Του Βασίλη Κοντογιαννόπουλου
Το 2019 είναι μια κρίσιμη και καθοριστική χρονιά για τις εξελίξεις σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι ευρωεκλογές του Μαΐου και οι εθνικές εκλογές, που κατά την εκτίμησή μου θα προηγηθούν, θα επηρεάσουν καταλυτικά την πορεία Ελλάδας και Ευρώπης. Σε μια εποχή που κυριαρχούν διεθνώς η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον, μείζονα προβλήματα, όπως η επέλαση του λαϊκισμού και του εθνικισμού, το μεταναστευτικό, η παγκοσμιοποίηση και οι οικονομικές ανισότητες, η 4η βιομηχανική επανάσταση, απαιτούν πειστικές απαντήσεις.
Η οικονομική ανασφάλεια, η δυσπραγία, η ανεργία, η απουσία ελπίδας για ένα καλύτερο μέλλον, παγιδεύουν τους πολίτες στα κηρύγματα και τις εύκολες, αλλά ατελέσφορες λύσεις που προβάλλουν οι λαϊκιστικές: απόρριψη της Ευρώπης και της Δημοκρατίας, προστατευτικά τείχη για την οικονομία και τη μετανάστευση. Σε τελευταία ανάλυση, η οικονομία είναι αυτή που αποτελεί το κρίσιμο συστατικό για την Ευρώπη και τη Δημοκρατία.
Οι λαοί υπερασπίζονται Ευρώπη και Δημοκρατία όταν θεωρούν ότι τους εξασφαλίζουν ευημερία και προοπτική. Όταν αυτά χαθούν, τότε στρέφονται εναντίον. Το πολιτικό κλίμα που διαμορφώνεται σε συνθήκες κρίσης ευνοεί την πόλωση, τη δημαγωγία, την πολιτική βία. Τα μέσα ενημέρωσης και τα κοινωνικά δίκτυα ευνοούν το διχαστικό λόγο και συμβάλλουν στην άλωση της εξουσίας από τους λαϊκιστές. Πόλωση και λαϊκισμός αποτελούν έννοιες ταυτόσημες.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι η απουσία Πολιτικής με Π κεφαλαίο. Γιατί μόνο η Πολιτική είναι ικανή να οργανώσει ένα σχέδιο για το μέλλον και να πείσει τους πολίτες ότι διαθέτουν μια ασφαλή προοπτική. Αυτός είναι ο πραγματικός της ρόλος. Η απουσία Πολιτικής είναι αυτή που οδηγεί στην ήττα της Ευρώπης και της Δημοκρατίας. Η πολιτική νομιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών είναι συνάρτηση των επιδόσεων των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Όταν οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται αναποτελεσματικές, αναδύονται τα αντισυστημικά κόμματα, τόσο δεξιά όσο και αριστερά του πολιτικού φάσματος. Αυτό το φαινόμενο βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Το μείζον πρόβλημα της χώρας μας είναι πολιτικό.
«Η Ελλάδα υπέφερε περισσότερο από την οικονομική κρίση διότι ήταν η χώρα που κυβερνήθηκε με τη μεγαλύτερη ανευθυνότητα». Αποτελεί διαπίστωση του Χοακίν Αλμούνια, τέως Επιτρόπου Οικονομικών της Ευρωζώνης. Οι τρεις χώρες, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος, που μπήκαν σε Μνημόνια μετά την Ελλάδα, με ένα Μνημόνιο και σε τρία χρόνια αντιμετώπισαν την κρίση, βγήκαν στις αγορές και σταδιακά ανέκτησαν τις απώλειες σε ΑΕΠ και εισοδήματα.
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτές και την Ελλάδα είναι ότι εκεί τα πολιτικά κόμματα αντιμετώπισαν την κρίση με υπευθυνότητα και συναίνεση, ενώ στη χώρα μας ως ευκαιρία για ρεσάλτο στην εξουσία, με όχημα τον λαϊκισμό. Η δίψα για εξουσία, σε συνδυασμό με την πολιτική και διαχειριστική ανεπάρκεια, αποτελούν την κύρια αιτία της κρίσης, αλλά και της αδυναμίας υπέρβασής της. Το επίπεδο και η ποιότητα της πλειοψηφίας του πολιτικού προσωπικού είναι αναντίστοιχο με την έκταση και την ένταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα.
«Η ρίζα της κρίσης ήταν η αδυναμία ή η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του 21ου αιώνα». Είναι η ετυμηγορία του Τόμας Βίζερ, τέως Προέδρου του Euro Working Group. Τα πολιτικά κόμματα, από πυλώνες της δημοκρατίας και φορείς αρχών και αξιών, όπως προέβλεπε ο συνταγματικός νομοθέτης του 1975, σταδιακά εκφυλίστηκαν σε πελατειακά δίκτυα και μηχανισμούς άλωσης και νομής της εξουσίας. Το πολιτικό σύστημα προσβλήθηκε από παθογένειες που υπέσκαψαν το οικοδόμημα της Μεταπολίτευσης.
Έργο των πολιτικών ηγετών Κων. Καραμανλή, Α. Παπανδρέου, Κων. Μητσοτάκη, Κ. Σημίτη, που εξασφάλισε στους Έλληνες τη μακρύτερη περίοδο δημοκρατικής ομαλότητας και ευημερίας, με την τοποθέτηση της Ελλάδας από τα Βαλκάνια στον πυρήνα της προηγμένης Ευρώπης. Κομματοκρατία, συνώνυμη της αναξιοκρατίας, πελατειασμός, διαπλοκή, διαφθορά, είναι οι κύριες αιτίες που οδήγησαν τη χώρα στη χρεωκοπία, και την πολιτική ζωή στην παρακμή.
Εκκολάφθηκαν μέσα στους κομματικούς μηχανισμούς και διαπερνούν οριζόντια το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του. Αποτέλεσμα, η Ελλάδα που, παρά την κρίση, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις 40 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη, σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης, συστήματος διακυβέρνησης και δημόσιας εκπαίδευσης, ιδίως πανεπιστημιακές, προσομοιάζει με χώρα τριτοκοσμική.
Στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, με το απαξιωμένο στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών κομματικό σύστημα, και την κυριαρχία της απαισιοδοξίας για το μέλλον, είναι περισσότερο από επιτακτική η ανάγκη το πολιτικό σύστημα να υποστεί βαθύ δομικό μετασχηματισμό. Κατάργηση του σταυρού προτίμησης και καθιέρωση μονοεδρικού συστήματος, κατά το γαλλικό ή γερμανικό μοντέλο. Θέσπιση ασυμβίβαστου μεταξύ βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος.
Κατάργηση του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος με ενίσχυση των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και θεσμικά αντίβαρα στην εξουσία του ενός. Είναι ώριμες λυτρωτικές τομές, ικανές να οδηγήσουν στην αναβάθμιση της ποιότητας του πολιτικού προσωπικού και την απεξάρτηση της πολιτικής ζωής από ολιγαρχικά-μιντιακά συμφέροντα που την έχουν βραχυκυκλώσει.
Ένα Κοινοβούλιο 250 βουλευτών, από τους οποίους οι 200 θα εκλέγοντα σε μονοεδρικές περιφέρειες και οι 50 με λίστα, ποιοτικά αναβαθμισμένο, θα ελέγχει την εκτελεστική εξουσία, χωρίς να μετέχει σε αυτήν, νοθεύοντας τη θεμελιώδη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όπως συμβαίνει σήμερα.
Ο σταυρός προτίμησης είναι η μήτρα των πελατειακών σχέσεων, της συναλλαγής και κατ'επέκταση της διαπλοκής και της διαφθοράς. Αποτελεί υποκρισία η αυταπάτη ή αντίληψη ότι μπορεί κανείς σήμερα, ιδίως στις πολυάριθμες εκλογικές περιφέρειες, να εκλεγεί βουλευτής, χωρίς την εύνοια ολιγαρχικών-μιντιακών συμφερόντων ή τη στήριξη του κομματικού μηχανισμού. Γι'αυτό η δημόσια ζωή κυριαρχείται από προϊόντα του κομματικού-συνδικαλιστικού σωλήνα και των τηλεκαφενείων, με κύριο προϊόν την «αναγνωρισιμότητα».
Κραυγαλέα επιβεβαίωση της χειραγώγησης της ψήφου των πολιτών είναι το σύστημα ανάδειξης των ευρωβουλευτών, που ίσχυσε στις προηγούμενες ευρωεκλογές, με την καθιέρωση σταυρού προτίμησης και εκλογική περιφέρεια την… επικράτεια. Ποιος υποψήφιος είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας προεκλογικής καμπάνιας στο σύνολο του εκλογικού σώματος; Για την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού επιχειρείται να αποδοθεί ευθύνη αποκλειστικά στους πολίτες. Ασφαλώς έχουν κι αυτοί μερίδιο ευθύνης. Προηγείται όμως η ευθύνη των ηγεσιών των κομμάτων που επιλέγουν τους υποψηφίους και των media που τους προβάλλουν.
Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην πολιτική σκηνή προκαλούν αποστροφή σε καταξιωμένες, επαγγελματικά και κοινωνικά, προσωπικότητες να εμπλακούν με την πολιτική. Είναι η κύρια αιτία που το διαχρονικό αίτημα της «ανανέωσης» της πολιτικής ζωής πραγματοποιείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αντί να τροφοδοτείται από την κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, τροφοδοτείται από τον πάτο.
Έτσι φτάσαμε σήμερα η χώρα να κυβερνάται από τη χειρότερη Κυβέρνηση και το χειρότερο Κοινοβούλιο της Μεταπολίτευσης. Η πολιτική μυθολογία του «νέου και άφθαρτου» που θα αντικαταστήσει το «παλαιό και φθαρμένο» πολιτικό προσωπικό, βρήκε την παταγώδη διάψευσή της στο πρόσωπο του Α. Τσίπρα και της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αποδείχθηκαν φορείς όλων των παθογενειών του πολιτικού συστήματος, με συνέπεια την καταβύθιση της πολιτικής ζωής στην ανυποληψία, ιδίως μετά τα παρακμιακά φαινόμενα των τελευταίων ημερών.
Η εξυγιαντική μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος με στόχο την αξιοκρατία και την καταπολέμηση της διαφθοράς είναι αυτή που θα συμφιλιώσει τους πολίτες με την πολιτική και ιδίως τους νέους, ενώ θα περιορίσει την αντισυστημικότητα που οδηγεί σε πολιτικές τερατογενέσεις.