Πανδημία και ιδεολογικές συγκρούσεις

Μια απλή βόλτα στο διεθνή Τύπο όλους αυτούς τους «πανδημικούς μήνες» θα ήταν αρκετή στον Έλληνα αναγνώστη για να διαπιστώσει το τραγικό επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας. Τη στιγμή που η «διεθνής της πνευματικής ελίτ» από τον Φράνσις Φουκουγιάμα μέχρι τον Νόαμ Τσόμσκι, οι αρθρογράφοι αλλά και οι πολιτικοί προσπαθούσαν να προβλέψουν το βάθος του αποτυπώματος της πανδημίας στους θεσμούς, στην κοινωνία και την οικονομική δραστηριότητα σ’ένα βάθος χρόνου, στην Ελλάδα συζητούσαμε αποκλειστικά πόσα λεφτά θα μας δώσει η ΕΕ κι αν θα είναι αποτελεσματικό το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής. Υπήρχαν βέβαια εξαιρέσεις αλλά πολύ αποσπασματικές.

Ο Ξενοφών Κοντιάδης, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρόεδρος του Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, ήταν η λαμπρή εξαίρεση. Kατέγραψε τις σκέψεις του σε ενεστώτα χρόνο, κατά τη διάρκεια του lockdown κι ενώ τα γεγονότα ήταν ακόμα σε πλήρη εξέλιξη αναλαμβάνοντας το μεγάλο ρίσκο της διάψευσης που είχε αυτή η πρωτοβουλία. Για εμάς το ενδεχόμενο κάποιος αναλυτής να διαψευσθεί από τα γεγονότα είναι αδιάφορο. Ζούμε στον 21ο αιώνα, έχουμε συσσωρεύσει ένα μεγάλο όγκο κοινωνικής εμπειρίας τον οποίο οφείλουμε να αξιοποιούμε και αλίμονο αν διστάζουμε να καταγράψουμε εκτιμήσεις και προβλέψεις από το φόβο της διάψευσης!

Προϊόν αυτής της πρωτοβουλίας του Ξ. Κοντιάδη είναι το βιβλίο  «Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα»* που κυκλοφόρησε αρχές Μαίου. 

Η πολιτική σκέψη του Κοντιάδη έχει ήδη καταγραφεί με σαφήνεια στο βιβλίο του «Η Σοσιαλδημοκρατία Σήμερα» (ΠΟΛΙΣ). Παρ’όλα αυτά όμως, είναι αυτό το βιβλίο που μας θύμισε την ιδεολογική απόσταση που χωρίζει τους σοσιαλδημοκράτες από τους φιλελεύθερους. Μια απόσταση που στα ελληνικά «καθ’ημάς» δεν καταφέρνει τελικά να καλύψει η συστράτευση απέναντι στο εθνολαϊκιστικό φαινόμενο του ΣΥΡΙΖΑ που απείλησε πολλές φορές και ανοιχτά τη δημοκρατία στη χώρα μας ούτε βέβαια το αίτημα για αποτελεσματική διακυβέρνηση, όπως αυτό εκφράζεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη με τους δεξιούς-κεντροδεξιούς πολιτικούς και τους κεντροαριστερούς τεχνοκράτες. 

Το αίτημα για αποτελεσματική διακυβέρνηση δεν είναι ιδεολογία από μόνο του. Κι αν το είχαμε ξεχάσει, το θυμηθήκαμε, ελαφρώς τρομαγμένοι, διαβάζοντας το βιβλίο του Κοντιάδη.

Το βιβλίο αυτό αναπτύσσεται ταυτόχρονα σε δύο άξονες: τον πολιτικό και τον καθαρά συνταγματικό, ένα πεδίο που φυσικά ο συγγραφέας κινείται με πολύ μεγάλη άνεση ως συνταγματολόγος και ο ίδιος.

Με πολιτική «πανουργία» ο έμπειρος Κοντιάδης επιχειρεί να κυριαρχήσει επί του πεδίου της δημόσιας συζήτησης θέτοντας εκείνος τα πολιτικά ερωτήματα που έφερε πάλι η πανδημία «ως επιταχυντής μιας κρίσης που σιγόβραζε σε πολλά επίπεδα». 

Υπάρχει κάτι που κινδυνεύει, ισχυρίζεται ο Κοντιάδης, άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ανοιχτά: το μεγάλο κοινωνικό κράτος το οποίο αντιμετωπίζει ως κάτι αγαθό εξ ορισμού. Είναι καλό το κοινωνικό κράτος-νταντά που φροντίζει τους πολίτες, που αναγνωρίζει την υγεία ως κοινωνικό δικαίωμα και όχι «απλώς» ως ατομικό και είναι πανέτοιμο, την ίδια στιγμή, να προστατεύσει τους πολίτες από τον εαυτό τους και είναι επείγον (όπως θα το έθετε και ο Καρλ Σμιτ...) να το προστατεύσουμε.

Δεν χρειάζεται καν να καταγράψουμε τη διαφωνία μας εδώ. Οι σοσιαλδημοκράτες συνεχίζουν, τον 21ο αιώνα, να κραδαίνουν το κράτος ως τοτέμ, ως κάτι εξ ορισμού αγαθό που κάθε παρέμβασή του (εκτός αν αυτή αφορά δικαιώματα) μόνο καλό μπορεί να προκαλέσει και το κάνουν εξωραΐζοντας το με διάφορους προσδιορισμούς, όπως «κοινωνικό κράτος», «κοινωνικό δικαίωμα», όρους που είναι αδύνατον να προσδιοριστούν με σαφήνεια και κυρίως με καθολικότητα στην ισχύ τους γι αυτό και αναγκάζονται διαρκώς να καταφεύγουν σε διάσημα «ιστορικά ατυχήματα» (Το κράχ του 1939, η κατάρρευση της Lehman το 2008) ως φόβητρο. Αντί να ζητούν να μεταρρυθμίσουμε και να εκδημοκρατικοποιήσουμε το κράτος αποκεντρώνοντας την εξουσία του με ανεξάρτητες αρχές, με μοντέλα συμμετοχικής διοίκησης κλπ, οι σοσιαλδημοκράτες μας καλούν να εφευρίσκουμε διαρκώς νέα δικαιώματα τα οποία, ω του θαύματος!, μόνο ένα μεγάλο κράτος που ασκεί πολιτική, πάντα με λεφτά κάποιου άλλου, μπορεί να τα εγγυηθεί, οπότε ας δεχτούμε την εξουσία του στο όνομα, μάλιστα, της κοινωνικής συνοχής.
Ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε. 

Διαβάζοντας το βιβλίο η απορία μας πηγάζει αβίαστα. Αν είναι όπως τα λέει ο Ξενοφών Κοντιάδης τι είδους κράτος είναι πιθανότερο να εκμεταλλευτεί την πανδημία για να περιορίσει τις ατομικές ελευθερίες;

Το κράτος-νταντά των κοινωνικών δικαιωμάτων που δεν σε κλειδώνει μόνο στο σπίτι για να περιορίσει τον πανδημικό κίνδυνο, κάτι που είναι απολύτως συνταγματικό, όπως εξηγεί και ο Κοντιάδης με το κύρος του συνταγματολόγου και κανείς μας δεν διαφώνησε σε αυτό αλλά σου έχει κόψει και το τσιγάρο για το καλό σου και δηλώνει πανέτοιμο να λάβει μέτρα για τον περιορισμό της παχυσαρκίας πάλι επειδή αυτό είναι το καλό σου;

Ή το περιορισμένης ισχύος κράτος που κάθε απόφασή του ελέγχεται από ένα πλέγμα στιβαρών, ανεξάρτητων αρχών και δεν αναγνωρίζει το ρόλο της νταντάς στον εαυτό του;

Από ποιο είδος κράτους οι ατομικές ελευθερίες κινδυνεύουν περισσότερο; Από το πρώτο ή το δεύτερο; Από από το κράτος-νταντά ή το αποκεντρωμένης ισχύος κράτος;

Δεν είναι τυχαίο που ο Κοντιάδης βρίσκεται διαρκώς να «τσιτάρει» μεταμοντέρνους στοχαστές από τον Τζόρτζιο Αγκάμπεν ώς τον Πάολο Βίρνο. Αυτό δηλώνει το μέτρο της απόστασης αυτού του σοσιαλδημοκρατικού λόγου από τη φιλελεύθερη σκέψη. Είναι μια διάρρηξη με την παράδοση του Διαφωτισμού που φλερτάρει με τον αριστερό ριζοσπαστισμό. Ελπίζουμε αυτό να είναι προσωρινό.

Το κεφάλαιο όπου ο Κοντιάδης παραθέτει τα συνταγματικά προβλήματα που ανέκυψαν και θα ανακύπτουν με την πανδημία είναι βέβαια το πιο δυνατό του βιβλίου, όχι πως τα υπόλοιπα στερούνται σε επιχειρήματα. Απλώς, σε αυτό το κεφάλαιο ο συγγραφέας δεν έχει ανάγκη να ορίσει το πεδίο θέτοντας τις ερωτήσεις. Ξέρει και τις ερωτήσεις και τις απαντήσεις.

Το βιβλίο του Κοντιάδη λειτουργεί ως εγχειρίδιο εισαγωγής στη βιοπολιτική και τις θεωρίες διακινδύνευσης γιατί κάνει ένα πολύ ωραίο πέρασμα στην ιστορία των ιδεών αυτών και της σχετικής συζήτησης μέχρι σήμερα και το κάνει πολύ καλά, με την εμπειρία του πανεπιστημιακού δασκάλου. Χωρίς να είναι δυσπρόσιτο, μοιραία απευθύνεται σε αναγνώστες που γνωρίζουν έστω και λίγο τη σχετική συζήτηση, αίσθηση που επιτείνει το πυκνό ύφος αν και το ύφος μάλλον μοιραία προκύπτει πυκνό επειδή το βιβλίο γράφεται σε ενεστώτα χρόνο. Σε μια μελλοντική έκδοση ο συγγραφέας ίσως να σκεφτόταν το ενδεχόμενο να οριοθετήσει σαφέστερα τη δομή του δοκιμίου αν και αυτό, το πρώτο κείμενο, κατά τη γνώμη μας έχει πολύ μεγάλη αξία και θα έχει και το ρόλο μιας πρωτογενούς πηγής στην ιστοριογραφία του μέλλοντος.

Είχαμε καιρό να διαβάσουμε ένα πολιτικό δοκίμιο που να μας προκαλέσει τόσο έντονα συναισθήματα και να μας ανοίξει την όρεξη για συζήτηση και για διάλογο. Σε μια εποχή ύπνωσης που την προκαλεί η πολιτικολογία καφενείου των σόσιαλ μήντια που όλοι συχνάζουμε ως φύσει κοινωνικά όντα που είμαστε και της συζήτησης που εξαντλείται στην αποτίμηση της αποτελεσματικής διακυβέρνησης, χωρίς να εξετάζουμε τι πολιτική αυτή παράγει στο τέλος της ημέρας, το βιβλίο του Ξενοφώντα Κοντιάδη ήταν μια απολαυστική εμπειρία που τη συνιστούμε σε κάθε αναγνώστη που ασχολείται στα σοβαρά με την πολιτική.

Κλείνουμε με μια πολύ φιλική και ταπεινή παραίνεση προς τους φίλους σοσιαλδημοκράτες. Να αφήσουν κατά μέρος τον Πάολο Βίρνο και να πιάσουν τον ξεχασμένο Κάρλο Ροσέλι και τον «Φιλελεύθερο Σοσιαλισμό» (ΠΟΛΙΣ) του. Άπαξ και η μοίρα της χώρας μας έφερε τόσο κοντά, ας κοιτάξουμε να βρούμε κάποιους κοινούς ιδεολογικούς τόπους για να παραχθεί επιτέλους και λίγη πολιτική. Ο Ροσέλι είναι μια καλή βάση συνάντησης.

*Ξενοφών Κοντιάδης, Πανδημία, Βιοπολιτική και Δικαιώματα (Καστανιώτης).