Ποτέ δεν προσέγγισα με ειρωνικά σχόλια το εγχείρημα των -καλώς ή κακώς- αποκληθέντων «γεφυροποιών». Ήταν ένα τολμηρό πολιτικό εγχείρημα η προσπάθεια τους να μεταλλάξουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αν και γνώριζαν πως ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία. Συνεπώς, η κριτική που τους άσκησα ήταν πολιτική και παραμένει πολιτική.
Θεώρησα ευθύς εξ αρχής πως είναι αδύνατον μεμονωμένες προσωπικότητες να ρυμουλκήσουν ένα κόμμα που δεν θέλει να ρυμουλκηθεί. Και αυτήν την πρόθεση του την δηλώνει.
Ποτέ μα ποτέ πρόσωπα δεν μπόρεσαν να νικήσουν συμπαγείς δομές οι οποίες μάλιστα είχαν χαρακτηριστικά που προειδοποιούσαν ότι κάθε απόπειρα μετάλλαξης τους θα συναντήσουν σθεναρή αντίσταση, σε πολλά επίπεδα. Κάποιος που δεν θέλει να αλλάξει, δεν αλλάζει.
Όλα αυτά τα γνώριζαν και οι κ.κ. Μπίστης, Μουζέλης, κλπ και παρ' όλα αυτά ενεπλάκησαν σε αυτό το εγχείρημα και σήμερα πληρώνουν το τίμημα αυτής της επιλογής τους. Επειδή δεν είναι χθεσινοί στην πολιτική, όφειλαν να γνωρίζουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ συγκεκριμένα δομικά στοιχεία τα οποία δεν αλλάζουν. Είναι το DNA του. Και αυτά τα στοιχεία διαμορφώθηκαν στην πορεία που εκτίναξε το κόμμα από το 4% στην εξουσία, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Ήταν επόμενο μέσα σε αυτήν την διαδρομή στην οποία κυριαρχούσε ο αντιμνημονιακός λόγος, να αναδειχθούν οι πιο ακραίες και οι πιο λαϊκιστικές δυνάμεις, γιατί αυτές μπορούσαν να τον εκφέρουν πιο αποτελεσματικά. Τελικά, αυτές οι φωνές εξακολουθούν να δίνουν το χρώμα στον ΣΥΡΙΖΑ. Και η κυριαρχία αυτών ακριβώς των δυνάμεων σφυρηλάτησε και συντηρεί μέχρι σήμερα το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, όπως εύστοχα το επισημαίνει ο κ. Ν. Μπίστης.
Μόνο που το εναπομείναν ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς εγκρίνει αυτές τις ακραίες φωνές, αλλά απαιτεί να γίνουν ακόμα πιο ακραίες. Το σύνθημα «η δεύτερη φορά Αριστερά θα είναι αλλιώς», είναι μεν αυτοκτονικό για την «δεύτερη φορά Αριστερά» γιατί απωθεί, όμως για τον σκληρό πυρήνα του κόμματος υπέχει θέση ενός ψυχοθεραπευτικού οράματος.
Έτσι, μπορεί οι «γεφυροποιοί» να κτίζουν πέτρα-πέτρα και με πολύ κόπο την γέφυρα τους, αλλά έρχεται ένας Πολάκης ή μια Ελεφάντη ή ένας Φίλης και με μια δήλωση τους τινάζουν στον αέρα όλες αυτές τις προσπάθειες. Έτσι, αυτό για το οποίο κατηγορούνται οι κ.κ. Μπίστης, Μουζέλης, κλπ είναι ότι αποδέχθηκαν να παίξουν ένα ρόλο εξωραϊσμού ενός κόμματος, με πλήρη επίγνωση αυτού του διακοσμητικού ρόλου τους. Δεν φαντάζομαι ο κ. Μπίστης να πίστεψε ποτέ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ αυτού και του Πολάκη θα επέλεγε αυτόν και όχι τον Πολάκη. Και ούτε φαντάζομαι να πίστεψε πως θα μπορούσε να συνυπάρξει με όλον αυτόν τον εσμό των λαϊκιστών, χωρίς να καταβάλει βαρύ προσωπικό τίμημα. Το να διαχωρίζεις κάθε τόσο την θέση σου από όλες αυτές τις ασχήμιες, είναι μεν θετικό, αλλά συγχρόνως θα πρέπει να σε κάνει να διερωτάσαι «τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς».
Η κυρία Ελεφάντη δεν είναι μια μεμονωμένη, οριακή περίπτωση. Εκφράζει μια τάση μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ που αν δεν είναι πλειοψηφική, σίγουρα είναι απαραίτητη για να παραμείνει ο ΣΥΡΙΖΑ ένα κόμμα εξουσίας. Ενώ αν ανατιναχθεί η «γέφυρα» θα είναι σαν να μην συνέβη τίποτα.