Του Δημήτρη Καμπουράκη
Στην παρέα ανάμεσα σε δυο ουίσκι λέει ως μάγκας το «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι». Αλλά όταν μεταμεσονυκτίως επιστρέψει σπίτι του, δει την πόρτα του παραβιασμένη και φως στο πάνω πάτωμα, δεν τηλεφωνά στους φιλαράκους που κακάριζαν στο μπαρ με την εξυπνάδα του. Το «100» παίρνει τηλέφωνο και από κάτω περιμένει να μπει ο «μπάτσος» μέσα για ν' αντιμετωπίσει τον (οπλισμένο;) διαρρήκτη. Κι αν αργήσει το περιπολικό, βάζει και τις φωνές.
Τις οποίες φωνές δικαιούται «ως φορολογούμενος πολίτης που πληρώνει για να έχει αστυνομική προστασία». Ως εκ τούτου δικαιούται και να τους βρίζει τους αστυνομικούς, όχι βέβαια την ώρα που μπαίνουν στην φωτιά για πάρτη του, αλλά τις υπόλοιπες ώρες που κάθεται χαλαρός και ασφαλής με το κεφάτο παρεάκι και κάνει χαβαλέ. Δικαιούται επίσης να τους βρίζει όταν τους βλέπει να στέκονται με τις ώρες μέσα στην κλούβα των ΜΑΤ σε μια γωνιά ή όταν τους παρακολουθεί απ' την εξέδρα να μπαίνουν στο γήπεδο.
Γενικώς ο Έλληνας πολίτης έχει πάρει από την σημαία το διαρκές δικαίωμα να ασκεί ολοκληρωτική πολιτική επί της αστυνομίας. Να την βρίζει όταν δεν γράφουν αυτούς που καβαλάνε τα πεζοδρόμια με τα παρκαρισμένα τους και τον εμποδίζουν να περάσει, αλλά και τότε που σταματάει αυτόν στην εθνική οδό και τον γράφει επειδή τρέχει με διακόσια. Δικαιούται να βρίζει και για την έλλειψη ασφάλειας που νιώθει και για την αστυνομοκρατία που ακούει ότι υπάρχει.
Αναφέρομαι στον Έλληνα πολίτη με την γερασμένη μετεμφυλιακή (άντε και μεταδικατορική σκέψη) και όχι στις απαράδεκτες μπούρδες που έγραψε η Κασιμάτη ή στις ασυναρτησίες που είπε ο Μπαλάφας, διότι απλούστατα η σκέψη πολλών εκ των Συριζαίων εκφράζει αυτόν τον πολίτη. Αν δεν υπήρχε ο Ελληνάρας που βρίζει τον «μπάτσο» το απόγευμα και τον παρακαλά το βράδυ να τον σώσει, ούτε οι Κασιμάτες ούτε οι Μπαλάφες θα τα έλεγαν αυτά.
Το βασικότερο όλων είναι ότι η Λίνα Κασιμάτη το πιστεύει το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι». Ένα κομμάτι του εαυτού της έβγαλε στο αυθόρμητο αστειάκι της. Και μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Σύριζα έχει πολλούς που της χτυπούν την πλάτη και της ψιθυρίζουν «δίκιο έχεις συντρόφισσα μου». Όλα τα άλλα είναι για παραμύθια της Χαλιμάς, και οι συγνώμες και οι κραυγές για παρερμηνείες. Ξαναγυρίζουν στο μονοπάτι που τους οδήγησε στην νίκη του 2015. Αυτό και μόνο αποδεικνύει πόσο παλιοί και ξεθωριασμένοι είναι και ποια στρώματα της ελληνικής κοινωνίας εκφράζουν πια. Τα πιο ξεθωριασμένα και οπισθοδρομικά.