Οι αναμφισβήτητες επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν σε μια επανάπαυση. Απεναντίας, θα πρέπει να τις δούμε ως ένα όχημα που μας βοηθά στην καλύτερη οργάνωση της πολιτικής της αποτροπής. Ως γνωστόν, αποτροπή δε σηματοδοτείται απλώς από τη συσσώρευση δυνάμεων, αλλά από την εμφανή διάθεση να χρησιμοποιηθούν, αν παραστεί ανάγκη. Έχει γραφτεί κατά κόρον πως αποτροπή σημαίνει να στείλεις μήνυμα στον αντίπαλο πως το πλήγμα που θα υποστεί θα του προκαλέσει σημαντικότερες απώλειες από τα τυχόν οφέλη του.
Γράφω αυτά τα σχεδόν αυτονόητα, πρώτον, γιατί δεν είναι αυτονόητα για όλους και δεύτερον, γιατί οι σχέσεις μας με την Τουρκία εισέρχονται σε μια φάση που ενέχει όλα τα χαρακτηριστικά της κρίσης.
Είναι γεγονός πως ο Τ. Ερντογάν περνά την πιο δύσκολη περίοδο από τότε που ανέλαβε την ηγεσία της Τουρκίας. Διεθνώς είναι απομονωμένος, οικονομικά η χώρα του διέρχεται παρατεταμένη κρίση που δεν είναι μόνο νομισματική και η υπερέκθεση της σε πολλά μέτωπα έχει προκαλέσει ισχυρές αντισυσπειρώσεις. Τα δε μηνύματα των δημοσκοπήσεων για τις εκλογές του 2023 δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά.
Σήμερα, το βασικό πρόβλημα του φαίνεται να είναι το μέλλον το δικό του και της οικογένειας του στη μετά Ερντογάν εποχή. Έχει κάνει πολλά σε πολλούς και ισχυρούς και είναι λογικό να φοβάται ότι θα τα βρει μπροστά του όταν πέσει.
Γι' αυτό και οι κινήσεις που κάνει αυτήν την περίοδο είναι και σπασμωδικές και αντιφατικές. Δεν φαίνονται ενταγμένες σε μια σαφή στρατηγική. Είναι παράλογο να θεωρεί ανεπιθύμητα πρόσωπα τους πρεσβευτές δέκα κρατών, μεταξύ των οποίων και τον πρέσβη των ΗΠΑ και συγχρόνως να ζητά σύγχρονα αεροπλάνα από τις ΗΠΑ. Στο διπλωματικό - πολιτικό πεδίο οι απελάσεις διπλωματών είναι σχεδόν πάντα αμοιβαίες. Δηλαδή, θα απελαθούν και οι Τούρκοι πρεσβευτές από αυτές τις δέκα χώρες.
Δε χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να αντιληφθούμε πως ένας στριμωγμένος γείτονας είναι ένας επικίνδυνος γείτονας. Οι κινήσεις του είναι πλέον απρόβλεπτες και πολλές φορές απονενοημένες. Είναι πρόδηλο πως ο Τ. Ερντογάν έχει επιλέξει για χώρο άσκησης της πειρατικής πολιτικής του την περιοχή της Κύπρου. Οτιδήποτε και να συμβεί έχει σε επιχειρησιακό επίπεδο τακτικό πλεονέκτημα, στον βαθμό βεβαίως που Γαλλία και ΗΠΑ δε στηρίξουν πολιτικά και στρατιωτικά τις δραστηριότητες της TOTAL και της EXXON. Σε αυτήν την περίπτωση οι ηγεσίες της Ελλάδας και της Κύπρου θα πρέπει να λάβουν δύσκολες αποφάσεις.
Κανένας από την ασφάλεια του πληκτρολογίου δεν μπορεί να υποδείξει τι ακριβώς θα πρέπει να κάνουν αυτές οι δύο κυβερνήσεις, αλλά μπορεί να εκτιμήσει πως οι όποιες αποφάσεις λάβουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση θα διαμορφώσουν μια κατάσταση στην περιοχή αυτή δύσκολα αναστρέψιμη. Μια κατάσταση η οποία μπορεί να αποτελέσει μοχλό πίεσης για μια λύση του Κυπριακού σε κατεύθυνση μη επιθυμητή για τα ελληνοκυπριακά συμφέροντα και κυρίως για την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Ελλάδα ευτυχώς αυτή τη στιγμή έχει μια αποφασιστική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία και κυρίως μια ισχυρή κυβέρνηση, που έχει δείξει τις αντοχές της στις δύσκολες καταστάσεις. Ας ελπίσουμε πως θα διαχειρισθεί με επιτυχία και αυτή τη φορά τη διαφαινόμενη κρίση.