Του Δημήτρη Καμπουράκη
Επισκέπτης από την αλλοδαπή με τον οποίον έτυχε να μιλήσω χθες, μου ζήτησε διευκρινήσεις για την ιστορία του εκκλησιαστικού. Το θεωρούσε πολύ σοβαρό, αλλά είχε απορίες. Δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει την υπόθεση των κληρικών που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, θα φύγουν απ' το δημόσιο, θα συνεχίσουν όμως να πληρώνονται από το δημόσιο, αλλά θα αδειάσουν και δέκα χιλιάδες θέσεις του δημοσίου για νέες προσλήψεις.
Προσπάθησα να του εξηγήσω τις ιδιαιτερότητες που υπάρχουν σ' αυτή τη χώρα, τον τρόπο που έχει δομηθεί η ελληνική πολιτεία και τον τρόπο που σκεφτόμαστε εμείς οι Έλληνες. Κι όσο εγώ χωνόμουν πιο βαθιά στις δυσεξήγητες λεπτομέρειες της ιστορίας αυτής, τόσο εκείνος γούρλωνε τα αγγλοσαξονικά ξεπλυμένα μάτια του, σαν ψάρι που κάποιος ψαράς είχε τραβήξει ξαφνικά έξω απ' το νερό. Τελικά, έβαλα εγώ τα γέλια. Δεν άντεξα το απελπισμένο ύφος του. Τα αγγλικά μου ήταν πολύ φτωχά για να του περιγράψω το απερίγραπτο.
Και θυμήθηκα μια σημαδιακή φράση του μακαρίτη του Ηλία Πετρόπουλου, στην εισαγωγή που είχε γράψει σε κάποια από τις πραγματείες του πάνω στο ρεμπέτικο: «Δυσκολεύομαι πολύ να εξηγήσω στους ξένους τι είναι το ρεμπέτικο. Δυσκολεύομαι πολύ περισσότερο να το εξηγήσω στους Έλληνες». Την θυμήθηκα, διότι προσπαθώντας να βρω τις λέξεις που θα περιγράψουν αυτό που μας συμβαίνει, κατάλαβα αίφνης ότι το πρόβλημα δεν ήταν του ξένου αλλά δικό μου.
Συνειδητοποίησα ότι είχα εθιστεί στον απόλυτο παραλογισμό. Αυτά που για έναν μέσο δυτικό άνθρωπο μιας ορθολογικά δομημένης κοινωνίας ακούγονται σαν παραμύθια της Χαλιμάς ή σενάρια επιστημονικής φαντασίας, για μένα αποτελούν πια μια απολύτως θεμιτή κατάσταση που δεν μου προξενεί την παραμικρή εντύπωση. Έμαθα να ζω σαν ψάρι που έχει φτιάξει φωλιά πάνω σε δέντρο και βγάζω τρελό όποιον στέκεται από κάτω, κοιτάζοντας με απορημένος.
«Και πως είναι δυνατόν να επιζήσει ένα ψάρι που έχει φωλιάσει πάνω σε δέντρο»; θα ρωτήσετε. «Με τον ίδιο τρόπο που καταφέρνουμε να επιζούμε στην Συριζανελική Ελλάδα» θα απαντήσω και θα καθαρίσω.