Του Κυριάκου Αθανασιάδη
«Μα, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;» Α! Μιλούν. Μιλούν. Μιλούν πολύ, ποτέ δεν σταμάτησαν να μιλούν. Όλοι; Ε ναι, εδώ και μια δεκαετία με τα social media, όλοι. Πιο πριν, μιλούσαν απλώς οι περισσότεροι. Φυσικά και μιλούν.
Μιλούν πολύ.
Μίλησαν, δε, απείρως πολύ από την αρχή της Κρίσης, που οριοθετείται κάπου στο 2010. Και πιο πριν: από το 2008, όταν κάηκε η Αθήνα (τόσο κατά τη διάρκεια της καταστροφής, όσο και μετά — κυρίως μετά). Αλλά και ακόμη πιο πριν. Ποτέ δεν έπαψαν. Εξ ου και ακούγεται πάντα κωμική αυτή η ερώτηση, που είναι υποτίθεται και παρότρυνση, και μια κραυγή μοναξιάς όλο πίκρα και παράπονο: «Μα, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;»
Μα, μιλούν. Μίλησαν πολύ. Ποτέ τους δεν έπαψαν. Μόνο λίγο τώρα κάπως σταμάτησαν, αλλά είναι απλώς ένα διάλειμμα, μη θαρρείτε. Όπου να 'ναι θα πιάσουν πάλι τα μυτερά τους μολύβια. Τώρα τα ξύνουν.
Παρ' όλα αυτά, ναι: οι διανοούμενοι, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του πνεύματος, μίλησαν και μιλούν, με εκείνο το βαρύ, οργισμένο τους ύφος, που πολύ δύσκολα συγκρατιέται και δεν γίνεται θυμός μέγας και αγανάκτηση ηφαιστείου. Μίλησαν και μιλούν για καθετί. Για όλα τα κακώς κείμενα. Και κυρίως βέβαια για το πόσο οι ίδιοι θλίβονται, πόσο συντρίβονται για το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Για όλο το κακό. Για την εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Για την ανάλγητη μηχανή του καπιταλισμού. Για τη σκληράδα του νόμου, του αφεντικού, του μπάτσου, ή του γελοίου τύπου που είναι από τζάκι και δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει.
Μίλησαν επίσης για το πόσο σπουδαίο είναι να σηκώνεις ανάστημα απέναντι στην Εξουσία: του κράτους, των διεθνών οργανισμών, ή όποιου θεσμού έχει κύρος και πατά τον άνθρωπο στον τράχηλο για να τον ξεζουμίσει. Μίλησαν για το πόσο μεγάλο σε κάνει η αντίσταση, το Όχι, η άψη στο βλέμμα, το κατέβασμα της μπουνιάς στο τραπέζι και το ανέβασμα της μπάρας των διοδίων. Μίλησαν για μια παγκόσμια ανάγκη ανοιχτωσιάς και αδελφοσύνης, που θα μας φέρει κοντά τον ένα στον άλλο και θα μας κάνει όλους μια μεγάλη οικογένεια: τον λευκό με τον μαύρο, τον ήρωα Παλαιστίνιο με τον απλό Νεοσμυρνιώτη. Όλους.
Τα είπαν όλα, ξανά και ξανά, και τα είπαν ωραία. Συχνά μάλιστα, τα τραγούδησαν κιόλας, και κάποιοι επίσης τα χόρεψαν: στο πάλκο και στα τραπεζάκια τού «Στην υγειά μας, βρε παιδιά» και σε άλλες ωραίες πίστες της τηλεόρασης. Με κεχριμπαρένια ρετσίνα. (Γιατί η ρετσίνα πάει καλά με τον πόνο και τον καημό και τον θυμό, όσο καλά πάει και με τα θαλασσινά και τα λιανά ψαράκια). Τα βροντοφώναξαν στα πάνελ. Τα ξανάπαν σε συγκεντρώσεις Κατοίκων, σε επιτροπές για το Περιβάλλον, στο SOSte Το Νερό, στο Antigold κίνημα Κάτω Τα Ξερά Σας Από Τις Σκουριές, στις κινητοποιήσεις για να απαγορευτεί το άνοιγμα της αγοράς την Κυριακή — παντού.
Σε καθετί προοδευτικό, ήταν μπροστάρηδες — ή, έστω, πολύ κοντά στους πραγματικούς μπροστάρηδες, τους δημοσιογράφους της πρωινής τηλεοπτικής ζώνης, τον Παπαδάκη, τον Αυτιά και τους λοιπούς. Πάντα εκεί, στην πρώτη γραμμή. Με το μάτι τους ταυτόχρονα υγραμένο και αστραφτερό. Και με λόγο ωραίο, λυγμικό, απαιτητικό, σίγουρο, σταθερό.
Τι κι αν πούλησαν βιβλία, τι κι αν έκοψαν εισιτήρια, τι κι αν τους άνοιξαν μπουκάλια, τι κι αν πήραν καλές θέσεις, τι κι αν μπήκαν σε επιτροπές; Τίποτε από αυτά δεν λέει κάτι από μόνο του — το παν είναι να νιώθεις όπως ο απλός λαός, όπως εκείνοι που ψιθυρίζουν, «Μα, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;»
Α! Μιλούν. Πάντα μιλούσαν πολύ, και πάντα ήξεραν ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ για ποιο από όλα τα θέματα έπρεπε να μιλήσουν. Για να πούμε ένα παράδειγμα στην τύχη, νά: οι καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, και το δίκαιο του αγώνα τους. Δεν μίλησαν για αυτές οι διανοούμενοί μας; Μα φυσικά και μίλησαν! Ήταν καλό πεδίο αυτό, όπως καλό πεδίο ήταν οτιδήποτε είχε να κάνει με το πρώτο και το δεύτερο Μνημόνιο. (Τα άλλα δύο ήταν από τα καλά Μνημόνια, τα ωραία, τα κιμπάρικα). Όπως καλά, εξαίρετα —και δωρεάν— πεδία προσφέρει πολλά ο τομέας του «δικαιωματισμού». Εκεί μάλιστα είναι ξεκάθαρα τα πράγματα. Δεν μπορεί να πέφτεις έξω, εξ ορισμού. Οπότε μίλησαν, και μιλούν, για όποιο τέτοιο θέμα ανακινείται. Ή, τέλος πάντων, μιλούσαν για «όποιο» θέμα. Πλέον, κάνουν κι από καμιά φορά τα στραβά μάτια — δε βαριέσαι.
Γιατί υπήρξε, όσο να πεις, μία διαφορά, και παρουσιάστηκε μια κάποια κάμψη, στα του δημοσίου λόγου τους τα τελευταία χρόνια. Έπρεπε, βλέπετε, να προχωρήσουν κάποια άλλα θέματα, για αυτό και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν λίγο (αλλά όχι να αποχωρήσουν από τον αγώνα της δημοσιολογίας) και να αφήσουν την ωραία ιστορία να προχωρήσει όπως αυτή ξέρει, χωρίς τη βοήθειά τους. Εξ ου και σταμάτησαν, έκαναν ένα διάλειμμα από το '15 και εδώ, πέρασαν σε mood αγρανάπαυσης και αμειψισποράς, και μόνο πού και πού θα πουν κάτι, όταν πρέπει και όπου πρέπει. Φέρ' ειπείν, για την έρμη καθαρίστρια (νά την πάλι η καθαρίστρια) που ένα ρομποτικό δικαστήριο καταδίκασε παράγοντας μία δικαστική ηλιθιότητα ολκής, κάτι που θα διδάσκεται από του χρόνου στις νομικές όλου του κόσμου. Ή για τον φόνο του Ζακ, που έπεσε νεκρός λίγο μετά από τον ανελέητο ξυλοδαρμό που υπέστη. Για αυτά θα μιλήσουν. Τα απλά, τα ξεκάθαρα, τα εύκολα.
Για όλα τα υπόλοιπα… χμμ… όχι πια. (Και δεν μιλάμε καν για την υπόθεση του Βενεζολάνου πρέσβη μόνο, ή για την κολεγιά με τον ακροδεξιό εθνικιστή Καμμένο). Θα ξανάρθουν όμως —και το ξέρουν— οι μέρες και οι ώρες που θα τα πιάσουν όλα ξανά. Σε μερικούς μήνες θα ξεκινήσουν ξανά πάλι από την αρχή.
Ποιοι; Είπαμε: οι διανοούμενοί μας. Ή μάλλον αυτοί οι ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ διανοούμενοι που εννοούμε όταν λέμε, «Μα, γιατί δεν μιλούν οι διανοούμενοι;» Όχι οι άλλοι, αλλά αυτοί που θέλουμε να μας χαϊδεύουν τ' αυτιά. Όπως μας χαϊδεύει κάπου αλλού ο ρατσιστής, ομοφοβικός, σεξιστής Σεφερλής, και χαχανίζουμε ακούγοντάς τον. Αυτοί: οι Σεφερλήδες της Αριστεράς.