Ακούγεται, γράφεται και είναι αληθές, πως ο Ρ. Τ. Έρντογαν, υπολογίζει σε μεγάλο βαθμό στην επανεκλογή του Ντ. Τραμπ, στις επί θύραις αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου.
Τόσο όσον αφορά στην προστασία που του έχει μέχρι τούδε εξασφαλίσει ο Αμερικανός ομόλογος του, έναντι επικρεμάμενων μέτρων και κυρώσεων που θα πλήξουν σοβαρά την ούτως ή άλλως ευαίσθητη τουρκική οικονομία, όσο και γιατί γίνεται σχεδόν πάντοτε ακουστός είτε άμεσα, είτε δια της διπλωματίας των «γαμβρών».
Μύχιος δε πόθος του, λαμβανομένων δε υπόψη και των πολυαναμενόμενων ελληνικών κινήσεων στην κατεύθυνση ενίσχυσης του εναέριου όπλου, η επανάκαμψη της Τουρκίας στο πρόγραμμα και η προμήθεια των γνωστών F-35.
Αυτό που διαταράσσει όμως σε μεγάλο βαθμό, τους προς αυτή την κατεύθυνση υπολογισμούς του, είναι πως η Μέση Ανατολή, δεν έχει πλέον την εικόνα που παρουσίαζε λίγο καιρό πριν.
Φυσικά και αναφερόμαστε στις αντισυσπειρώσεις που προκάλεσε η τουρκική επεκτατικότητα και που με ποικίλο βαθμό συμμετοχής, περιλαμβάνουν χώρες όπως η Γαλλία, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Συρία κ.ά.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι να υπογραμμίσουμε τη σημασία των συμφωνιών στις οποίες προέβη το Ισραήλ με συντηρητικά και pro status-quo αραβικά καθεστώτα Κόλπου που τυγχάνει να είναι αφενός πλούσια και αφετέρου αλλεργικά έναντι φονταμενταλιστικών οργανώσεων όπως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Οργάνωση που στηρίζεται ανοικτά από την Άγκυρα, που παραλλήλως διατηρεί εξαιρετικές εσχάτως σχέσεις με το Ιράν, χώρα κόκκινο πανί για πολλά αραβικά κράτη.
Με αφετηρία τη συμφωνία Ισραήλ-Η.Α.Ε., την προχθεσινή ανακοίνωση παρόμοιας συμφωνίας του Ισραήλ με το Μπαχρέιν και εφόσον η δυναμική (και η πληροφόρηση που την τροφοδοτεί) παραμείνει, τότε δεν αποκλείεται να προστεθούν και άλλες «βαρύγδουπες» αραβικές χώρες, στη λίστα αυτών που ομαλοποιούν τις σχέσεις με το Ισραήλ.
Χώρες που εξ αρχής διστακτικά και ράθυμα στήριζαν τα «δίκαια των Παλαιστινίων αδελφών» τους, οι οποίοι πιθανότατα να απομείνουν με ελάχιστους πλέον υποστηρικτές, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας.
Όλα τα παραπάνω θα αποτελούσαν «πνευματική άσκηση» και «ακαδημαϊκού» χαρακτήρα προβληματισμούς, εάν δεν ήταν οι ίδιες οι Η.Π.Α. του Ντόναλντ Τράμπ, οι οποίες έριξαν το βάρος τους και διοχέτευσαν το δυναμικό τους για την πραγμάτωση αυτών των συμφωνιών.
Η αρχιτεκτονική ασφάλειας στη Μέση Ανατολή έχει αναδιαμορφωθεί και η διαδικασία προς τούτο συνεχίζεται. Και η Τουρκία, που κατά τη διάρκεια παρελθόντων δεκαετιών (π.χ. ’50, ’60), ήταν ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους για τη δόμηση των σχημάτων ασφαλείας, ευρίσκει εαυτόν σε δευτερεύοντα ρόλο, ελέω νέο-οθωμανικών φαντασιώσεων.
Οι ημέρες που ακολουθούν θα είναι γεμάτες σημαντικά, ελληνικού ενδιαφέροντος γεγονότα, με ημερομηνίες κλειδί τις 24-25 Σεπτεμβρίου και με απώτερο ορίζοντα ένα διάλογο που σε ένα υπόβαθρο τουρκικών προκλητικών κινήσεων, δείχνει φευγαλέος και ουδόλως δεδομένος.
Στην περίπτωση όμως που η Τουρκία τελικά τον επιλέξει (πάντοτε σώζοντας την εικόνα της παντοδυναμίας του ηγέτη της), η ελληνική (ελλαδική και κυπριακή) πλευρά θα πρέπει να γνωρίζει το νέο περιβάλλον ασφάλειας και την διαμορφούμενη γεωπολιτική εικόνα (μια τηρουμένων των αναλογιών διαφορετική «βιόσφαιρα») και να μην εγκλωβισθεί στις παραστάσεις στρατιωτικών απειλών που προβάλλει εμφατικά η Άγκυρα.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών.