Tου Ηλία Πεντάζου*
Τώρα που σχεδόν όλες οι αναλύσεις έχουν καταλήξει σε δύο δεδομένα,
α) ότι η κρίση στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα μιας αναξιόπιστης και αναποτελεσματικής, δημοσιονομικής, κυρίως, πολιτικής και
β) ότι σύντομα η χώρα μας θα «στερηθεί» των υπηρεσιών μιας ανερμάτιστης διακυβέρνησης όπως η παρούσα, μπορούμε πλέον να σκιαγραφήσουμε τα χαρακτηριστικά της επόμενης μέρας με την εφαρμογή ενός διαφορετικού μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Ας ξεκινήσουμε με μια παρεξηγημένη έννοια. Η οικονομική θεωρία δεν είπε ποτέ ότι η συσσώρευση πλεονασμάτων είναι κατ'' ανάγκη κακή. Εξαρτάται από το ποια είναι η πηγή αυτών των πλεονασμάτων. Αν συγκεντρώνονται από την μείωση των δαπανών ενός σπάταλου κράτους, από εξαγωγικές επιδόσεις ή από ισορροπημένη φορολογική πολιτική μεταξύ αμέσων και εμμέσων φόρων, μάλλον είναι καλόδεχτα διότι αποκαθιστούν την αξιοπιστία της οικονομίας και προσελκύουν επενδυτές, δημιουργούν εισόδημα μέσω της αύξησης της απασχόλησης, ελκύουν την επιστροφή διαφυγόντων κεφαλαίων και γενικά τροφοδοτούν μια υγιή αναπτυξιακή διαδικασία.
Αντίθετα, αν τα πλεονάσματα προέρχονται από την τυφλή υπερφορολόγηση των χαμηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών, οδηγούν μέσω της αδυναμίας πληρωμής φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και δανείων σε δραστική συρρίκνωση της οικονομικής λειτουργίας και της απασχόλησης με καταστροφικές συνέπειες για την ανάπτυξη.
Άρα, υπερ-πλεονάσματα με τη σημερινή μορφή είναι άκρως αντιπαραγωγικά και μας έχουν εγκλωβίσει σε έναν μίζερο ρυθμό ανάπτυξης του 1,5-1,8 %, ενώ χρειαζόμαστε ένα μόνιμο, σταθερό ρυθμό πάνω από 2,5%, αφ' ενός για να προωθείται η σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αφ'' ετέρου για να ξεκινήσει ένας ενάρετος κύκλος υγιούς οικονομικής μεγέθυνσης που θα διευκολύνει τη διαχείριση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Το στοίχημα λοιπόν για την επόμενη κυβέρνηση θα είναι με το καλημέρα,
α) μείωση του υπερ-πλεονάσματος, αλλά όχι απλά και μόνο προς όφελος της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, αλλά για να πάνε τα εξοικονομούμενα έσοδα απ' ευθείας στην ανάπτυξη και δη στην ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής με εξωστρεφή προσανατολισμό,
β) μείωση ασφαλιστικών εισφορών,
γ) μείωση δημοσίων δαπανών κατά 1-1.5% του ΑΕΠ, και
δ) ανακατανομή δημοσίων δαπανών με ενίσχυση υγείας και παιδείας.
Είναι εξαιρετικά κρίσιμο ότι η εφαρμογή του νέου μίγματος αναπτυξιακής δημοσιονομικής πολιτικής, πρέπει να επικοινωνηθεί συντεταγμένα και πειστικά προς όλους τους αποδέκτες, κοινωνία, εταίρους, αγορές. Είναι επίσης δεδομένο ότι η εφαρμογή αυτή, πέραν της απελευθέρωσης παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγήσει σε επακόλουθη αναβάθμιση της διεθνούς πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας με παρεπόμενη μείωση του κόστους δανεισμού για όλο το εύρος της οικονομικής δραστηριότητας και φυσικά την προσέλκυση ανανεωμένου επενδυτικού ενδιαφέροντος.
Ας θυμηθούμε ότι και στα τρία μνημόνια η έμφαση δεν δόθηκε στό επώδυνο σκέλος μείωσης των δαπανών αλλά στη φορολογική επιβάρυνση και έτσι στην ουσία έλειψε μια ολοκληρωμένη ατζέντα δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που θα διασφάλιζε τη μελλοντική βιωσιμότητα της δημοσιονομικής εξυγίανσης και θα αντιμετώπιζε ανεπάρκειες όπως,
α) η συνεχιζόμενη αδιαφάνεια στη παρακολούθηση και εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού (δυστοκία στην ανακατανομή πόρων, μη ουσιαστικοί έλεγχοι, απουσία λογοδοσίας, μη θεσμοθέτηση πρου/γισμού προγραμμάτων και αξιολόγησης δαπανών),
β) η δυσλειτουργία στη παρακολούθηση των δημοσιονομικών κανόνων λόγω πολυπλοκότητας,
γ) η επικάλυψη αρμοδιοτήτων και η «ποικιλία» των δημοσιονομικών θεσμών,
δ) η υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση φυσικών και νομικών προσώπων και η αλόγιστη διαρροή δημοσίων πόρων.
Ο γράφων, έχοντας την ευθύνη κατάθεσης τριών κρατικών προϋπολογισμών και μετά την εμπειρία της δεκαετούς κρίσης και τριών μνημονίων, υποστηρίζει σθεναρά ότι υπάρχει μεγάλο και πολιτικά εφικτό περιθώριο μείωσης δαπανών και εξοικονόμησης πόρων που θα επιτρέψει την ανακούφιση των φορολογουμένων, αρκεί να επικρατήσει τόλμη στην εφαρμογή μιας πολιτικής που μέχρι τώρα προσέκρουε στην αδυναμία ανάληψης ενός «κακώς εννοούμενου» πολιτικού κόστους.
Μέτρα άμεσης υλοποίησης σε μια τέτοια πολιτική, είναι,
α) η ταχεία μελέτη μείωσης του αριθμού των υπουργείων και η κατάργηση υπηρεσιών και φορέων με επικαλύψεις, ή χωρίς αντικείμενο ή που υπολειτουργούν,
β) η αξιοποίηση της καταγεγραμμένης ακίνητης περιουσίας για τη στέγαση κρατικών υπηρεσιών μέσω στοχοθεσίας συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων μετακίνησης,
γ) η εισαγωγή κατασταλτικού ελέγχου δαπανών και κατάργηση του σημερινού αναποτελεσματικού προληπτικού ελέγχου (παρωχημένη διαδικασία Ελεγκτικού Συνεδρίου),
δ) η υποχρεωτική εκπαίδευση υπαλλήλων και επιβολή ηλεκτρονικής διακυβέρνησης παντού,
ε) η θεσμική ενίσχυση των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με κίνητρα για τον δεύτερο ώστε να παίρνει πρωτοβουλίες παραγωγής έργων.
Εν ολίγοις μπορεί κάλλιστα να επιτευχθεί, μικρότερο, ευέλικτο και αποτελεσματικό κράτος που θα μπορεί να παρέχει ποιοτικές υπηρεσίες αφήνοντας χώρο στον ιδιωτικό τομέα να αναπτύξει συνθήκες δημιουργίας πλούτου που θα διαχέεται στη κοινωνία μέσω απασχόλησης με αξιοπρεπείς μισθολογικές απολαβές.
* Ο Ηλίας Πεντάζος είναι τ. Γεν. Γραμματέας Δημοσιονομικής πολιτικής του Υπ/γείου Οικονομικών.