Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Τη συνοπτική ιστορία του αρχαιολογικού πάρκου στην περιοχή Ακαδημίας Πλάτωνος τη διαβάζουμε στον κόμβο «Οδυσσέας» του Υπουργείου Πολιτισμού: «Περί το 388 π.Χ. ο Πλάτων ίδρυσε στο Γυμνάσιο την περίφημη Φιλοσοφική Σχολή του. Κατά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Αθήνας το 86 π.Χ. το άλσος καταστράφηκε από το Σύλλα. Η Σχολή του Πλάτωνα λειτούργησε για χίλια περίπου χρόνια, γνωρίζοντας μεγάλη ακμή ιδίως με τους λεγόμενους Νεοπλατωνικούς φιλόσοφους, έως το 529 μ.Χ., όταν με διάταγμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έκλεισαν για πάντα όλα τα εκπαιδευτικά κέντρα της Αθήνας, ορίζοντας έτσι το πραγματικό τέλος του αρχαίου κόσμου».
Ο συμβολισμός του συγκεκριμένου χώρου λοιπόν είναι διπλός: από τη μία συμβολίζει την Αθήνα πέρα από τα γεωγραφικά της όρια, περισσότερο ως μια ιστορική συγκυρία όπου μια πόλη καταφέρνει να γίνει σημείο αναφοράς για τη Φιλοσοφία, την Πολιτική, τα Γράμματα και τις Τέχνες, όλα αυτά που βρίσκονται στον πυρήνα της Δύσης. Συμβολίζει όμως και τη σύγκρουση αρχαίου και χριστιανικού κόσμου, με τον πρώτο να ηττάται οικτρά.
Αυτά μπορεί να είναι γνωστά σε όλους αλλά φαίνεται ότι δεν ήταν ικανά για να αποτρέψουν την ηγεσία της ιεραρχίας από το να δεχτεί να ορκίσει το Δήμαρχο Αθηναίων και το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας σε αυτόν ακριβώς το χώρο όπου η φιλοσοφική απορία συγκρούστηκε με τις βεβαιότητες της πίστης, παραμένοντας παθιασμένοι αντίπαλοι έκτοτε.
Για τη δημοτική αρχή που επέλεξε αυτό το χώρο για να δώσει χριστιανικό όρκο δεν θα πούμε κάτι. Τα τελευταία χρόνια είναι μάταιο να σχολιάζει κανείς την ευκολία με την οποία οι πολιτικοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, καταναλώνουν σύμβολα ενώ είναι απρόθυμοι (ή και ανίκανοι) να γίνουν φορείς του ιδεολογικού και ηθικού φορτίου που φέρει το κάθε σύμβολο.
Όμως, αυτός ο “αχταρμάς συμβολισμών” που παράγουν με εξαιρετική ευκολία κι από κοινού Κράτος και Εκκλησία δεν πρέπει να μένει ασχολίαστος, γιατί όταν οι θεσμοί παράγουν ιδεολογικό χυλό με συστατικά συμβολισμούς κενούς νοήματος, η κοινωνία που τους καταναλώνει πορεύεται σε σύγχυση.
Ο αγαπητός και πάνω απ'όλα σεβαστός φίλος Λευτέρης Κουσούλης συνηθίζει να σαρκάζει τον “νεοπροοδευτισμό” που ξιφουλκεί με τα ράσα και “το παπαδαριό”. Δεν έχει άδικο σε αυτό που θέλει να πει ότι δηλαδή η Εκκλησία και ο κλήρος γίνονται στόχος για όποιον θέλει να καμωθεί εύκολα τον προοδευτικό. Πράγματι, ο “νεοπροοδευτικός” λειτουργεί ως το αντίστοιχο του “θεομπαίχτη” πολιτευτή, αυτού που παριστάνει τον ευσεβή για να ηθικολογήσει εκ του ασφαλούς ή για να κερδίσει εύκολα κάποια ψηφαλάκια.
Όλα αυτά όμως γίνονται πρόβλημα όταν υιοθετούνται από τους θεσμούς, από το Κράτος και την Εκκλησία εν προκειμένω, όταν ο ένας δέχεται και νομιμοποιεί τη ρηχότητα, την απάθεια, την υποκρισία του άλλου, όταν το μόνο που τελικά τους ενώνει είναι μια άρρητη συμφωνία ο ένας να λειτουργεί ως εσαεί κομπάρσος στις παραστάσεις του άλλου.
Τι πήγε να κάνει η Εκκλησία στην Ακαδημία του Πλάτωνα;
Τι μας δείχνει ότι κατάλαβε η αιρετή εξουσία όταν διάλεξε τον συγκεκριμένο χώρο, αγνοώντας το σημαντικότερο κομμάτι του συμβολισμού του και κρατώντας μόνο τις ασαφείς αναφορές στην αρχαιότητα με όρους τουριστικής ατραξιόν; “Μια αρχαιότητα που καταναλώνεται ως πιτόγυρο και μάλιστα στα γρήγορα”, για να παραφράσουμε τον Ουμπέρτο Έκο. Αυτό χρειαζόμαστε σήμερα;
Η σοβαρότητα ποτέ δεν έβλαψε κανέναν, πάντως.