Του Φώτη Βρέκου*
Στις εκλογές του 2015 ο ελληνικός πολιτικός κόσμος χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα, το παλιό και το νέο. Το δίπολο αυτό έχει τις ρίζες του στην πλατεία Συντάγματος, στις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων, εκεί που πρώτη φορά ακούστηκε, ότι η τότε κυβέρνηση και γενικότερα το πολιτικό φάσμα εκφράζει το παλιό και πως πρέπει να ηγηθεί το νέο. Πόσο παλιό είναι όμως το παλιό και πόσο νέο το νέο; Μήπως τελικά το παλιό δεν είναι και τόσο παλιό και μήπως το νέο είναι παλαιότερο του παλιού;
Στην πολιτική το παλιό δεν μετριέται σύμφωνα με το πόσα χρόνια κυβερνά ή έστω υφίσταται ένα κόμμα ή ένας σχηματισμός, αντίθετα αυτό δείχνει τις περισσότερες φορές την ωριμότητα και την εμπειρία του. Στην πολιτική, παλιό είναι αυτό που φέρνει μαζί του ξεπερασμένες αντιλήψεις και νοοτροπίες και που οδηγεί τη χώρα πίσω σε σφάλματα, τα οποία πληρώνουμε σήμερα. Νέο, όμως, με πολιτικούς πάντα όρους, είναι το κόμμα, το οποίο φέρνει μαζί του νέες αντιλήψεις και ιδέες, καθώς και ένα καινοτόμο πρόγραμμα διακυβέρνησης, που ανταποκρίνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Νέος, φρέσκος και επίκαιρος παραμένει ακόμα και σήμερα ο ριζοσπαστικός κοινωνικός φιλελευθερισμός, τον οποίο εισηγήθηκε ο εθνάρχης Κωσταντίνος Καραμανλής, 44 χρόνια πριν, με την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας. Με βάση λοιπόν αυτά μπορούμε να κρίνουμε ποιος είναι ο παλιός και ποιος ο νέος.
Για αρχή, με ηλικιακά και μόνο κριτήρια θα μπορούσε κάποιος να εντάξει στο νέο την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όπως αυτοί παρουσιάστηκαν στον ελληνικό λαό, όμως κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος γιατί οι αντιλήψεις και οι πολιτικές τους είναι βαθιά αναχρονιστικές, καθώς το μόνο που κάνουν είναι να αυξάνουν το δημόσιο άναρχα και με καθόλου αξιοκρατικό τρόπο, διορίζοντας φίλους και συγγενείς σε νευραλγικές θέσεις, αλλά και να δημιουργούν στρατιές μετακλητών υπαλλήλων.
Δείγμα αυτού του παλιού τρόπου σκέψης είναι και η αντίληψη που υπάρχει διάχυτη στον ΣΥΡΙΖΑ περί της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, την οποία και πολεμούν. Αλλά το πιο σημαντικό είναι η αδιαφάνεια με την οποία διαπραγματεύονται στο όνομα του ελληνικού λαού, τρανό παράδειγμα για αυτό αποτελεί η Συμφωνία των Πρεσπών, που πίσω της βρίσκονται αρκετά κρίσιμα ερωτήματα.
Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία, ένα κόμμα με 44 έτη ιστορίας, που έχει κυβερνήσει αρκετά χρόνια και έχει κάνει τον απολογισμό της, θα μπορούσε να ενταχθεί στο νέο πολιτικό φάσμα, καθώς οι ιδέες της είναι πιο σύγχρονες και επίκαιρες από ποτέ. Οι τομές που θέλει να κάνει και έχει επισημάνει ο κ. Μητσοτάκης στο κράτος είναι φρέσκες, τολμηρές και υπόκεινται στις ραγδαίες εξελίξεις που συντελούνται στον υπόλοιπό κόσμο.
Τέτοιου είδους τομές για παράδειγμα είναι ο πραγματικός ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους με απόλυτη προτεραιότητα σε 7 έργα κορμού : 1ο τις ψηφιακές υπογραφές, 2ο το ενιαίο ηλεκτρονικό σύστημα για την έναρξη επιχειρήσεων, 3ο τον ηλεκτρονικό φάκελο υγείας, 4ο ένα ολοκληρωμένο ψηφιακό σύστημα για τη δικαιοσύνη, 5ο το ενιαίο εισιτήριο τουριστικών χωρών, 6ο την αναβάθμιση του Ερμή και 7ο ένα κεντρικό οργανόγραμμα για την ψηφιακή διοίκηση.
Στόχευση των παραπάνω έργων είναι η συνολική υποστήριξη ενός οικοσυστήματος, με ένα πλέγμα φορολογικών κινήτρων, όπως οι φορολογικές απαλλαγές για έρευνα και ανάπτυξη προς όφελος πάντα της μετάβασης στην Ψηφιακή εποχή που τόσο πολύ δείχνει ότι θα επηρεάσει τις ζωές μας τα επόμενα χρόνια.
Βασικός πυλώνας, ακόμα, της Νέας Δημοκρατίας που καταδεικνύει την σοβαρότητα αλλά και το επίκαιρο πρόγραμμα της είναι η καταπολέμηση του δημογραφικού προβλήματος, η ενίσχυση του νέου επιχειρηματία, η στήριξη του τουρισμού αλλά και η οργάνωση ενός οικοσυστήματος, που θα ενισχύει την εξωστρέφεια των αγροτικών μας προϊόντων αλλά και του εμπορίου γενικότερα.
Έτσι λοιπόν ένα κόμμα που φαντάζει παλιό, λόγο της μακρόχρονης ύπαρξής του, μπορεί τελικά να είναι πολύ πιο φρέσκο και καινοτόμο από άλλα πολύ νεότερα, που διεκδίκησαν στο παρελθόν την ταμπέλα του σύγχρονου και του εναλλακτικού.
Οι ταμπέλες, λοιπόν, του παλιού και του νέου έχουν τοποθετηθεί λάθος και είναι στο χέρι όλων και κυρίως της νέας γενιάς να τις επανατοποθετήσουμε στη σωστή θέση. Παλιό δεν είναι το ηλικιακά παλιό αλλά οι παλιές νοοτροπίες που μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο, γιατί τελικά μερικοί μπορεί να είναι νέοι στην ηλικία αλλά μέσα τους να είναι υπερήλικες.
Με όχημα λοιπόν τις υγιείς απόψεις, τη συμμετοχή των νέων, τον δημόσιο διάλογο και την αξιοκρατία, η «πραγματική ελπίδα» θα έρθει και η χώρα μας θα μπει και πάλι σε μια βιώσιμη τροχιά πέρα από αναχρονιστικές ιδεοληψίες.
* Ο κ. Φώτης Βρέκος είναι Οικονομολόγος (κάτοχος Μεταπτυχιακού τίτλου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων). Μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου ΟΝΝΕΔ – Υπεύθυνος Νεανικής Επιχειρηματικότητας.