Όλοι γνωρίζουν τον σπουδαίο Ρώσο, εβραϊκής καταγωγής, ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ, την ζωή και το τραγικό του τέλος, από λιμοκτονία σε ένα στρατόπεδο μεταγωγών, στη ρωσική Άπω Ανατολή.
Ελάχιστοι, ακόμη και στην ίδια του την πατρίδα, γνωρίζουν τον συνεπώνυμο του Ροάλντ, έναν ευαίσθητο και σημαντικό ποιητή, ο οποίος έζησε, κυριολεκτικά, στο περιθώριο της κοινωνίας και εκτός της ιστορίας.
Η γιαγιά του Ροάλντ, δεν εμπιστευόταν την ιατρική της ρωσικής αυτοκρατορίας κι έτσι, όπως και πολλοί σημερινοί Ρώσοι, πήγε να γεννήσει στις Η.ΠΑ., μαζί με τον σύζυγό της Γιάκοβ Γκορόβιτς. Εκεί, γέννησε τον γιο της, στον οποίο έδωσαν το όνομα Τσαρλς Γιάκοβλεβιτς. Ο νεαρός απόγονος των ρωσοεβραίων, έζησε πολλά χρόνια στην χώρα που γεννήθηκε και πρόλαβε να γίνει πρωταθλητής της πυγμαχίας σε κάποια αμερικανική πολιτεία. Στην συνέχεια, γοητευμένος από την σοβιετική προπαγάνδα, θέλησε να επιστρέψει στην πατρίδα των γονιών του, προκειμένου να συμβάλει στην υπόθεση της επανάστασης και στην οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το 1931 ο Τσαρλς παντρεύτηκε την Γιλένα Ιώσηφοβνα Μαντελστάμ και απέκτησε ένα γιο, τον οποίο κατά τα ήθη της εποχής ονόμασε προς τιμή του διάσημου εξερευνητή Άμουντσεν, Ροάλντ.
Τόσο η οικογένεια του πατέρα, όσο και της μητέρας, δηλαδή οι Γκορόβιτς και Μαντελστάμ, ήταν εύπορες, ανήκαν στην ανώτερη κοινωνία της εποχής και τα μέλη τους ανήκαν σε εκείνη την κοινωνική κάστα των παραδοσιακών νομομαθών. Ο πατέρας της μητέρας του, Γιλένας, ο Ιωσήφ Μαντελστάμ, ήταν διάσημος δικηγόρος της Αγίας Πετρούπολης, ο οποίος κατά την διάρκεια της μακράς του σταδιοδρομίας ως μάχιμος δικηγόρος, δεν έχασε ούτε μία δίκη.
Η δεκαετία του 1930, ήταν μία τραγική περίοδος για την ρωσική κοινωνία. Η εβραϊκή καταγωγή, το μη ρωσικό όνομα, ήταν αρκετά για στοιχίσουν στον νεαρό ιδεαλιστή αρκετά χρόνια στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων και εκτόπισης στο Καζακστάν το 1937. Η αφορμή δεν άργησε να δοθεί. Σε κάποια παρέα, είχε την φαεινή ιδέα να πει πως ο Τρότσκι δεν ήταν ανόητος άνθρωπος. Κάποιος τον κατέδωσε και ακολούθησε η σύλληψη.
Το 1943, έστειλαν τον νεαρό Ροάλντ στον πατέρα του στο Καζακστάν, γιατί ήταν σχεδόν βέβαιο πως το αδύναμο και φιλάσθενο αγόρι, δεν θα άντεχε έναν δεύτερο παγωμένο χειμώνα στον Λένινγκραντ που λιμοκτονούσε πολιορκημένο από τους Ναζί. Τον συνόδευε η γιαγιά του Βέρα Ιώνοβνα, η οποία τον φρόντιζε μέχρι την επιστροφή τους, το 1947. Η μητέρα του, μετά την σύλληψη του πατέρα του, τον χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε και πήρε το επίθετο Τόμινγκ. Το επίθετο ήταν γερμανικό και έτσι, υποχρεώθηκαν κατά την διάρκεια του πολέμου να το αλλάξουν σε Τομίν. Το 1944 συνελήφθηκε ο σύζυγός της Ντμίτρι, αλλά αυτός δεν ήταν τυχερός, άφησε την τελευταία του πνοή στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων.
Ο νεαρός Ροάλντ, έπασχε από βρογχικό άσθμα, ασθένεια που εκδηλώθηκε το 1936 και τον συνόδευε για όλη του την ζωή. Το 1948, αμέσως μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο, οι γιατροί διέγνωσαν φυματίωση των οστών και των πνευμόνων. Παρά την δύσκολη κατάσταση της υγείας του, ο νεαρός Ροάλντ προσπάθησε να σπουδάσει, έδωσε εξετάσεις στην Σχολή Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ, για να μάθει Κινεζικά, σπούδασε για ένα χρόνο, αλλά τα παράτησε, γιατί του ήταν αδύνατο να μετακινείται. Στην συνέχεια, το ίδιο συνέβη και με το Πολυτεχνείο της πόλης. Η ζωή του περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, τις περισσότερες ώρες έμενε ξαπλωμένος και έγραφε. Συνολικά, μας κληροδότησε περίπου 400 ποιήματα, μικρής έκτασης, διάφορα σχέδια και παραλλαγές ποιημάτων, καθώς και ορισμένες σκέψεις του για μυθιστόρημα.
Λόγω των αφόρητων πόνων, άρχισε να χρησιμοποιεί μορφίνη και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις. Τα χέρια του ήταν γεμάτα τρύπες και έλκη από τις βελόνες. Η μορφίνη γι’ αυτόν έγινε το μοναδικό και έσχατο φάρμακο. Οι λιγοστοί φίλοι που είχε, τον βοηθούσαν οικονομικά, το ίδιο και ο πατέρας του. Η μητέρα του τον συντηρούσε, παρ’ ότι η ίδια είχε υποστεί τρία εμφράγματα και είχε ήδη περάσει τα εξήντα, ζώντας με μία σύνταξη που έφτανε στο αστρονομικό ποσό των 27 ρουβλίων. Η αδελφή του, γιατρός, προσπαθούσε και αυτή με την σειρά της να τον βοηθήσει όπως μπορεί. Μία μικρή βοήθεια είχε και από την εβραϊκή κοινότητα της πόλης.
Ο ίδιος ήταν ανίκανος να διαχειριστεί με στοιχειώδη σωφροσύνη τους ελάχιστους πόρους του. Μπορούσε να ξοδέψει τα τελευταία του χρήματα για να αγοράσει ένα καπέλο ή γλυκά, την στιγμή που δεν είχε να πληρώσει το ενοίκιό του.
Στο μικρό του δωμάτιο μαζεύονταν οι φίλοι του. Με δυσκολία σηκωνόταν από το κρεβάτι για να τους απαγγείλει ποιήματά του. Δεν ήθελε να το κάνει ξαπλωμένος και να δείχνει αδύναμος.
Οι φίλοι του, ήταν μέλη μίας αντικομφορμιστικής καλλιτεχνικής παρέας, η οποία είχε τον τίτλο «Ο κύκλος του Αφέφιεφ». Ο Αλεξάντρ Αρέφιεφ ήταν ένας ζωγράφος, τον οποίο είχαν αποβάλει το 1947 από την Σχολή Καλών Τεχνών και το 1953 από την Ιατρική Σχολή. Είχε γνωρίσει την «φιλοξενία» των Γκουλάγκ επί τρία χρόνια και στην συνέχεια, όταν οι περιστάσεις το επέτρεψαν αυτοεξορίστηκε στην Γαλλία, όπου έζησε μέχρι την ηλικία των 47 ετών και πέθανε το 1978. Ο Βαντίμ Πρελόφσκι, αυτοκτόνησε με μία θηλιά στον λαιμό το 1954. Ο Βλαντίμιρ Σαγκίν, τα έργα του οποίου σήμερα εκτίθενται στο σπουδαίο ρωσικό Μουσείο Τρετιακόφ, έμεινε κλεισμένος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο επί έξι ολόκληρα χρόνια. Ο Ρίχαρντ Βασμί, αποβλήθηκε από την Μέση Σχολή Αρχιτεκτονικής, εργάστηκε ως επιχρωματιστής, συγκολλητής, θερμαστής, ελαιοχρωματιστής. Ο Σολόμ Σβαρτς, έκανε διάφορες δουλειές για να ζήσει είτε βάφοντας σπίτια είτε ως συντηρητής έργων τέχνης, μα στην συνέχεια τα έργα του εκτέθηκαν στο Παρίσι και το Βερολίνο. Ο Ροντιόν Γκουντζένκο έμεινε φυλακισμένος 10 χρόνια στα στρατόπεδα, γιατί προσπάθησε να διαφύγει στην Γαλλία κατά την δεκαετία του 1950.
Η γνωριμία αυτής της παρέας, έγινε το ζοφερό 1948 στο διαμέρισμα του Ρίχαρντ Βασμί, ή καλύτερα στο μοναδικό του δωμάτιο σε ένα κοινοβιακό διαμέρισμα της πόλης. Εκείνη την χρονιά, ο Ροάλντ Μαντελστάμ, σε ηλικία 16 ετών πήγε και απήγγειλε ποιήματά του στους νεαρούς ζωγράφους.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 1958 γνώρισε τον γλύπτη Μιχαήλ Σεμιακίνιν, ο οποίος μετά τον θάνατο του Ροάλντ ήταν ένας από εκείνους που φρόντισαν για την έκδοση των ποιημάτων του, αφού σε αυτόν άφησε τα χειρόγραφά του ο άτυχος ποιητής.
Το 1956, λόγω της επιδείνωσης της υγείας του ο Ροάλντ μπήκε στο νοσοκομείο και οι γιατροί εξετάζοντάς τον, ετοίμασαν το πιστοποιητικό θανάτου. Κατάφερε να γλιτώσει χάρη στις φροντίδες των φίλων του.
Κατά την διάρκεια της πολυβασανισμένης του ζωής, δεν μιλούσε ποτέ για γυναίκες, εκτός από μία Άννα, για την οποία κανείς δεν έμαθε ποτέ καμία λεπτομέρεια.
Ο Ροάλντ Μαντελστάμ, μιλούσε ανοιχτά και έλεγε την γνώμη του για την σοβιετική εξουσία, την οποία μισούσε και περιφρονούσε. Ενώ, όμως, οι φίλοι του, καλούνταν συχνά - πυκνά για ανακρίσεις, τον ίδιο δεν τον πείραζε ποτέ κανείς. Ο φίλος του Γκοντζένκο, πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του φίλου του, εκμυστηρεύτηκε πως οι άντρες της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ. του είπαν πως «Δεν τον καλούμε καν να περάσει, θα ψοφήσει στα χέρια μας. Δεν υπάρχει λόγος να γίνει αυτό. Είναι ένα ζωντανό πτώμα!»
Το 1961, σε ηλικία 28 ετών ο Ροάλντ Μαντελστάμ πέθανε στο νοσοκομείο.
Το φέρετρο στο νεκροταφείο συνόδευσαν μόνο δύο άνθρωποι. Μπροστά πήγαινε το κάρο που έσερνε ένα άλογο και ακολουθούσαν δύο μοναχικές φιγούρες. Ο ένας ήταν ο Αρέφιεφ.
Κάποιοι συγγενείς του, έκαψαν πολλά χαρτιά μετά τον θάνατο του. Ευτυχώς, σώθηκαν τα ποιήματα.
Τα ποιήματα αυτά, για πρώτη φορά δημοσιεύτηκαν το 1982 στο Ισραήλ. Ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Εκλεκτά». Το 1991 έγιναν οι πρώτες δημοσιεύσεις έργων του και στην Ρωσία. Το πιο γνωστό του βιβλίο είναι το «Άλικο τραμ», το οποίο κυκλοφόρησε το 1994. Η γνωριμία του ευρύτερου κοινού με τον ποιητή, άργησε 30 ολόκληρα χρόνια.