Του Παύλου Μαρινάκη
Οι πρώτες μετρήσεις της κοινής γνώμης μετά τις εκλογές επιβεβαιώνουν μια διαπίστωση η οποία κυριαρχούσε εδώ και καιρό σε όλα τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων: ότι οι πολίτες έχουν ως βασική τους προτεραιότητα (και συνακόλουθα κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης μιας κυβέρνησης) την οικονομική τους κατάσταση – και πόσο συμβάλλει η διακυβέρνηση του κράτους στη βελτίωση ή την επιδείνωσή της.
Τι δείχνουν οι μετρήσεις αυτές; Ότι οι πολίτες σε συντριπτικό ποσοστό επικροτούν τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με τη μείωση των φόρων και την ελάφρυνση των πιο αδύναμων συμπολιτών μας. Μάλιστα, αυτά τα μέτρα έχουν τόση δυναμική αποδοχής, που κυριαρχούν ακόμα και ανάμεσα στους ψηφοφόρους της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Πολλοί θα έσπευδαν πραγματικά καλόπιστα να επισημάνουν ότι κανένας δεν είναι δυσαρεστημένος όταν κερδίζει περισσότερα χρήματα ή καλείται να πληρώσει λιγότερα – και θα έχουν κατ' αρχήν δίκιο σε αυτή την διαπίστωση. Σε τι διαφέρουν λοιπόν οι επιλογές της νέας κυβέρνησης από τις αντίστοιχες κινήσεις του παρελθόντος; Σε κάτι πολύ βασικό, που δεν είναι άλλο από το συγκροτημένο πρόγραμμα, το οποίο δεν βασίζεται σε μια γενική και αόριστη «αλληλεγγύη» ή «φιλολαϊκότητα», αλλά σε ένα πλάνο το οποίο έχει στον πυρήνα του την ανάπτυξη και την ελευθερία του ατόμου.
Η πολιτική αυτή της νέας κυβέρνησης δεν ήταν ούτε αυτονόητη, ούτε συγκυριακή, κυρίως όμως δεν ήταν εύκολη.
Αντίθετα, ήταν αποτέλεσμα μεθοδικού σχεδιασμού και πολιτικού θάρρους, ώστε να δημιουργηθεί μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση πάνω σε αυτές τις θέσεις, η οποία οδήγησε στα εκλογικά αποτελέσματα Μαΐου και Ιουλίου. Και θα χρειαστεί ακόμα λεπτομερέστερο σχεδιασμό και ακόμα μεγαλύτερο πολιτικό θάρρος, αλλά και πολιτική ικανότητα, ώστε να γίνει πραγματικότητα αυτός ο απαραίτητος μετασχηματισμός του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας.
Ο μετασχηματισμός αυτός δεν μπορεί να αφήσει εκτός μια κατηγορία που βρέθηκε στο στόχαστρο της προηγούμενης κυβέρνησης, τους ελεύθερους επαγγελματίες. Οι πολιτικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ μέσω του νόμου Κατρούγκαλου οδήγησαν δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς και άλλους τόσους επαγγελματίες μπροστά στο δίλημμα να δουλεύουν χωρίς αντίκρισμα ή να αποκρύπτουν εισοδήματα προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Μια πρόχειρη αναζήτηση μπορεί να υποδείξει πολλές μελέτες που αποδεικνύουν ότι τα τελευταία χρόνια οι υποχρεώσεις των ελευθέρων επαγγελματιών ήταν ίσες – ενίοτε ξεπερνούσαν κιόλας – το σύνολο των εισοδημάτων τους.
Η υφιστάμενη κατάσταση στο ασφαλιστικό ήταν ένας από τους παράγοντες που οδήγησαν τους φίλους και τα αδέρφια μας στο εξωτερικό – φυσικά, δεν ήταν η μόνη, αλλά ενίσχυσε τα προβλήματα της ανεργίας και των χαμηλών αμοιβών. Αν, λοιπόν, θέλουμε να καταπολεμήσουμε το brain drain πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους παράγοντες που το δημιούργησαν – και αυτό δεν αφορά μόνο τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τις επόμενες γενιές, αλλά και ουσιαστική μέριμνα για τους σημερινούς νέους επαγγελματίες.
Η Ελλάδα χρειάζεται επαγγελματίες που θα ξέρουν ότι οι γνώσεις, οι δεξιότητες και οι υπηρεσίες τους αναγνωρίζονται έμπρακτα στον τόπο τους. Που θα ξέρουν ότι η πατρίδα τούς αναγνωρίζει το δικαίωμα να προκόβουν χάρη στη δουλειά. Που θα έχουν την ασφάλεια ότι η κοινωνική άνοδος δεν εξαρτάται από «γνωστούς» και «μεσάζοντες», αλλά από τον κόπο και την αξιοσύνη τους.
Τα χρόνια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήμασταν πολλοί εκείνοι που για πρώτη φορά χρειάστηκε να βγούμε στο δρόμο για να προστατεύσουμε τη θέση της χώρας στην Ευρώπη, αλλά και το δικαίωμά μας να έχουμε θέση στη χώρα μας. Η ισχυρή κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη προέκυψε από την ανάγκη μιας πολύ μεγάλης μερίδας Ελλήνων πολιτών να ξέρουν ότι δεν θα χρειαστεί να βγουν ξανά στο δρόμο για να διεκδικήσουν τα αυτονόητα. Ανάμεσα σε αυτούς είναι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Και πρέπει να τους ακούσουμε – όχι γιατί μας ψήφισαν, αλλά γιατί το αίτημά τους είναι δίκαιο.
* Ο Παύλος Μαρινάκης είναι Δικηγόρος, Αντιπρόεδρος ΟΝΝΕΔ και Υποψήφιος Πρόεδρος ΟΝΝΕΔ