Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ένα από πιο τα ενδιαφέροντα σημεία της δευτερολογίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη συζήτηση στη Βουλή για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση ήταν η αποστροφή που αφορούσε την κοινοβουλευτική επιτροπή εθνικής άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων και τις νέες ισορροπίες που κατά τον κανονισμό της Βουλής δημιουργούνται στη σύνθεσή της και δυσκολεύουν την προσπάθεια της Κυβέρνησης να φέρει στην ολομέλεια τη συμφωνία των Πρεσπών.
Τι ακριβώς όμως κάνουν αυτές οι επιτροπές; Σύμφωνα με την ιστοσελίδα της Βουλής, «Συνιστώνται και συγκροτούνται στην αρχή κάθε τακτικής συνόδου της Βουλής με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, προκειμένου να επεξεργάζονται και να εξετάζουν σχέδια νόμων ή προτάσεις νόμων. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 και την αντίστοιχη τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής, μπορούν να ασκούν και νομοθετικό έργο και κοινοβουλευτικό έλεγχο. Επίσης μπορούν να συζητούν θέματα συναφή με την αρμοδιότητά τους, καθώς και να διατυπώνουν γνώμη για τους προτεινόμενους προς διορισμό σε ορισμένες θέσεις, εφόσον αυτό προβλέπεται από τον Κανονισμό ή νόμο. Επιπλέον τις διαρκείς επιτροπές ενημερώνουν ο αρμόδιος Υπουργός, ή ο εκπρόσωπος φορέα μαζί με τον εποπτεύοντα Υπουργό, πριν από τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων μεγάλης αξίας».
Στην πράξη, αυτό που γίνεται είναι ότι για κάθε νομοσχέδιο κατά κανόνα η αρμόδια επιτροπή συνεδριάζει τουλάχιστον τρεις φορές: Μία για τη συζήτηση του νομοσχεδίου επί της αρχής, μία όπου καλούνται για να εκφράσουν την άποψή τους εκπρόσωποι ενδιαφερόμενων φορέων, και μία άλλη όπου το νομοσχέδιο συζητιέται κατ' άρθρο.
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια η λειτουργία των επιτροπών έχει εμφανίσει αρκετά προβλήματα. Συχνά, ελάχιστος χρόνος παρεμβάλλεται από την κατάθεση ενός νομοσχεδίου μέχρι τη συζήτησή του, μη δίνοντας τη δυνατότητα εμβριθούς μελέτης των διατάξεών του, γίνεται κατάχρηση των τροπολογιών, οι οποίες κατατίθενται μέχρι και λίγο πριν τη συζήτηση στην ολομέλεια, ακόμη και χωρίς να έχουν καμία σχέση με το υπόλοιπο περιεχόμενο του νομοσχεδίου, και φυσικά γίνεται κατάχρηση των διαδικασιών του επείγοντος, που περιορίζουν δραματικά τη δυνατότητα ουσιαστικής συζήτησης. Γενικώς, αν υπάρχει ένα έστω και ελάχιστης διαμέτρου θεσμικό παραθυράκι που μπορεί να εξυπηρετήσει την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, πιθανότατα αυτό έχει ήδη αξιοποιηθεί αυτά τα χρόνια της κρίσης.
Μια από τις σημαντικότερες κινήσεις λοιπόν για την αποκατάσταση της κανονικότητας στη χώρα μας, που σε μεγάλο βαθμό προϋποθέτει και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, είναι και η θωράκιση της Βουλής, ώστε η νομοθετική εξουσία να επιτελεί τον προσδιορισμένο ρόλο της απαλλαγμένη από τη σημερινή υποταγή της στην αντίστοιχη εκτελεστική.
Γιατί όμως η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία να εγκαταλείψει αυτά τα πολύ βολικά θεσμικά παραθυράκια, που μάλιστα με τον καιρό έχουν αρχίσει να θεωρούνται και σχεδόν εθιμικά; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Ο μόνος λόγος να το κάνει είναι να της καταστεί σαφές πως θα έχει πολιτικό κόστος αν δεν το κάνει. Ιδού λοιπόν ακόμη ένα λαμπρό πεδίο δοξης για όλους όσοι θέλουμε μια πιο ισχυρή και λειτουργική δημοκρατία στη χώρα μας.