Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Το 1966, η Διεθνής Οργάνωση Βιβλίων για τη Νεότητα (ΙΒΒΥ) καθιέρωσε τη 2α Απριλίου, ημέρα των γενεθλίων του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ως Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου, με σκοπό να εμπνεύσει στα παιδιά την αγάπη για το διάβασμα και να προκαλέσει την προσοχή των μεγαλυτέρων στο παιδικό βιβλίο. Με αυτή την αφορμή, έχουμε τη χαρά να μιλούμε σήμερα με τον συγγραφέα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας Βασίλη Παπαθεοδώρου. Τον ευχαριστούμε θερμά για τον χρόνο του. Και ευχαριστώ και όλους εσάς που θα διαβάσετε αυτή τη συνέντευξη και θα την κοινοποιήσετε. Έχει πολύ μεγάλη σημασία. Να είστε καλά!
— Αγαπητέ κύριε Παπαθεοδώρου, πείτε μας, πότε μπορεί να ξεκινήσει το διάβασμα ένα παιδί; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ηλικία ή περίοδος;
Όσο πιο νωρίς, τόσο καλύτερα. Προφανώς μπορεί και πρέπει το παιδί να ξεκινά το διάβασμα κατά την προσχολική ηλικία, τότε που αρχίζουν να διαμορφώνονται οι συνήθειες και τα μοτίβα συμπεριφοράς. Θεωρείται ιδιαίτερα σημαντικό να αποσυνδέσει στο μυαλό του το βιβλίο από την εκπαιδευτική διαδικασία, ή καλύτερα να μην κάνει καν αυτή τη σύνδεση. Το λογοτεχνικό ανάγνωσμα είναι για απόλαυση, το σχολικό βιβλίο για μάθηση. Επίσης, λόγω της έντονης κτητικότητας που έχουν τα μικρά παιδιά, το δέσιμο με το αντικείμενο-βιβλίο συντελείται σε αυτή την ηλικία.
— Πολύ ωραία. Τώρα, και το ρωτώ ειλικρινά, πώς μπορεί να κάνει ένας γονιός το παιδί του «ισόβιο» αναγνώστη; Γίνεται; Ή πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να τα παρατήσει στην πορεία;
Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, αλλιώς όλα τα παιδιά θα ήταν «ισόβιοι» αναγνώστες. Σίγουρα ένα περιβάλλον που αγαπά τα βιβλία βοηθά σε αυτό, γιατί πολλές φορές το παιδί υιοθετεί, έστω και μιμητικά, συνήθειες των μεγαλύτερων. Αρκεί όμως αυτό; Όχι, σε αρκετές περιπτώσεις αναγνώστες δημιουργήθηκαν μέσα σε αντιπνευματικά περιβάλλοντα. Το να του δωρίζει όμως ένα μικρό βιβλίο ή να το παίρνει μαζί του για αγορές σε βιβλιοπωλείο είναι κάτι που συμβάλλει σε αυτό. Η γενιά μας έμαθε την ανάγνωση από τα Κλασσικά Εικονογραφημένα και τα Μίκυ Μάους, κάθε εβδομάδα είχαμε κάτι να περιμένουμε. Δυστυχώς αυτή η επαναληψιμότητα πλέον δεν υπάρχει, αυτό το τελετουργικό τού να αγοράζεις μια συγκεκριμένη μέρα ένα περιοδικό από το περίπτερο. Αυτό, όσο κι αν δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει τότε, συνέβαλλε στην αναγνωστική εκπαίδευσή μας. Συνεπώς, η όποια εκδήλωση, η όποια αγορά βιβλίου, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως γεγονός της μίας φοράς, αλλά να υπάρχει μια συνεχής επένδυση σε αυτό.
— Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι παράγοντες που «σκοτώνουν» τη διάθεση ενός παιδιού να διαβάσει; Μιλάμε πάντα για μη σχολικά βιβλία.
Στις μέσες και μεγαλύτερες ηλικίες το σχολείο παίζει έναν αμφίσημο ρόλο. Δηλαδή, ενώ θα μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στη διάθεση του παιδιού για διάβασμα, πολλές φορές τα αποθαρρύνει, επειδή τείνει να τους το «επιβάλλει» ψυχαναγκαστικά. Θεωρώ ότι και η αντιμετώπιση όλων μας, ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν, ότι πρέπει πάση θυσία να τα κάνουμε να διαβάζουν, όλο αυτό το «άγχος» για να γίνουν αναγνώστες είναι φοβική και ηττοπαθής στάση, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι. Όχι, δεν φταίνε τα τάμπλετ και το Ίντερνετ, δεν φταίνε τα σχολικά διαβάσματα και ο περιορισμένος χρόνος. Τα παιδιά και ειδικά οι έφηβοι θα διάβαζαν σε μεγαλύτερο ποσοστό αν έβρισκαν βιβλία που τους ενδιαφέρουν, που μιλούν τη γλώσσα τους και έχουν θέματα που τους αφορούν. Προσοχή, μιλώ για παιδιά που δεν αρέσκονται στα βιβλία, όχι για συνειδητούς αναγνώστες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ο κάθε δυνητικός αναγνώστης είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, δεν γίνεται να πιάσεις με ένα βιβλίο όλα τα παιδιά.
— Έχουν κάποια σχέση οι σχολικές επιδόσεις ενός παιδιού με το πόσο θα αγαπήσει το διάβασμα;
Απολύτως καμία. Δεν θα έπρεπε να έχουν καμία σχέση, διευκρινίζω. Το διάβασμα δεν είναι για τους καλούς μαθητές, είναι για όλους. Δυστυχώς όμως υπάρχει αυτή η παρανόηση, αυτό το ψυχολογικό φράγμα, αυτή η ατάκα τού «αυτός δεν παίρνει τα γράμματα», «αυτός δεν είναι του διαβάσματος». Άλλο το ένα, τα μαθήματα δηλαδή, άλλο το άλλο, η αναγνωστική απόλαυση. Ξέρω έφηβους με πολύ κακούς βαθμούς, με σχεδόν άθλιες μαθητικές επιδόσεις, που κάνουν τις καλύτερες κουβέντες στις επισκέψεις μου σε σχολεία. Βγάζουν τους προβληματισμούς τους, τις σκέψεις τους, εκφράζονται. Και μέσω αυτής της συμμετοχής αποκτούν αυτοπεποίθηση. Η έκφραση και η σκέψη δεν είναι προνόμιο των καλών μαθητών.
— Όμως γιατί είναι τελικά απαραίτητο να διαβάζουν λογοτεχνία τα παιδιά;
Για να αντλήσουν απόλαυση. Για να απαντήσουν κάποια ερωτήματα σχετικά με τον εαυτό τους, ταυτιζόμενοι με ήρωες και καταστάσεις. Για να μάθουν χειρισμούς περιστάσεων, χαρακτήρων, να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους. Για να μείνουν μόνοι με τον εαυτό τους, αγαπώντας τον. Υπάρχει μια ατελείωτη λίστα με «για να…» Προτιμώ πάντα να αναφέρω πρακτικά αποτελέσματα παρά να παραθέτω ατάκες όπως «η λογοτεχνία είναι παράθυρο στη φαντασία» ή «κυνηγώ τα όνειρά μου». Και τα παραπάνω είναι πρακτική εκπαίδευση, αβίαστη και γι' αυτό τον λόγο πιο καλά χωνεμένη από τους αναγνώστες. Πάντως θα πω εδώ και το εξής: Δεν υπάρχει «πρέπει» και «επιβάλλεται» στο βιβλίο. Σε κάποια παιδιά δεν θα αρέσει, ακόμα κι αν έχουν διαβάσει κάποια, όπως σε άλλα δεν αρέσει κάτι άλλο.
— Υπάρχει καλή και κακή παιδική λογοτεχνία; Ή ό,τι είναι για παιδιά είναι καλό;
Δεν θα ονόμαζα όλα τα παιδικά βιβλία που κυκλοφορούν «λογοτεχνία». Η λογοτεχνία για μένα έχει και πρέπει να έχει κάτι ευγενές. Μια απαίδευτη αφήγηση, που δεν είναι καν μια ολοκληρωμένη ιστορία, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς πειστικούς χαρακτήρες, χωρίς δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, και που βγαίνει σε έντυπη μορφή σίγουρα δεν είναι λογοτεχνικό έργο. Συνεπώς εδώ έχουμε ένα ζήτημα ορισμού. Άρα μιλάμε εντέλει για καλά και κακά παιδικά βιβλία. Στην Ελλάδα εκδίδονται πολύ λίγα εξαιρετικά βιβλία τον χρόνο, αρκετά έως πολλά κακά και μια πληθώρα βιβλίων μέσου επιπέδου, που τα λες «συμπαθητικούλια» και μέχρι εκεί. Αυτή η κατηγορία κάνει μακροπρόθεσμα κακό, αν μπορώ να το ονομάσω έτσι. Εκπαιδεύει το παιδί σε μια αναγνωστική μετριότητα, στο να μην κάνει πνευματικά το απαραίτητο βήμα προς τα πάνω, σε μια βαρετή διαδικασία, όπου οι λέξεις-κλειδιά (διαφορετικότητα, bullying, ανακύκλωση κ.ά.) είναι η κινητήρια δύναμη για να γραφτεί ένα προσχηματικό βιβλίο που θα δώσει άλλοθι πρωτοτυπίας σε μια σχολική διαδικασία, δηλαδή να γίνει κουβέντα στην τάξη γι' αυτά τα θέματα. Συνεπώς, όχι, ό,τι κυκλοφορεί δεν είναι καλό, χρειάζεται προσοχή στις επιλογές.
— Μάλιστα. Πάμε σε κάτι άλλο. Στο εξωτερικό, η κατηγορία βιβλίων που απευθύνονται σε μαθητές Λυκείου, η λεγόμενη Young Adult Fiction, είναι μακράν η #1 σε πωλήσεις. Στην Ελλάδα, που έχει μερικές χιλιάδες άψογα παιδικά βιβλία, σπανίως εκδίδονται Young Adult — γιατί δεν πουλάνε, δεν έχουν κοινό. Πώς γίνεται αυτό; Γιατί ξεχωρίζουμε τόσο πολύ;…
Στο Λύκειο σχεδόν όλοι οι μαθητές πηγαίνουν φροντιστήριο ή προετοιμάζονται για τις εξετάσεις. Εκεί παρατάνε το βιβλίο ακόμα και οι λίγοι που διάβαζαν. Λάθος; Εννοείται, επειδή υπάρχουν και οι περίοδοι των διακοπών που θα μπορούσαν να διαβάσουν κάτι. Έτσι το Young Adult —και με αυτό τον όρο δεν αναφέρομαι στο εφηβικό βιβλίο— δεν πουλά εξ ορισμού. Υπάρχει όμως και το άλλο. Στην Ελλάδα υπηρετούν ελάχιστοι αυτό το είδος. Οι περισσότεροι γράφουν μικρή φόρμα και λιγότεροι μεσαία φόρμα. Ελάχιστοι ασχολούνται με τη μεγάλη φόρμα. Δηλαδή δεν έχουμε πολλούς μυθιστοριογράφους νεανικής λογοτεχνίας. Αυτό γίνεται για λόγους ευκολίας κι εμπορικότητας κατά τη γνώμη μου στους περισσότερους. Θεωρείται πιο εύκολο και γρήγορο να γράψεις λίγες λέξεις (που επί της ουσίας δεν είναι) παρά ένα ολόκληρο μυθιστόρημα. Επιπλέον, οι πωλήσεις των βιβλίων για μικρά παιδιά είναι καλύτερες. Ακόμα και από τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής αμφιβάλλω αν έχει βγει μυθιστοριογράφος νεανικής λογοτεχνίας. Συνεπώς η επιλογή ελληνικών βιβλίων σε αυτό το είδος είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τώρα, γιατί δεν προτιμούν τα μεταφρασμένα, δεν ξέρω. Φαντάζομαι έχει να κάνει με την παρανόηση του «δεν υπάρχει χρόνος», ενώ είναι δεδομένο πως υπάρχει χρόνος για άλλα πράγματα.
— Εσείς γράφετε και Young Adult. Και, από όσο ξέρω, έρχεστε σε στενή επαφή με μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Εν πάση περιπτώσει, τι σας λένε, γιατί σταματούν το διάβασμα από ένα σημείο και μετά; Τι θα ήθελαν να διαβάσουν και δεν το βρίσκουν;
Είναι αρκετά αποκαλυπτικές οι απόψεις που έχω ακούσει από μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι δεν τους αφορά η θεματολογία, ότι η γλώσσα είναι παραφορτωμένη και φιλολογίζουσα. Οι νέοι θέλουν να διαβάσουν ή τουλάχιστον θα διάβαζαν αναγνώσματα που τους αφορούν άμεσα, που μιλάνε για τα προβλήματά τους, τις σχέσεις τους, τα διλήμματά τους. Επιπλέον ψάχνουν για αυθεντικότητα στους χαρακτήρες και στην πλοκή. Για να το πω πιο απλά, δεν θυμάμαι να έχουν βγει πολλά βιβλία που να μιλάνε για φοιτητική ζωή, για έναν νέο λ.χ. που κάνει Erasmus και μπλέκει σε μια περιπέτεια. Επιπλέον, η προώθηση του είδους, το να χαρακτηρίζονται δηλαδή όλα τα βιβλία παραμύθια ή παιδικά ή εφηβικά, είναι κάτι που απωθεί εκ των πραγμάτων αναγνώστες που βιάζονται να μεγαλώσουν. Εγώ θα στεκόμουν πιο πολύ στη θεματολογία: δεν συγκινούν πολύ τα βιβλία που αναφέρονται στο παρελθόν, που μιλάνε για χωριά και γιαγιάδες ή παππούδες, που αποπνέουν συντηρητισμό ή/και μικροαστισμό, για να αναφέρω κάποια παραδείγματα. Όπως και δεν πείθει η απεικόνιση των εφήβων ή νέων σε πολλά από αυτά. Οι νέοι έχουν μια βαθιά εσωτερικότητα, λένε λίγα και σκέφτονται πολλά, υπεραναλύουν. Στο εξωτερικό υπάρχει θεματολογία για transgender, οπλοκατοχή, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, φυλακές ανηλίκων. Εδώ;
— Κράτος ή ιδιώτες; Συγγραφείς ή εκδότες; Ποιοι πρέπει να δραστηριοποιηθούν περισσότερο ώστε να μη σπάει η αλυσίδα φιλαναγνωσίας που ξεκινά από τις πιο μικρές ηλικίες;
Όλοι έχουν μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί. Οι εκδοτικοί οίκοι πρέπει να σταματήσουν να βγάζουν άκριτα τόσα βιβλία? δεν ξέρω αν και τι προσφέρει αυτός ο ανηλεής ανταγωνισμός υπερπροσφοράς τίτλων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν αξίζουν. Οι συγγραφείς πρέπει να επικεντρωθούν στο να καλυτερεύουν τη γραφή τους, δεν γίνεται να γράφει κάποιος απανωτά, χωρίς να έχει χωνέψει το προηγούμενο, δεν υπάρχει εξέλιξη. Επίσης δεν είναι σωστό να γίνεται η ανάγνωση ψυχαναγκαστικά στο σχολείο ούτε βέβαια να εργαλειοποιείται προς όφελος της εκπαίδευσης. Στους γονείς και στα σχολεία θα έδινα μεγαλύτερα ποσοστά ευθύνης. Το να υπάρχει μόνο ένα βιβλίο στην τάξη, να διαβάζονται κάποια αποσπάσματα ή να φωτοτυπούνται μερικές σελίδες, να γίνονται περιλήψεις και μετά εργασίες, ζωγραφικές και άλλες άσχετες με την ανάγνωση δραστηριότητες, μπορεί ενδεχομένως να συνεπικουρήσει αλλά όχι να χρησιμοποιείται σαν κύρια μέθοδος. Το παιδί ή ο νέος πρέπει να δένεται με το αντικείμενο, το βιβλίο είναι και κάτι «φετιχιστικό», πρέπει να το αγαπήσεις σαν αντικείμενο, να το σεβαστείς, να καταλάβεις την αξία του. Δεν είναι σημειώσεις πανεπιστημιακού μαθήματος, που τις φωτοτύπησες επειδή έχασες την παράδοση.
— Και μια τελευταία ερώτηση: εμείς οι μεγάλοι κάνει να διαβάζουμε παιδικά βιβλία; Κάπου διάβασα ότι «καλό παιδικό είναι αυτό που αρέσει και σε ενήλικες». Ισχύει;
Ναι, πρέπει να διαβάζουμε κι εμείς, για να ξεχωρίζουμε τι είναι καλό και τι όχι. Στην παραπάνω πρόταση μεγάλη βαρύτητα έχουν οι λέξεις «καλό παιδικό», δηλαδή λογοτεχνικό. Ναι, η λογοτεχνία αγγίζει και μικρούς και μεγάλους, συνεπώς το καλό παιδικό έχει τη δύναμη να κάνει το ίδιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αν ένα βιβλίο χαμηλών προδιαγραφών τύχει να αρέσει και σε μικρούς και σε ενήλικες είναι αυτομάτως καλό. Το γούστο δεν συμβαδίζει πάντα με την ποιότητα. Συνεπώς εδώ παίζει ρόλο το περιεχόμενο που δίνουμε σε αυτή τη λέξη, περιεχόμενο που μπορεί να οριστεί αντικειμενικά με αρκετή σαφήνεια. Σε γενικές γραμμές λοιπόν συμφωνώ, βάζοντας όμως κάποια διευκρινιστικά θέματα.
— Σας ευχαριστώ θερμά!