Του Θωμά Γεώργα*
Δεκαετίες αναρίθμητων μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία έχουν περάσει αλλά ουσιαστική αλλαγή στην ποιότητα της εκπαίδευσης ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες, κοινωνικές και οικονομικές, του 21ου αιώνα δεν έχει ακόμα επιτευχθεί. Όσον αφορά στις συνεχόμενες μεταρρυθμίσεις, οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί των τελευταίων τριών δεκαετιών τις γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα. Και γνωρίζουν ακόμα περισσότερο ότι επί της ουσίας οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα σημαίνουν ανακύκλωση με δόσεις αποδόμησης παρά καινοτομία. Όσα ονόματα και να έχει αλλάξει το υπουργείο της Παιδείας όλα αυτά τα χρόνια , αυτό που συνεχίζει να κυριαρχεί είναι ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκεί στην οργάνωση και λειτουργία των σχολικών μονάδων σε μια μουσειακή επίδειξη κρατισμού , μοναδική πλέον στον αναπτυγμένο δυτικό κόσμο.
Αυτή την περίοδο διαμορφώνεται ένα ακόμη νομοσχέδιο που αναδιοργανώνει τις δομές της εκπαίδευσης. Σε αυτή τη νομοθετική πρόταση πολύ συνοπτικά, συγχωνεύονται και καταργούνται υφιστάμενες παιδαγωγικές υποστηρικτικές δομές εποπτείας και επιμόρφωσης των σχολικών μονάδων και του εκπαιδευτικού έργου. Διαφαίνεται μία κατεύθυνση δημιουργίας πιο συγκεντρωτικών δομών κεντρικής εποπτείας σε μεγαλύτερη απόσταση από τις σχολικές μονάδες από ότι μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα μεταφέρεται στους συλλόγους διδασκόντων η ευθύνη διαχείρισης θεμάτων, σε μία κατεύθυνση φαινομενικής «αυτορρύθμισης».
Είναι αυτό το νομοσχέδιο μια καινοτομία που δείχνει να εναρμονίζεται με διεθνείς πρακτικές ή πρόκειται για μία ακόμα «φλυαρία» που θα συνεχίσει να συντηρεί το μουσειακό έκθεμα κρατισμού που έχει καταντήσει να είναι το εκπαιδευτικό μας σύστημα; Η απάντηση δεν θα δοθεί εδώ, θα παρουσιαστούν όμως πολύ συνοπτικά κάποια στοιχεία που ενδεχομένως να αποτυπώσουν μια πληρέστερη εικόνα του τι συμβαίνει μιας και στον υπόλοιπο κόσμο εδώ και 30 τουλάχιστον χρόνια γίνονται σημαντικές αλλαγές στην οργάνωση και λειτουργία της εκπαίδευσης. Σε μας αυτές οι αλλαγές γίνονται αισθητές κάθε 3 χρόνια παρατηρώντας χώρες να ανεβοκατεβαίνουν στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης PISA του OECD (ΟΟΣΑ), αφήνοντας σταθερά το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα στις τελευταίες θέσεις.
Τα τελευταία 30 χρόνια λοιπόν, βρίσκονται σε εφαρμογή και συνεχή εξέλιξη μοντέλα βελτίωσης της σχολικής μονάδας τελείως διαφορετικά από το δικό μας παραδοσιακό αλλά ταυτόχρονα παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η κυρίαρχη δε αντίληψη αυτών των μοντέλων, όπως αυτή εκφράζεται τόσο από τη διεθνή εκπαιδευτική έρευνα όσο και επίσημα σαν γραμμή του ΟΟΣΑ, είναι ότι οι όποιες επιτυχημένες αλλαγές δεν ακολουθούν την παραδοσιακή κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω (υπουργείο -> σχολείο). Κι αυτό γιατί είναι πλέον αποδεκτό ότι η εφαρμογή εκπαιδευτικών πολιτικών είναι ανίκανη να επιφέρει αλλαγές στις διαδικασίες της διδασκαλίας και μάθησης. Αυτό δε που προτάσσεται σαν αντίλογος είναι ότι οι καινοτομίες και αλλαγές είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων οριζόντιων και κάθετων δικτύων που μεταφέρουν γνώση και εμπειρία. Κρατώντας τις λεπτομέρειες για ένα πιο τεχνικό άρθρο, θα λέγαμε ότι σε γενικές γραμμές τέσσερα είναι τα βασικά σημεία αυτής της αντίληψης:
- σχολική αυτονομία
- ελεύθερη γονική επιλογή σχολείου
- συναγωνισμός ανάμεσα στους παρόχους εκπαίδευσης
- αυτο-βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος
Αυτή η αντίληψη πρακτικά αφορά για παράδειγμα στην ίδρυση των λεγόμενων «ελεύθερων σχολείων» στη Σουηδία, των «ακαδημιών» στην Αγγλία, και των 'αυτόνομων' σχολείων στις ΗΠΑ. Αν θέλαμε διακόπτοντας για λίγο τις γενικές περιγραφές, να δώσουμε κάποια τεχνικά στοιχεία για το εκπαιδευτικό σύστημα συγκεκριμένης χώρας θα λέγαμε ότι διακρίνουμε τέσσερις βασικές αρχές που χαρακτηρίζουν το αγγλικό «αυτό - βελτιούμενο» εκπαιδευτικό σύστημα:
- Εκπαιδευτικοί και σχολικές μονάδες είναι μόνοι τους υπεύθυνοι για την πρόοδό τους.
- Εκπαιδευτικοί και σχολικές μονάδες μαθαίνουν τόσο από τη μεταξύ τους επικοινωνία όσο και από την εκπαιδευτική έρευνα ώστε οι όποιες αποτελεσματικές πρακτικές να διαδίδονται.
- Τα καλύτερα σχολεία και οι καλύτεροι διευθυντές σχολείων επεκτείνουν τη δράση τους σε άλλες σχολικές μονάδες ώστε να βελτιώνονται όλοι.
- Η κρατική παρέμβαση ελαχιστοποιείται.
Ανάλογα με τη χώρα εφαρμογής, εμφανίζονται κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πέρα από τους βασικούς άξονες που προαναφέραμε. Το αξιοσημείωτο όμως είναι ότι η εκπαιδευτική πολιτική σε αυτές τις χώρες έχει να επιδείξει μια συνέχεια και μια συνεπή στρατηγική δεκαετιών ανεξάρτητα από την πολιτική ηγεσία που αλλάζει εκ των πραγμάτων. Για παράδειγμα στην Αγγλία, ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός του 2010 αλλά και η πλειοψηφική συντηρητική κυβέρνηση του 2015 δρομολόγησαν τεράστιες και ευρείας κλίμακας αλλαγές βασισμένες όμως στην πορεία των μεταρρυθμίσεων των δύο προηγούμενων δεκαετιών που περιελάμβαναν μεγάλα διαστήματα διακυβέρνησης των αντιπάλων τους «Εργατικούς». Αυτές οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις συνεπείς στη χάραξη σταθερής στρατηγικής των τελευταίων δεκαετιών, επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε κάθε τομέα της σχολικής ζωής.
Η αναφορά τόσο σε γενικά χαρακτηριστικά όσο και σε επιμέρους αρχές έγινε με σκοπό να διαπιστώσουμε πόσο απέχουμε σαν Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τέτοιες διεθνείς νοοτροπίες. Μεμονωμένες , σποραδικές πρωτοβουλίες μιας ανοιχτής, φιλελεύθερης νοοτροπίας κοντά στις διεθνείς πρακτικές αναπτύσσονται και στη χώρα μας. Σε προηγούμενο σχολικό έτος για παράδειγμα, ένα δίκτυο σχολείων με στόχο την αυτοβελτίωση των συνθηκών διδασκαλίας και μάθησης οργανώθηκε στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Ένα Γενικό Λύκειο, ένα Επαγγελματικό Λύκειο και ένα Γυμνάσιο της πόλης οργάνωσαν ένα project με τη συμμετοχή διδασκόντων και μαθητών. Οι διευθυντές και διδάσκοντες συντόνισαν διαδικασίες ανατροφοδότησης, αναπροσάρμοσαν τις εκπαιδευτικές τους πρακτικές σε συνεργασία με τους μαθητές τους, και αντάλλαξαν καλές πρακτικές μεταξύ των σχολικών μονάδων επιτυγχάνοντας εξαιρετικά αποτελέσματα. Το ζητούμενο όμως είναι να προχωρήσουμε πέρα από το μεμονωμένο και σποραδικό. Ο δρόμος που πρέπει να διανύσει το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα για να προσεγγίσει αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις είναι μακρύς, προϋποθέτει μια σειρά αλλαγών αλλά κυρίως απαιτεί μια εκπαιδευτική πολιτική συνεπή, χωρίς παλινδρομήσεις, η οποία θα ακολουθεί τις διεθνείς πρακτικές χωρών που κυριαρχούν στις πρώτες θέσεις της εκπαίδευσης παγκοσμίως.
Είμαστε στο και πέντε. Χρειάζεται όραμα από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες ώστε να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις εκσυγχρονισμού της παιδείας. Χρειάζονται γενναίες πολιτικές αποφάσεις. Αποφάσεις που αναπόφευκτα θα έχουν βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, αλλά μεσοπρόθεσμα θα αποδώσουν. Ο χώρος των εκπαιδευτικών πέρα από τις κραυγές μειοψηφιών άρνησης και συντηρητισμού, διψάει για αξιοκρατία και κοινωνική καταξίωση.
* Ο κ. Θωμάς Γεώργας είναι Βιολόγος MSc, διδάκτωρ Εκπαιδευτικής Πολιτικής και Διοίκησης UCL. Αιρετός εκπρόσωπος των εκπαιδευτικών στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας.