Του Κώστα Μήλα*
Αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μην μας εμπιστευτούν και οι εταίροι μας, είναι το μήνυμα που μεταφέρει εσχάτως με κάθε ευκαιρία ο Πρωθυπουργός.
Κινείται στη γραμμή ότι η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι αγορές στην Ελλάδα, θα μεταφραστεί και σε αντιστοιχη εμπιστοσύνη από τους εταίρους ως προς τα πλεονασματα.
Τα συγκεκριμένα πλεονασματα αποφασιστηκαν σε άλλη οικονομική συγκυρία, με επιτόκια δανεισμού υπερδιπλάσια των σημερινών, επομένως πρέπει να μειωθούν, προκειμένου να δημιουργηθεί «χώρος» για φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες θα οδηγήσουν σε ενίσχυση των επενδύσεων και επανεκκίνηση της οικονομίας, είναι η γραμμή του Κ.Μητσοτάκη.
Το σκεπτικό του έχει λογική. Το ελληνικό κόστος δανεισμού έχει σημειώσει μεγάλη αποκλιμάκωση από τις Ευρωεκλογές και μετά, κάτι το οποίο συνεχίσθηκε και μετά τον σχηματισμό της κυβέρνησης της ΝΔ. Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει ότι η αλλαγή κυβέρνησης θα ενισχύσει τις προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα προσελκύσουν (ξένους) επενδυτές, οι οποίοι με την σειρά τους περιμενουν το σήμα των ξένων οίκων.
Την Παρασκευή η Fitch επιβεβαίωσε το -ΒΒ της Ελλάδας, που απέχει 3 σκαλοπάτια από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ βαθμολογία της Moody's και της Standard & Poor's απέχουν 4 σκαλοπάτια.
Πολύ συχνά ακούγεται ότι, για να εισέλθουμε στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, χρειάζεται μόνο ένας από τους τρεις οίκους να μας αναβαθμίσει στην επενδυτική βαθμίδα.
Αν και ορθή η παραπάνω άποψη, εντούτοις αγνοεί το γεγονός ότι οι επενδυτές δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στις αποφάσεις της Moody's. Και τούτο επειδή η Moody's θεωρείται περισσότερο συντηρητική στις αξιολογήσεις της σε σχέση με τους λοιπούς οίκους.
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι μια αναβάθμιση από τη Moody's σε απόσταση «αναπνοής» από την επενδυτική βαθμίδα έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει μείωση στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων πολλαπλώς μεγαλύτερη από την μείωση που θα προκαλέσει μια αναβάθμιση από την Fitch ή την Standard & Poor's, ακόμα και εάν οι αποφάσεις των Fitch - Standard & Poor's, μας εξασφαλίσουν συμμετοχή στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης.
Από την πλευρά του ο κ. Μητσοτάκης επιχειρηματολογεί ότι με δεδομένη την εμπιστοσύνη των αγορών, θα πρέπει και οι εταίροι μας να δείξουν ανάλογη «διάθεση» δίνοντας μας το «πράσινο φως» να μειωθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%.
Πράγματι, το 10ετές κόστος δανεισμού έχει μειωθεί από το περίπου 3,3% το Μάιο στο 2% στις αρχές Αυγούστου. Όμως, και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, μεγάλες μειώσεις δεν έχουν σημειωθεί στο κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα.
Τα τελευταία στοιχεία της ΕΚΤ μας λένε ότι το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων μειώθηκε μόνο από το 3,99% τον Μάιο στο 3,79% τον Ιούνιο, ενώ το μακροχρόνιο κόστος δανεισμού των νέων επιχειρήσεων αυξήθηκε (ναι αυξήθηκε) από το 5,07% τον Μάιο στο 6,26% τον Ιούνιο.
Με άλλα λόγια, δεν έχει ακόμα περάσει η μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου και στις επιχειρήσεις. Και τούτο επειδή οι οίκοι αξιολόγησης παραμένουν ιδιαίτερα συντηρητικοί ως προς τις αποφάσεις τους και, μάλιστα, η συντηρητική τους διάθεση έχει ενισχυθεί από την χρηματοοικονομικό κρίση του 2008-2009 και μετά.
Ενώ αυτό ακούγεται αρνητικό για όσους ελπίζουν ότι γρήγορες αναβαθμίσεις (μέχρι και 3 βαθμίδες) θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να ενταχθεί στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, ο γράφων πιστεύει ότι το «περιμένοντας και βλέποντας» των οίκων αξιολόγησης είναι θετικό για την Ελλάδα.
Και τούτο επειδή η ελληνική κυβέρνηση θα βρίσκεται υπό συνεχή πίεση να «τρέξει» την μεταρρυθμιστική της agenda κάτι το οποίο θα αξιολογήσουν ιδιαίτερα θετικά και οι επενδυτές προκειμένου να «ξεκολλήσουν» οι ξένες άμεσες επενδύσεις από το 16% του ΑΕΠ (σε σχέση με το πολύ υψηλότερο του 55% του ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ένωση), και να ενεργοποιηθεί, επιτέλους, το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας.
* Ο Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.