Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Με την ίδια πάντα σιγουριά, ανακοινώνω κατά καιρούς ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει ο Μητσοτάκης μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του είναι, π.χ., να εμφυσήσει εμπράκτως αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες, καθώς η ασφάλεια είναι προϋπόθεση ελευθερίας.
Μετά, μπορεί να σκεφτώ ότι ασφαλώς εκείνο που προέχει είναι το σταμάτημα της οικονομικής κατρακύλας και της ανεργίας, άρα πρέπει να μεριμνήσει άμεσα για την αλλαγή προς το «επενδυτικότερο» των όρων προσέλκυσης ή επανεμφάνισης σοβαρών κεφαλαίων.
Κάποια άλλη στιγμή, πιστεύω ότι προς το συμφέρον όλων μας θα ήταν η επείγουσα κατάρτιση ενός μνημονίου επανασυγκρότησης του Δημοσίου —του «κράτους»—, συναποφασισμένο και υπογεγραμμένο από όλες τις πολιτικές δυνάμεις (πλην Λακεδαιμονίων), καθώς, ό,τι άλλο και να γίνει, δεν μπορούμε ασφαλώς να συζητάμε στα σοβαρά για πλεονάσματα χωρίς γενναίες περικοπές δαπανών: η φορολογία είναι εξαντλητική και απάνθρωπη — και δημοσιονομικά λάθος. Και η χρεοκοπία στην αυγή της επόμενης δεκαετίας θα μας βρει είτε χωρίς πια φίλιες δυνάμεις να μας συντρέξουν, είτε χωρίς πολίτες εντός των συνόρων για να την αντιληφθούν.
Πολύ συχνά, πάλι, αυτό που με εμπνέει περισσότερο είναι η εικόνα του επόμενου πρωθυπουργού ως περιοδεύοντος σε ευρωπαϊκές χώρες αμέσως μετά την ορκωμοσία του, για να «επικοινωνήσει» τη βούληση της χώρας να παραμείνει, λόγω και έργω, στην Ένωση, και μάλιστα εισφέροντας η ίδια νέες, καινοτόμες ιδέες για την ανασυγκρότηση της ευρωπαϊκής ιδέας, που ετρώθη και από τις δικές μας φωνές όλα αυτά τα άδικα χρόνια. Τι ωραία θα ήταν να εκκινούσε από εμάς το νέο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης!
Και άλλες φορές λέω άλλα. Ανάλογα με την περίπτωση, ανάλογα με την επικαιρότητα και ανάλογα με τις διαθέσεις του κυβερνώντος εσμού, που δεν σταματά στιγμή να εκπλήσσει και να ποντάρει τα ρέστα του στη λαϊκιστική ρουλέτα, βάζοντας τις μάρκες του μια στο κόκκινο και μια στο μαύρο. Αν ετεροκαθορίζομαι, που λένε; Μα ασφαλώς — πώς μπορεί να γίνει διαφορετικά;
Αλλά πάλι κάποιες φορές απλώς κάθομαι και κοιτώ τον τοίχο, είτε ενεός είτε έντρομος.
Για παράδειγμα, το θέμα εδώ και δυο μέρες δεν είναι άλλο —νομίζω— από τις νέες, μηνιαίες αλλαγές που θεσπίζει η κυβέρνηση για το Λύκειο και τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο (στα δεκάδες πλέον, άπειρα πανεπιστήμια), αλλαγές που άλλο δεν κάνουν βέβαια από το να κλείνουν το μάτι στους δυνητικούς ψηφοφόρους της.
Αφήνω στην άκρη την εκπαιδευτική ουσία (και) αυτών των αλλαγών ή επιμέρους δικές μου κρίσεις, γιατί δεν είμαι σε θέση να τις κάνω. Ας μου επιτραπεί μόνο η παράθεση των σχολίων δύο φίλων.
Το πρώτο:
«Η αντίδραση στο υπερήφανα δακρύβρεκτο ηθογραφικό κείμενο που το υπουργείο Πολιτισμού παρουσίασε ως μεταρρύθμιση είναι μία: μετράς τα λεφτά σου. Είτε για να τροφοδοτήσεις το οριστικά επισημοποιημένο πλέον κύκλωμα της παραοικονομίας ιδιαιτέρων (που υπηρετείται σε τεράστιο βαθμό και απροκάλυπτα από εν ενεργεία εκπαιδευτικούς δημοσίων σχολείων) είτε για την υποστήριξη σπουδών στο εξωτερικό, ώστε να παρακαμφθεί κατά το δυνατόν το στρεβλό σύστημα προετοιμασίας και εισαγωγής (μαζί του ατυχώς και εγχώρια τμήματα ΑΕΙ που παράγουν ακόμη σημαντικό έργο)».
Και το δεύτερο (από λέκτορα Φυσικής που ζει στην Αγγλία):
«Βλέπω πως γενικά υπάρχει εξέλιξη στις σχολές στο εξωτερικό, ενώ στην Ελλάδα μένουμε σε απαρχαιωμένα προγράμματα. Όταν τελειώσαμε εμείς δεν ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά, αλλά τώρα είναι. [...] Η αλλαγή έρχεται από την αγορά εργασίας, και στην Ελλάδα, επειδή αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, δεν υπάρχει κίνητρο να αλλάξουν τα πράγματα. Η πλειονότητα των αποφοίτων δεν πάει στη βιομηχανία όπως πηγαίνει εδώ, οπότε γιατί να αλλάξει; Στην Ελλάδα, το σύστημα, στη φυσική τουλάχιστον, φτιάχτηκε όταν μετά τη χούντα ήρθε πολύς κόσμος από Αμερική και Ευρώπη και έφεραν το σύστημα που είχαν δει, και από τότε συνέχισε με βελτιώσεις. Αλλά οι αλλαγές στην Ευρώπη έγιναν πολύ γρήγορα τις τελευταίες δεκαετίες, και δεν τις ακολουθήσαμε ποτέ».
Δεν συνεχίζω με καμία δική μου, πρωτότυπη σκέψη καθώς το ζήτημα δεν άπτεται καθόλου των όποιων γνώσεών μου: δεν θα μπορούσα ποτέ να συμβάλω με ιδέες σε μια τέτοια συζήτηση. Φέρ' ειπείν, ειλικρινά δεν ξέρω αν άξιζε καν τον κόπο όλα αυτά τα χρόνια η ύπαρξη (και όχι φυσικά η διδασκαλία — αστεία πράγματα) του μαθήματος των λατινικών. Αν πάλι μού επιβαλλόταν —που λέει ο λόγος— να πω κι εγώ τη γνώμη μου, θα απαντούσα ίσως, ψιθυριστά, ότι δεν θα ήταν ιδιαιτέρως άσχημη ιδέα να μη χάναμε πολύτιμο χρόνο σε διαβουλεύσεις και συσκέψεις επιτροπών, αλλά να εισάγαμε ένα έτοιμο, επιτυχημένο μοντέλο, ίσως από κάποια σκανδιναβική χώρα. Τσάμπα είναι. Μα και πάλι: θα ήταν ολέθριο λάθος κάτι τέτοιο. Άμα τη ανακοινώσει μιας τέτοιας απόφασης, τα σχολεία μας θα έκλειναν αυτομάτως από ένα τσουνάμι άγριων καταλήψεων. Αν δεν καίγονταν συθέμελα.
Κάποιες μέρες λοιπόν, όπως έλεγα και πριν, απλώς κάθομαι και κοιτώ τον τοίχο: είτε ενεός είτε έντρομος. Ενεός επειδή εκπλήσσομαι από όσα ακούω και βλέπω ή, απλώς, επειδή δεν ξέρω — και έντρομος επειδή ΞΕΡΩ πως αυτά που είναι να γίνουν είναι πολλά. Μάλλον: είναι ΟΛΑ. Το εύρος του έργου που θα κληθεί να παραγάγει η επόμενη κυβέρνηση είναι πελώριο, και εκτείνεται προς κάθε κατεύθυνση.
Δεν έχω ιδέα πώς θα τα καταφέρει. Αλλά ξέρω επίσης πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, ή ημίμετρα, ή πράγματα που μπορούν να μείνουν απέξω, ή πρόσωπα που θα τοποθετηθούν σε θέσεις ευθύνης χωρίς να επιλεγούν με άκρως αυστηρά κριτήρια. Τέτοια κολοσσιαία ευθύνη δεν είχε άλλη κυβέρνηση που ανέλαβε δημοκρατικά την εξουσία, ποτέ. Και μόνο ΜΙΑ άλλη κυβέρνηση έκανε δουλειά σε τόσο πολλά μέτωπα μαζί, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, με όλη της τη δύναμη, με όλα της τα στελέχη, απολύτως μεθοδικά και από την πρώτη-πρώτη ημέρα: η παρούσα.
Απλώς τώρα πρέπει να γίνουν τα πάντα προς την ΑΝΤΙΘΕΤΗ κατεύθυνση.