Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Ανατρέχοντας στα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας, θα έρθουμε πολλές φορές σε επαφή με τον όρο της «πολιτικής λύσης». Αυτός ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον σε όλες τις περιπτώσεις που οι ελληνικές κυβερνήσεις αδυνατούσαν να τηρήσουν στα συμπεφωνηθέντα με τους εταίρους και δανειστές.
Έτσι όποτε υπήρξε αδυναμία στην εκπλήρωση ποσοτικοποιημένων στόχων, ή δυστοκία στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, ή χρονική υστέρηση στην υιοθέτηση μέτρων, η «πολιτική λύση» ξεπρόβαλε ως η μόνη διέξοδος. Με βασικό επιχείρημα πως οι «άνθρωποι είναι από τους αριθμούς» και πως «αυτά δεν γίνονται», ακολουθούσε η παραπομπή των υπαρκτών προβλημάτων από το επίπεδο των λύσεων των τεχνοκρατών, στο επίπεδο των πολιτικών αποφάσεων. Και εκ του αποτελέσματος η τακτική αυτή δεν στέφθηκε με επιτυχία.
Μια λύση «πολιτικού» τύπου, φαίνεται πως υιοθετείται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, στην αντιμετώπιση του παρατεταμένου κινδύνου που αναδύεται από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Τα μέλη της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου, ενέκριναν ένα νέο πλαίσιο πιο χαλαρών κανόνων για τις προβλέψεις που σχηματίζουν οι τράπεζες έναντι των δυνητικών ζημιών που προκύπτουν από τα NPLs και τα NPEs, δηλαδή από τα δάνεια και τα πιστωτικά ανοίγματα που δεν εξυπηρετούνται.
Η χαλάρωση των κανόνων από το Ευρωκοινοβούλιο αφορά στο χρονικό περιθώριο που έχουν οι τράπεζες για να σχηματίσουν τις προβλέψεις τους, στους ισολογισμούς τους, γεγονός που βοηθάει στην κερδοφορία τους. Με βάση το κείμενο που ψηφίσθηκε, θα είναι ελαστικότερες οι υποχρεώσεις των τραπεζών στο ενδιάμεσο διάστημα, έως ότου σχηματίσουν τις κεφαλαιακές προβλέψεις τους. Έτσι αυξάνονται σε 3 από 2, τα χρόνια μέσα στα οποία οι τράπεζες θα πρέπει να μεταφέρουν μέρος των κερδών τους, στην δημιουργία «άμυνας» έναντι των μη εξυπηρετούμενων δανείων, για τα οποία οι τράπεζες δεν έχουν εξασφαλίσεις και εγγυήσεις. Για τα δάνεια που έχουν εξασφαλίσεις όπως είναι τα ακίνητα, οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις κλπ, οι τράπεζες θα έχουν πλέον 9ετές χρονικό περιθώριο για τη δημιουργία των απαιτούμενων προβλέψεων.
Το νέο πλαίσιο αποσκοπεί στην στήριξη των τραπεζών της Ιταλίας και της Ελλάδας, καθώς τα προβλήματα των τραπεζών του Βορρά είναι άλλης υφής. Όμως τίθεται το ερώτημα, του αν είναι δυνατόν να λύνονται με νόμους τα υπαρκτά προβλήματα των τραπεζών που μπορούν να αποσταθεροποιήσουν ολόκληρες οικονομίες. Η λογιστική χαλάρωση θα ικανοποιήσει τις ανάγκες τις αγοράς, ή απλά θα κάνει ευκολότερη της διαχείριση της κρίσης για τους μετόχους και τις διοικήσεις των τραπεζών; Η χαλάρωση των απαιτήσεων των προβλέψεων, πλην του λογιστικού καλλωπισμού των τραπεζικών ισολογισμών, θα αλλάξει σε κάτι στην δυνατότητα παροχής πιστωτικών γραμμών;
Η πραγματικότητα των υποκεφαλαιοποιημένων τραπεζών, είναι αμφίβολο αν μπορεί να ανατραπεί με πολιτικές αποφάσεις και με οδηγίες. Η τραπεζική αγορά έχει χάσει κεφάλαια, τα οποία αντικαθίστανται μόνο από νέα κεφάλαια και όχι από νόμους και από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Αν ήταν τόσο εύκολη η διαχείριση της τραπεζικής κρίσης, θα λυνόντουσαν όλα, «με ένα νόμο και ένα άρθρο» και δεν θα χρειαζόταν να υπολογίζονται δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, να ακολουθούνται οι οδηγίες της Βασιλείας ΙΙΙ, να ιδρύονται SPVs και να γίνονται συγχωνεύσεις και εξαγορές.