βουλευτής δεν τις υπερασπίστηκε στα πάνελ και τα «πρωινάδικα», όπου η αντιμνημονιακή προπαγάνδα επέλαυνε χωρίς αντίπαλο. Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις «επικοινωνήθηκαν» ως δημοσιονομικές, ως «προτεσταντική τιμωρία» που επιβλήθηκε στους «υπερήφανους Έλληνες» από τους δανειστές, στη ρητορική ακόμα και των «μεταρρυθμιστικών κυβερνήσεων», και ενώ γινόταν λόγος για επιστροφή στην κανονικότητα, στην πραγματικότητα υπήρχε η υπαινικτική υπόσχεση της επιστροφής στα παλιά.
Η οικονομία δεν πρόκειται να φτιάξει ποτέ αν προηγουμένως δεν φτιάξει η πολιτική. Αν οι πολίτες δεν απαιτήσουν την αλήθεια, όχι ως ηθική αξία αλλά ως ρυθμιστική επιταγή κατά το γνωστό αρεντιανό σχήμα, αν οι πολιτικοί δεν σταματήσουν να ακολουθούν πειθήνια το ρεύμα με μόνο μέλημα την επανεκλογή τους. Παρατηρούμε, με λύπη, τον προοδευτικό κόσμο της χώρας να συγκρίνεται με τον Βαρουφάκη για να δείξει επαρκής, να διαπιστώνει απλώς ότι στάθηκε στη σωστή πλευρά της Ιστορίας και να μην κάνει καμία αυτοκριτική για την ανεπάρκειά του στην υπεράσπιση των μεταρρυθμίσεων.
Αποδειχθήκαμε ανεπαρκείς. Αφήσαμε τις μεταρρυθμίσεις χωρίς πολιτική πλαισίωση. Και αυτό ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε.
* Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο, της Παρασκευής 20 Ιουλίου