Του Γιώργου Μπιλλίνη
Το 1970 ο «πρώτος»* κόσμος παρήγαγε και νεμόταν το 70% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 2010, οι ίδιες χώρες παρήγαγαν και νέμονταν το 49% του ΑΕΠ του πλανήτη. Πέρα από την προφανή αναντιστοιχία, το 13% του πληθυσμού της Γης να καρπώνεται το μισό του παγκόσμιου πλούτου, εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος τι άλλαξε. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70 η τάση ήταν η ολοένα μεγαλύτερη συγκέντρωση πλούτου στη Δύση. Τι συνέβη λοιπόν και η τάση αντιστράφηκε; Πού οφείλεται μια τόσο σημαντική υποχώρηση της Δύσης σε σχέση με τον υπόλοιπο πλανήτη και μάλιστα μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια; Και βέβαια ποια θα είναι η τάση το επόμενο διάστημα;
Η απάντηση είναι απλή. Όσο κι αν οι απανταχού κρατιστές δαιμονοποίησαν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, όσο κι αν επιχείρησαν να το παρουσιάσουν σαν μια καλοστημένη απάτη της Δύσης σε βάρος των υπολοίπων χωρών, το άνοιγμα των συνόρων στη διακίνηση κεφαλαίων, επιχειρήσεων, εμπορευμάτων και ανθρώπων συνέβαλε αποφασιστικά στη βελτίωση της θέσης του «δεύτερου» και «τρίτου» κόσμου στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Κι αυτό έγινε συγκριτικά σε σχέση με τον «πρώτο» κόσμο.
Το πάμπτωχο εργατικό δυναμικό παράγοντας προσέλκυσης κεφαλαίων...
Χώρες που λιμοκτονούσαν εξ αιτίας της παραγωγικής τους αδυναμίας, της απουσίας κεφαλαίων και τεχνολογικών μέσων, της αδυναμίας τους να συμμετάσχουν στο παγκόσμιο γίγνεσθαι κατάφεραν να μετατρέψουν τα μειονεκτήματα τους σε πλεονεκτήματα έναντι των ισχυρών της Γης. Το πλεονάζον πάμπτωχο εργατικό δυναμικό τους, που ήταν διατεθειμένο να εργαστεί έναντι ελάχιστης αμοιβής, έγινε ο παράγοντας που προσέλκυσε πακτωλό κεφαλαίων από τη Δύση, προκειμένου επιχειρηματίες και επιχειρήσεις να κάνουν χρήση των υπηρεσιών του, για να μειώσουν αισθητά το κόστος των παραγόμενων προϊόντων τους.
Με την παγκοσμιοποίηση περάσαμε σε μια άλλη εποχή. Τα κεφάλαια, οι πρώτες ύλες, οι παραγωγοί, τα προϊόντα έπαψαν να γνωρίζουν σύνορα. Τον επιχειρηματία του πρώτου κόσμου τον ενδιέφερε να παράγει τα προϊόντα του σε μεγάλες ποσότητες και με όσο γίνεται χαμηλότερη τιμή ανά μονάδα προϊόντος, προκειμένου να είναι ανταγωνιστικά ως επιλογές των καταναλωτών. Τους καταναλωτές τους ενδιέφερε να βρίσκουν φθηνά προϊόντα, για να καλύπτουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες, ώστε να μεγιστοποιείται η αγοραστική τους δύναμη. Τις φτωχές κοινωνίες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής τις ενδιέφερε να προσελκύσουν κεφάλαια και επιχειρήσεις, ώστε να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να βρει δουλειά ο συνεχώς ογκούμενος φτωχός πληθυσμός τους και να καταφέρει να ικανοποιεί τις στοιχειώδεις ανάγκες του.
...και απαιτητικός καταναλωτής
Ο νέος τρόπος διεθνούς οικονομικής οργάνωσης που έφερε η παγκοσμιοποίηση άλλαξε δραματικά τα διεθνή οικονομικά δεδομένα. Χώρες που αδυνατούσαν να θρέψουν το πληθυσμό τους, μετατράπηκαν αίφνης σε «εργοστάσια του κόσμου». Οι πάμπτωχοι υπήκοοι τους, που στην αρχή της διαδικασίας πούλησαν εξευτελιστικά φθηνά την εργασία τους, σε λίγα χρόνια πολλαπλασίασαν τα εισοδήματα τους, ανέβασαν δραματικά το επίπεδο διαβίωσης τους και μεταβλήθηκαν σε απαιτητικούς καταναλωτές, που διαθέτουν πλέον χρήματα να ξοδέψουν για να ικανοποιήσουν τις δικές τους καταναλωτικές ανάγκες.
Η Κίνα δεν είναι πια μια φθηνή χώρα και αναζητούνται πλέον εναλλακτικές χώρες χαμηλού κόστους στην ενδοχώρα της (Βιετνάμ, Ινδονησία, Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Φιλιππίνες), αλλά και στην Αφρική (Αίγυπτος, Νιγηρία, Κένυα, Σενεγάλη κλπ), ώστε να υποκατασταθεί η δεξαμενή φθηνού εργατικού δυναμικού που τροφοδοτεί την παραγωγική μηχανή και η διαδικασία να συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Οι χώρες του πρώτου κόσμου ήταν αδύνατο να μην επηρεαστούν κι αυτές με τη σειρά τους από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης. Μπορεί οι πολίτες τους να καλυτέρευσαν αισθητά τη θέση τους ως καταναλωτές, αυξάνοντας την αγοραστική τους δύναμη και βελτιώνοντας το βιοτικό τους επίπεδο, όμως την ίδια ώρα υφίστανται τις συνέπειες της αποβιομηχάνισης και της αυξημένης ανεργίας εντός των εθνικών τους συνόρων. Οι αγορές εργασίας στον πρώτο κόσμο δέχονται ισχυρές πέσεις.
Οι 2 πυλώνες που στήριξαν τη μεταπολεμική Ευρώπη...
Η Ευρώπη εξελίχθηκε στο πλέον «προβληματικό» κομμάτι του πρώτου κόσμου. Είναι αυτή που επλήγη και συνεχίζει να πλήττεται περισσότερο από τα απόνερα της παγκοσμιοποίησης. Το φαινόμενο έχει την εξήγηση του. Η μεταπολεμική Ευρώπη οικοδομήθηκε πάνω σε δύο πυλώνες:
- Ο ένας ήταν η προσπάθεια δημιουργίας της ενωμένης Ευρώπης, της Ε.Ε., προκειμένου να αποτραπεί η πιθανότητα να ξαναζήσει η ήπειρος άλλο ένα πόλεμο μεταξύ χωρών της και να εξασφαλιστεί διαχρονικά η ειρήνη και η κοινή συμβίωση.
- Ο άλλος ήταν το κοινωνικό συμβόλαιο, που συνήψαν οι μεταπολεμικές ευρωπαϊκές (σοσιαλδημοκρατικές και λαϊκοσυντηρητικές) κυβερνήσεις με τις κοινωνίες των πολιτών τους. Επρόκειτο για μια «υπόσχεση» από μεριάς των οικονομικών και πολιτικών ελίτ προς τις κοινωνίες τους για έντονα αναδιανεμητικές πολιτικές, που θα εξισορροπούσαν τις ανισότητες, θα εξασφάλιζαν στο σύνολο των πολιτών την πρόσβαση σε μια σειρά βασικών υπηρεσιών (υγεία, σύνταξη, παιδεία, ασφάλεια, κλπ) και μια ελάχιστη εγγυημένη ευημερία σε όλους. Το αντάλλαγμα θα ήταν η παροχή της λαϊκής συναίνεσης στις ασκούμενες πολιτικές και συνεπώς η εμπέδωση της κοινωνικής ειρήνης και ομαλότητας.
Οι δύο πυλώνες λειτούργησαν απρόσκοπτα όσο υπήρχαν τα έσοδα που απαιτούσε η χρηματοδότηση τους. Δηλαδή μέχρι τη περίοδο που άρχισε να γίνεται αισθητός ο αντίκτυπος από τις παρενέργειες της παγκοσμιοποίησης. Μέχρι τότε το κοινωνικό συμβόλαιο λειτουργούσε. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες αποτελούσαν ισχυρές παραγωγικές μηχανές, εξασφάλιζαν υψηλό ποσοστό απασχόλησης και ικανοποιητικά εισοδήματα για τους πολίτες τους, καθώς οι φθηνές εισαγωγές από το εξωτερικό αντιμετωπίζονταν με υψηλούς δασμούς, που προστάτευαν τις εγχώριες παραγωγές. Έτσι ήταν εξασφαλισμένη η διάθεση των ευρωπαϊκών προϊόντων στην εσωτερική κατανάλωση. Συνακόλουθα ήσαν εξασφαλισμένα και τα φορολογικά έσοδα των κυβερνήσεων.
...άρχισαν να «τρίζουν»...
Με τη παγκοσμιοποίηση τα τείχη έπεσαν. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, ακολουθώντας τις αμερικανικές, μετέφεραν μαζικά την παραγωγή τους, τουλάχιστον εκείνη που ήταν εντάσεως εργασίας, στις φθηνού κόστους περιφερειακές χώρες. Αυτές άρχισαν να αναπτύσσονται με ισχυρούς ρυθμούς, μετατράπηκαν σε παραγωγικές «τίγρεις», βελτίωσαν σημαντικά το επίπεδο ζωής των πολιτών τους και τη συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Σταδιακά υποκατέστησαν τις δυτικές χώρες ως παγκόσμιοι εξαγωγείς.
Το αντίθετο συνέβη στη δύση, άρα και στην Ευρώπη. Εκεί χάθηκαν εκατομμύρια θέσεις εργασίας στο δευτερογενή τομέα, που ήταν αδύνατο να απορροφηθούν από τον συνεχώς διογκούμενο τριτογενή. Μοιραία οι αγορές εργασίας δέχτηκαν ισχυρές πιέσεις. Οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να διασώσουν το κοινωνικό συμβόλαιο αυξάνοντας τη κρατική παρεμβατικότητα και τις δημόσιες δαπάνες. Η πολιτική αυτή απογείωσε τα ελλείμματα και συνακόλουθα οδήγησε σε κρατική υπερχρέωση.
Η ενωμένη Ευρώπη, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, έθεσε το 1992 στο Μάαστριχτ όρια για το έλλειμμα και το χρέος, τα οποία δεν έπρεπε να υπερβαίνουν οι χώρες μέλη της. Ουδέποτε τηρήθηκαν, ούτε καν από τις ισχυρές χώρες που πρωτοστάτησαν για τη θέσπιση τους. Έγιναν κουρελόχαρτο. Η Γαλλία από την εποχή της σοσιαλιστικής διακυβέρνησης του Μιτεράν είχε ήδη πάρει φθίνουσα πορεία. Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας της αδυνατεί να επιβιώσει έξω από συνθήκες προστατευτισμού. Η Γερμανία, που πάσχιζε να ενσωματώσει τον ανατολικό της βραχίονα, βρέθηκε στριμωγμένη στο καναβάτσο από το κόστος της ενοποίησης, την ίδια στιγμή που η ανταγωνιστικότητα της ως οικονομίας έφθινε.
Χάρις στην πολιτική τόλμη του τότε Καγκελαρίου Σρέντερ θεσμοθετήθηκε το 1999 η Ατζέντα Σρέντερ 2010. Αυτή ουσιαστικά ήταν ένα νέο τριμερές κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων υπό την εγγύηση του κράτους με δεκαετή διάρκεια. Θεσπίζοντας σφιχτές πολιτικές αμοιβών και συγκράτησης (έως και μείωσης σε ορισμένες περιπτώσεις) του εργατικού κόστους, έδρασε περιοριστικά, διατηρώντας ζωντανές τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας και βελτιώνοντας ταχύτατα τη γερμανική βιομηχανία, που εντός τριετίας άρχισε να ανακτά σε παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, κερδίζοντας αγορές και αυξάνοντας τις εξαγωγικές της επιδόσεις.
Οι σοσιαλδημοκράτες πλήρωσαν την τόλμη τους με εκλογική απαξίωση. Οι χριστιανοδημοκράτες επωφελήθηκαν εκλογικά, ασκώντας απλά χρηστή διαχείριση, υλοποιώντας πιστά την πολιτική της Ατζέντας και δρέποντας τα ευεργετικά της αποτελέσματα για την οικονομία. Στα εννέα χρόνια της διακυβέρνησης Μέρκελ ουδεμία σοβαρή μεταρρύθμιση έχει συντελεστεί στη Γερμανία. Τα προβλήματα επανεμφανίζονται αργά αλλά σταθερά προ των πυλών στην ισχυρότερη οικονομία της Ε.Ε.
...με τον Νότο να συνεχίζει να ζει με δανεικά
Ο νότος της Ε.Ε. το ίδιο διάστημα ζούσε στο δικό του κόσμο. Συνέχιζε να πολιτεύεται παροχικά και διανεμητικά δανειζόμενος, αυξάνοντας υπέρμετρα τον δημόσιο τομέα και το κόστος του σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, την ώρα που τα εξωτερικά μηνύματα ήσαν αρνητικά για το μέλλον του και υπαγόρευαν πολιτικές Γερμανίας.
Το 2008-9 η ευρωπαϊκή οικονομία κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια σοβαρή οικονομική κρίση. Μια κρίση που θεωρήθηκε εισαγόμενη από τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά όμως επρόκειτο για μια κρίση που ούτως ή άλλως θα ξεσπούσε τα επόμενο διάστημα. Μια κρίση που είναι ενδογενής και αποτέλεσμα των αδιεξόδων του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού οικονομικού μοντέλου και που απλά την επιτάχυνε και την όξυνε το σπάσιμο της αμερικανικής φούσκας ακινήτων και οι χρηματοοικονομικές συνέπειες του διεθνώς.
Το πρόβλημα της Ευρώπης είναι παλιό και δομικό
Το πρόβλημα της Ε.Ε. είναι εδώ από χρόνια και είναι πολύ σοβαρό. Γιατί είναι δομικό, διαρθρωτικό πρόβλημα όλων των οικονομιών της ένωσης, άλλης περισσότερο, άλλης λιγότερο. Και εντοπίζεται στην αδυναμία συνέχισης της τήρησης του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου από τη πλευρά των κρατών, στην αδυναμία χρηματοδότησης και συντήρησης του κοινωνικού κράτους, όπως οι ευρωπαϊκές κοινωνίες το γνώρισαν και το γεύτηκαν μεταπολεμικά.
Το δημογραφικό περιπλέκει την εξίσωση του προβλήματος
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι κοινωνίες γερασμένες, με σοβαρά δημογραφικά προβλήματα. Το υψηλό επίπεδο διαβίωσης συνηγορεί σε χαμηλούς ρυθμούς γεννήσεων, κάτω από το όριο (2,1 παιδιά ανά ζευγάρι) ανανέωσης και συντήρησης του πληθυσμού. Την ίδια ώρα αυξάνεται συνεχώς το προσδόκιμο ζωής, που ήδη τοποθετείται στα 82 έτη. Οι δημογραφικές προβολές δείχνουν ισχυρές πληθυσμιακές μειώσεις στο σύνολο των χωρών της ΕΕ ως το 2050. Κι αυτά συμβαίνουν την ώρα που η θέση της ΕΕ και του πρώτου κόσμου συνολικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας φθίνει. Και θα συνεχίσει να φθίνει, αφού η τάση είναι πτωτική. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες χάνουν αγορές και ανταγωνιστικότητα.
Εμφανίζεται λοιπόν το εξής πρόβλημα, το οποίο όσο περνά ο καιρός θα επιτείνεται: Ολοένα λιγότεροι εργαζόμενοι, χειρότερα αμειβόμενοι, να πρέπει με τις εισφορές και τους φόρους τους να συντηρούν ολοένα περισσότερους συνταξιούχους και ανέργους, καθώς και ένα υψηλού επιπέδου κοινωνικό κράτος, που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των πολιτών.
Η εξίσωση αυτή δεν επιλύεται με συμβατικές μαθηματικές μεθόδους. Δεν υπάρχει επαρκής χρηματοδότηση σήμερα για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους, όπως το γνωρίσαμε. Αύριο θα είναι ακόμη λιγότερη. Η Ε.Ε., εάν θέλει να συνεχίσει να υπάρχει και να ευημερεί, οφείλει να επιλύσει την ανωτέρω εξίσωση. Οφείλει να προχωρήσει σε δομικές διαρθρωτικές αλλαγές. Στο σύνολο της. Με ημίμετρα και ασπιρίνες το πρόβλημα δεν θεραπεύεται.
Οι ηγεσίες των κρατών της Ευρώπης υποτιμούν το πρόβλημα
Δυστυχώς οι ηγεσίες της ένωσης δεν έχουν κατανοήσει το μέγεθος του προβλήματος. Αντιμετωπίζουν τη κρίση ως μια συνηθισμένη κυκλική κρίση ζήτησης και επιχειρούν να την πολεμήσουν με νομισματικά μέσα. Ο διάλογος για «λιτότητα ή ανάπτυξη», που έχει καταλάβει τη κεντρική ευρωπαϊκή σκηνή, είναι απλά αστείος. Ποιος εμποδίζει οιονδήποτε να ασκήσει αναπτυξιακές πολιτικές; Και ποιος είναι χαζός να μην επιθυμεί ανάπτυξη; Η ανάπτυξη όμως απαιτεί μεγάλες επενδύσεις, άρα υψηλή χρηματοδότηση. Που δεν υπάρχει. Οι ιδιώτες κεφαλαιούχοι, για να επενδύσουν, απαιτούν ένα καλύτερο επενδυτικό περιβάλλον, με λιγότερη εμπλοκή του κράτους, με καλύτερες προϋποθέσεις για την απόσβεση και ανταποδοτικότητα των κεφαλαίων τους.
Η Ε.Ε. όμως, μετά από δεκαετίες έντονα αναδιανεμητικών πολιτικών, έχει περιπέσει στο τέλμα της ακινησίας και αδυνατεί να αλλάξει. Μοιραία λοιπόν η συζήτηση αφορά σε κρατικές επενδύσεις. Για τη χρηματοδότηση των οποίων δεν υπάρχουν χρήματα, αφού το σύνολο των κρατών της Ε.Ε. είναι υπερχρεωμένο. Όταν λοιπόν μιλούν για ανάπτυξη, οι πονηροί πολιτικάντηδες εννοούν έκδοση και χρήση πληθωριστικού χρήματος από το τυπογραφείο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κι εκεί εμφανίζεται η αντίδραση των ορθοδόξων, οι οποίοι επισημαίνουν ότι με ποσοτικές χαλαρώσεις και με έκδοση χρήματος από τη κεντρική τράπεζα δεν γίνεται ανάπτυξη. Αυτά, λένε, είναι πρόσκαιρα τεχνικά-διαχειριστικά ανακουφιστικά μέτρα, με μικρή αποτελεσματικότητα και απλά θα κρύψουν για λίγα ακόμη χρόνια το πρόβλημα κάτω από το χαλί, αλλά σύντομα θα δημιουργήσουν περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσουν.
Η περίπτωση να μειώσουν το κράτος και την παρεμβατικότητα του, ώστε να προσελκύσουν τα τεράστια λιμνάζοντα διεθνή κεφάλαια, που, αντί να επενδύουν στην πραγματική οικονομία, επενδύουν στις αγορές ομολόγων και μετοχών, δεν βρίσκεται στην ατζέντα των Ευρωπαίων πολιτικών.
Τι πρέπει να γίνει;
Ο παραγωγικός δυναμισμός των αναπτυσσόμενων χωρών και η απώλεια μεριδίων πλούτου της δύσης μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με ένα ισχυρό αντίδοτο που θα στοχεύει να θεραπεύσει το πρόβλημα στη ρίζα του. Με βαθιές προσπάθειες ανάκτησης ανταγωνιστικότητας και παραγωγικής ικανότητας. Αυτό επιτυγχάνεται είτε με προσπάθεια των ευρωπαϊκών οικονομιών να ανταγωνιστούν κοστολογικά τις τίγρεις της ανατολής, είτε με τη δυνατότητα τους να επιβάλλουν στις αγορές ισχυρά brand names, που οι καταναλωτές θα τα προτιμούν λόγω της ποιότητας και της τεχνολογίας τους, είτε τέλος με τη παραγωγή νέων καινοτομικών προϊόντων, η διάθεση των οποίων σε υψηλές τιμές θα επαναφέρει στη δύση τον πλούτο που δαπανά για την αγορά μαζικών καταναλωτικών αγαθών από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το πρώτο είναι αδύνατο να υλοποιηθεί. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι σε θέση να καλύψουν τις βιοποριστικές τους ανάγκες με αμοιβές Κίνας και επίπεδα τιμών των χωρών τους. Απομένουν οι δύο άλλες λύσεις. Η Γερμανία, η Ολλανδία, η Ιταλία και λιγότερο η Δανία και η Σουηδία, είναι οι μοναδικές χώρες που έχουν κατορθώσει να επιβάλλουν προϊοντικές μπράντες, που οι καταναλωτές θα προτιμούσαν ασχέτως τιμής διάθεσης. Όσον αφορά τον τεχνολογικό τομέα και τις νέες καινοτομικές προσπάθειες, η Ευρώπη υστερεί απελπιστικά έναντι των ΗΠΑ, ακόμη και έναντι της Ιαπωνίας. Ο κρατισμός της σκοτώνει ή αποτρέπει τις όποιες προσπάθειες εκδηλώνονται. Επομένως οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της Ε.Ε.
Την ίδια ώρα οι πολίτες στο νότο, αλλά και στο σύνολο της ένωσης, απαιτούν από τις κυβερνήσεις τους να συνεχίσουν να τους εξασφαλίζουν τα εισοδήματα και το επίπεδο του κοινωνικού κράτους των προηγούμενων δεκαετιών. Προσωπικά αδυνατώ να διακρίνω με ποιους τρόπους μπορούν να γεφυρωθούν αυτά τα χάσματα.
Υπάρχει πάντα βέβαια και η μέθοδος χρήσης των όπλων, η δια της βίας επιχείρηση ανάκτησης της απώλειας των «κεκτημένων» ή η παρεμβολή εμποδίων και φραγμών στη συνέχιση της αναπτυξιακής εξελικτικής διαδικασίας των αναπτυσσόμενων χωρών. Αλλά φρονώ καλό θα ήταν αυτή η εκδοχή να μην τεθεί ποτέ στο… τραπέζι.
* πρώτος κόσμος: η αναπτυγμένη δύση – ΗΠΑ, Ε.Ε., Νορβηγία,Ελβετία, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Νότιος Κορέα.