Του Ιωάννη Ρίζου*
Προσφάτως εκδόθηκε νέο Προεδρικό Διάταγμα για την αξιολόγηση των μαθητών του Γενικού Λυκείου, το οποίο ουσιαστικά υποβαθμίζει, ή μάλλον καταργεί στην πράξη, τη μαθηματική εκπαίδευση και ακυρώνει το ενδιαφέρον των μαθητών για τις Φυσικές Επιστήμες εν γένει. Αφού τακτοποίησε τα εκπαιδευτικά ζητήματα του Γυμνασίου μετατρέποντάς το σε «parking παιδιών», αφού αναθεώρησε την Ιστορία, τα Θρησκευτικά, τα Λατινικά και τα υπόλοιπα κλασικά μαθήματα, το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε εσχάτως ότι καιρός είναι να βάλει μια “τάξη” και στα Μαθηματικά του Λυκείου, με γνώμονα πάντα «τη μείωση του εξεταστικού φόρτου των μαθητών». Λογικά αυτή η “τάξη” εντάσσεται στο πλαίσιο εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας (ΕΜΕ) και στην ανακήρυξη του έτους 2018 σε «Έτος Μαθηματικών».
Δεν θα σταθώ εδώ στην αξία που έχουν τα Μαθηματικά και η Διδακτική τους, η μαθηματική λογική, οι αποδείξεις, η ανάλυση και η σύνθεση, οι γεωμετρικές κατασκευές, οι γεωμετρικοί τόποι και όλα όσα συνθέτουν τη βάση του Δυτικού Πολιτισμού και της Δημοκρατίας μας. Αυτά είναι γνωστά σε όλους. Όπως γνωστές είναι και οι προσπάθειες αποδόμησης, ήδη από την εποχή της μεταρρύθμισης των «Μοντέρνων Μαθηματικών» και του Γάλλου φορμαλιστή Jean Dieudonneο οποίος διακήρυσσε «Κάτω ο Ευκλείδης» (Α bas Euclide!). Θα περιοριστώ απλά στη διατύπωση κάποιων παρατηρήσεων, των οποίων η σημαντικότητα, προϊόντος του χρόνου, πιστεύω ότι θα αναδειχθεί έτι περαιτέρω:
Τα Μαθηματικά ως πολιτισμικό αγαθό και ως μέθοδος σκέψης και πράξης, παύουν να θεωρούνται πλέον από τους ιθύνοντες του Υπουργείου Παιδείας και του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) απαραίτητα, από τη στιγμή που ηλεκτρονικές εφαρμογές και αλγόριθμοι εκτελούν τις αριθμητικές πράξεις και σχεδιάζουν σχήματα – μάλλον με κάποιο μαγικό τρόπο.
Η εκπαιδευτική πολιτική κατά συνέπεια, χαράσσεται με κύριο γνώμονα την προσαρμογή των μαθητών στις τεχνολογικές εξελίξεις και τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές – ιδιαίτερα στη λήψη αποφάσεων και στην ικανότητα αναγνώρισης δομημένων δεδομένων σε εικονική μορφή. Επομένως οι μαθητές δεν χρειάζεται να επενδύσουν στη γνώση των Μαθηματικών (οπότε προς τι η αξιολόγηση;) αλλά σε υβριδικές γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες θα τους αρκούν στο μέλλον για να χειρίζονται τις “έξυπνες”εκείνες εφαρμογές που ενσωματώνουν τα Μαθηματικά.
Δεν θα πρέπει να θεωρηθεί άλλωστε τυχαία η στροφή που παρατηρείται σε διεθνές επίπεδο προς θεματικά εκπαιδευτικάprojectsκαι προσεγγίσεις STEM, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν προϋπάρχουσες τεχνολογικές εφαρμογές κατά τη διδασκαλία σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό. Υπάρχει μάλιστα μια άκριτη τάση, ιδιαίτερα στη χώρα μας, η ουσία της «εκπαιδευτικής δραστηριότητας» να συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με τη χρήση Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΤΠΕ), σε τέτοιο βαθμό, που το μέσο στην κυριολεξία γίνεται το μήνυμα, όπως είχε προβλέψει ο Marshall McLuhan στη διεισδυτική μελέτη του Understanding Media, the Extension of Man.
Έτσι, εγκαθιδρύεται μια νέα “πραγματικότητα” επάνω στην υφιστάμενη εκπαιδευτική και κοινωνική πραγματικότητα και διαμορφώνεται ανώδυνα ως κυρίαρχη κουλτούρα της εποχής μας ένα σύνολο κοινά αποδεκτών πεποιθήσεων για την καθολική ισχύ και τις δυνατότητες των Νέων Τεχνολογιών (ΝΤ).
Αξίζει εδώ να ειπωθεί εν παρόδω ότι σύγχρονοι νευροεπιστήμονες υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η χρήση ΝΤ στο σχολείο βοηθά τις μαθησιακές ικανότητες των παιδιών. Αντιθέτως, το επικοινωνιακό multitasking, χαρακτηριστικό των σύγχρονων “προηγμένων” κοινωνιών, δυσχεραίνει τις προσπάθειες των παιδιών να ξεχωρίσουν τη σημαντική από τη δευτερεύουσα πληροφορία, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης του Συνδρόμου Ελλειμματικής Προσοχής (ADHD).
Οι παραπάνω παρατηρήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως πτυχές μιας ενιαίας και ευρείας Αλλαγής Παραδείγματος στην εκπαιδευτική πολιτική, με κύρια χαρακτηριστικά: την απομαθηματικοποίηση της εκπαίδευσης και της κοινωνίας μέσω της υποβάθμισης των μαθητών σε απλούς χρήστες ψηφιακών εφαρμογών, την εργαλειοποίηση της γνώσης και τη σταδιακή αντικατάστασή της με δεξιότητες, την απαξίωση των Φυσικών Επιστημών μέσα από τη συγχώνευση των γνωστικών αντικειμένων και τη συνεπαγόμενη μετατροπή των καθηγητών σε ευέλικτους υπαλλήλους και, τέλος, την εξοικονόμηση πόρων ως κύριο εκπαιδευτικό στόχο.
Το οδυνηρό σε όλη αυτή την υπόθεση είναι ότι η παρούσα,νοσηρή κατάσταση, πολύ δύσκολα μπορεί να αντιστραφεί, ιδίως χωρίς να υπάρξει σύμπνοια σε κάποιες θεμελιώδεις αρχές και συστράτευση δυνάμεων. Η εκπαιδευτική κοινότητα, όμως, δεν φαίνεται επί του παρόντος να συμφωνεί για το πώς θα επιτευχθεί μια ρεαλιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Από την άλλη μεριά, στις αποφάσεις του αυταρχικού Υπουργείου Παιδείας, τις εμπνευσμένες από τις προτάσεις του ιδεοληπτικού ΙΕΠ και επιβεβλημένες(;) από τις «εργαλειοθήκες ανάπτυξης» του ΟΟΣΑ, είναι αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς το σοβιετικό από το νεο-φιλελεύθερο πρόταγμα: Πρόκειται για αμάλγαμα!
*Ο Ιωάννης Ρίζος είναι Διδάκτωρ Μαθηματικών του Πανεπιστημίου Πατρών, ερευνητής της Διδακτικής και της Ιστορίας των Μαθηματικών και συγγραφέας.