Βρισκόμαστε στο 2021 σε ένα πανεπιστήμιο χώρας-μέλους της Ε.Ε. Το πανεπιστήμιο αυτό εμφανίζει ένα πρωτόγνωρο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα φαινόμενο: Βρίσκεται σε διαρκή κατάληψη.
Η κατάληψή του μάλιστα είναι τέτοιας μορφής και εντοπίζεται σε τέτοιο βάθος, ώστε συχνά δε χρειάζεται καν να γίνει σχετική ανακοίνωση από καταληψίες, αφού όλα τα μέλη της πανεπιστημιούπολης γνωρίζουν τη θέση που πρέπει να κρατήσουν μέσα στο συγκεκριμένο καθεστώς· το τι επιτρέπεται να πουν και το τι δεν επιτρέπεται να πουν, το τι επιτρέπεται να κάνουν και το τι όχι.
Όταν, ωστόσο, κάποια από τα μέλη της εν λόγω πανεπιστημιούπολης, τολμούν να λοξοδρομήσουν και αρχίζουν να συμπεριφέρονται -άκουσον άκουσον-, ωσάν να μην υπάρχει κατάληψη στον χώρο που εργάζονται, μιλώντας ελεύθερα χωρίς περιορισμούς και εκφράζοντας τις απόψεις τους ή τη συμπαράστασή τους προς άτομα ή ιδέες οι οποίες δεν χαίρουν της εκτιμήσεως των καταληψιών, τότε το συντονιστικό της κατάληψης επεμβαίνει άμεσα και υπενθυμίζει με ακόμη πιο ρητό τρόπο, ότι το πανεπιστήμιο βρίσκεται σε κατάληψη για όσους το ξέχασαν.
Τα δε, θρασύτατα μέλη που τόλμησαν να συμπεριφερθούν προκλητικά ωσάν να βρίσκονται σε έναν ελεύθερο χώρο, αμέσως στοχοποιούνται από τους καταληψίες, εκφοβίζονται, απειλούνται, προπηλακίζονται και ενίοτε τους κρεμούν και καμιά ταμπέλα για παραδειγματισμό. Και αναρωτιέται καλοπροαίρετα κάποιος συνάδελφος των θρασύτατων μελών ΔΕΠ, προβληματισμένος από τη συμπεριφορά των συναδέλφων του: «ε κι αυτοί τι δουλειά είχαν να εκφράσουν έτσι ελεύθερα τις απόψεις τους εντός ενός πανεπιστημίου που βρίσκεται σε κατάληψη;
Λογικό είναι να στοχοποιηθούν. Αν δεν προκαλούσαν, δεν θα τους πείραζε κανείς. Δεν φταίνε οι καταληψίες». Και ίσως να έχει δίκιο ο τελευταίος αφού σε ένα περιβάλλον κατάληψης, αυτός που αποφασίζει ποιος θα μιλήσει και ποιος όχι, τι θα πει και τι όχι, είναι ο καταληψίας, αυτός που οικειοποιήθηκε τον χώρο. Είναι δυνατόν να τολμάς να λες διαφορετικά πράγματα απ’ αυτά που εγκρίνουν οι σπιτονοικοκύρηδες ενός δημόσιου χώρου;
Έπειτα απ’ τις στοχοποιήσεις, τις φωνές και τις νουθεσίες των καταληψιών, ορισμένα απ’ τα πρώην λαλίστατα μέλη του Campus, όπως είναι φυσικό, θα αποτραβηχτούν, θα σιωπήσουν, θα σκεφτούν «έχω οικογένεια, δεν με παίρνει να τα βάλω μαζί τους» ή «πού να μπλέκεις τώρα; Σάμπως εγώ είμαι αυτός που θα λύσει τα προβλήματα του πανεπιστημίου; Ας τα λύσουν οι υπόλοιποι. Έχουμε κι άλλες δουλειές».
Κάποια άλλα μέλη, ωστόσο, είναι πολύ πιο ατίθασα και ανεπίδεκτα μαθήσεως. Είναι εμποτισμένα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ψευδαισθήσεις ελευθερίας, ελεύθερης έκφρασης, δικαιωμάτων, ανθρώπινης και ακαδημαϊκής αξιοπρέπειας.
Αρνούνται να κρυφτούν. Αρνούνται να πασάρουν στους επόμενους τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Αρνούνται να αποστρέψουν το βλέμμα τους από συναδέλφους τους που απειλούνται. Με άλλα λόγια αρνούνται να υπακούσουν στους σπιτονοικοκύρηδες του πανεπιστημίου. Κι έτσι τολμούν να υποστηρίξουν αυτούς που δεν υποστηρίζουν οι τελευταίοι.
Τολμούν να απαιτήσουν την ελεύθερη έκφραση μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου. Τολμούν να απαιτήσουν την απελευθέρωση των πανεπιστημίων από τους καταληψίες. Στην τελική, αυτό που ζητούν είναι η ανατροπή ενός καθεστώτος.
Οι συντονιστές της κατάληψης πληροφορούνται τάχιστα την αναίδεια των παραπάνω και από κοινού με πιο ειρηνικούς και καλοπροαίρετους καθηγητές που δεν βρίσκουν λόγους να αλλάξει το συγκεκριμένο καθεστώς και να μπαίνουμε σε τσάμπα βάσανα, ξεκινούν μια πιο μεθοδευμένη στοχοποίηση ή δολοφονία χαρακτήρα των συγκεκριμένων ρέμπελων.
Θα τους απειλήσουν τηλεφωνικώς, θα τους χτίσουν στα γραφεία τους, θα κυκλοφορήσουν φωτογραφίες τους στο διαδίκτυο ή στους τοίχους των σχολών, θα κυκλοφορήσουν κείμενα, ώστε να μάθουν όλοι ποιοι είναι αυτοί οι αναίσχυντοι τύποι που εν καιρώ ειρήνης, προσπαθούν να μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε εμπόλεμη ζώνη.
Όσα τμήματα έχουν μάλιστα αρκετούς φιλειρηνικούς καθηγητές και πολέμιους της βίας και της επανάστασης, αρχίζουν να απομονώνουν τους προδότες συναδέλφους τους για να τους βοηθήσουν παιδαγωγικά να καταλάβουν το λάθος τους, ότι στη θέλησή τους να κάνουν τα πράγματα καλύτερα, κατέληξαν άθελά τους τσιράκια όσων επιθυμούν ελεύθερα πανεπιστήμια.
Η κατάσταση αρχίζει να οδηγείται σταδιακά σε αδιέξοδο με τους μεν καταληψίες να προσπαθούν να επιβάλλουν την τάξη και με τους ψευτοεπαναστάτες να μην καταλαβαίνουν τίποτα και να συνεχίζουν ακάθεκτοι να απαιτούν σεβασμό στην ελεύθερη έκφραση.
Η κυβέρνηση, παρατηρώντας τα τεκταινόμενα και αντιλαμβανόμενη το πρόβλημα που συσσωρεύεται, αποφασίζει μετά από αρκετό καιρό να επέμβει, θεσπίζοντας ειδικά νομοσχέδια για τον περιορισμό της αυθαιρεσίας και της ανομίας εντός των πανεπιστημιακών χώρων. Κάνει όμως ένα μοιραίο λάθος.
Αντί να στρέψει τα νομοσχέδια αυτά εναντίον των ψευτοεπαναστατών, προς μεγάλη έκπληξη όλων, τα στρέφει τελικά εναντίον των καταληψιών, κάτι που όπως είναι αναμενόμενο δεν αρέσει καθόλου στους καταληψίες, οι οποίοι τόσο καιρό είχαν συνηθίσει σε άλλου είδους μεταχείριση. Πώς είναι δυνατόν να τολμάει η εκλεγμένη απ’ τον λαό κυβέρνηση να ονομάζει «ανομία» τη φιλειρηνική δράση των καταληψιών, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται ένα σωρό παιδιά, νέοι άνθρωποι, το μέλλον της χώρας; Τότε ξεκαθαρίζουν μεμιάς όλα στα μάτια του συντονιστικού.
Είναι φανερό πως η κυβέρνηση είναι αυτή που ωθεί τους ρέμπελους σε επανάσταση ενάντια στο καθεστώς της διαρκούς κατάληψης. «Έχουμε προσπάθεια εγκαθίδρυσης δικτατορίας σύντροφοι. Έχουμε χούντα».
Πιο σύντομα απ’ όσο νόμιζαν, αστυνομικές δυνάμεις αρχίζουν να περικυκλώνουν τον πανεπιστημιακό χώρο με στόχο την εκκένωσή του, απαιτώντας απ’ τους καταληψίες να αποχωρήσουν.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, τα μέλη του συντονιστικού προτάσσουν περήφανα τα στήθη τους αρνούμενα να εγκαταλείψουν τόσες δεκαετίες μόνιμης κατάληψης, οδηγώντας όμως έτσι τη βία για τις συλλήψεις σε μεγαλύτερη κλιμάκωση. Ξεκινούν οι προσαγωγές, καταφτάνουν έντρομοι δικηγόροι και μέλη κομμάτων της αντιπολίτευσης, οι οποίοι ειδοποιήθηκαν άρον άρον απ’ το συντονιστικό και δεν πιστεύουν στα μάτια τους: «Βία μέσα στο ελληνικό πανεπιστήμιο; Αίσχος. Δεν ξανάγινε».
Φιλειρηνικοί καθηγητές τηλεφωνούν ενοχλημένοι στον πρύτανη απαιτώντας να κάνει κάτι, ώστε να αφεθούν ελεύθεροι οι καταληψίες να συνεχίσουν τη διοίκηση του πανεπιστημίου ανενόχλητοι. Εν τέλει, έπειτα από αρκετές πιέσεις, η αστυνομία αναγκάζεται να υποχωρήσει για να αποκλιμακωθεί η ένταση και το συντονιστικό ζητωκραυγάζει χαρούμενο που για άλλη μια φορά μόνο η δική του βία, η καλή βία, θα είναι ανεκτή μέσα στο πανεπιστήμιο.
Βρισκόμαστε στο 2021 σε ένα πανεπιστήμιο χώρας-μέλους της Ε.Ε. Οι νόμοι που μόλις πέρασαν δεν έχουν αρχίσει ακόμη να εφαρμόζονται και οι νόμοι που ήδη υπάρχουν, δεν τηρούνται. Και οι συνεπείς ακαδημαϊκοί πολίτες; Οι συνεπείς ακαδημαϊκοί πολίτες νιώθουν πιο μόνοι από ποτέ.
* Ο Αστέριος Κεχαγιάς, υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ και υποψήφιος Διδάκτορας Ινστιτούτο Αρχαιολογίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο των Ιεροσολύμων