Του Γιάννη Κουτσομύτη
Από τις 28 Νοεμβρίου που υπογράφηκαν τα διαβόητα Μνημόνια Συνεννόησης ανάμεσα στον Τούρκο Πρόεδρο Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν και τον Λίβυο Πρωθυπουργό Φαγιέζ αλ-Σαράζ η ελληνική Κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα διαρκή αγώνα ενημέρωσης της διεθνούς κοινότητας για την εντελώς παράνομη φύση της συμφωνίας και σε αναζήτηση συμμαχιών, καθώς όπως φαίνεται η διένεξη αυτή με την Τουρκία θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο προτού υπάρξουν οι προϋποθέσεις για εξομάλυνσή της.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κυβέρνηση κινείται σε πολλαπλά επίπεδα ζυγίζοντας τα όρια των συμμάχων μας ώστε να υπάρξει μια ρεαλιστική εικόνα για το που μπορούμε να στηριζόμαστε για βοήθεια και σε ποιό βαθμό. Η Ελλάδα ενημέρωσε μέσω της επίσημης διπλωματικής οδού τα Ηνωμένα Έθνη και το Συμβούλιο Ασφαλείας για τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις της ως προς την τουρκολιβυκή συμφωνία, ενώ ανάλογη ενημέρωση έγινε και σε επίπεδο ΝΑΤΟ. Η Βορειοατλαντική Συμμαχία έχει ως πάγια αρχή να μην εμπλέκεται σε διμερείς διαφορές κρατών-μελών και έτσι τίποτε το ουσιαστικό δεν θα πρέπει να αναμένεται από εκεί.
Σε πολιτικό επίπεδο η Ελλάδα ποντάρει πολλά στη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ο Πρωθυπουργός ζήτησε και έλαβε μια πολύ ικανοποιητική διατύπωση στο κείμενο των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, σύμφωνα με το οποίο το τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι παράνομο και δεν μπορεί να δημιουργήσει έννομα αποτελέσματα ως προς την Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η Ένωση δεν αναγνωρίζει ως νόμιμη τη συμφωνία Ερντογάν-Σαράζ και θεωρεί πως δεν μπορεί να πλήξει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας.
Η στήριξη όμως της ΕΕ έχει τα όριά της και πολύ δύσκολα μπορεί να υπάρξει απόφαση για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα, καθώς η Τουρκία θεωρείται «πολύ σημαντική χώρα» για τα συμφέροντα της Ευρώπης και μόνο ως ultima ratio θα μπορούσαν να ανοίξει ευρωπαϊκό μέτωπο απέναντί της. Κάτι τέτοιο θα ήταν πιθανό μόνο σε περίπτωση τουρκικής εχθρικής ενέργειας κατά της Ελλάδας, με ενδεχόμενη επίκληση από την Αθήνα του Άρθρου 42 παράγραφος 7 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης, το οποίο αναφέρεται στη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας σε περίπτωση που «κάποιο κράτος-μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, οι άλλες χώρες της ΕΕ οφείλουν να του παράσχουν βοήθεια και να το συνδράμουν με όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους».
Σε αυτήν την περίπτωση είναι εξαιρετικά πιθανό να υπάρξει ουσιαστική παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας, αλλά τότε ίσως να είναι αργά. Η Αθήνα θα ήθελε πολύ να υπήρχε δυνατότητα προληπτικών μέτρων κατά της Άγκυρας, αλλά κάτι είναι πολιτικά πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Οι δηλώσεις του Βούλγαρου Πρωθυπουργού είναι ενδεικτικές μιας συγκεκριμένης τάσης εντός της ΕΕ, η οποία δεν θέλει επ''ουδενί διασάλευση των σχέσεων με την Τουρκία.
Στην πραγματικότητα οι μόνες χώρες με σοβαρές στρατιωτικές δυνάμεις που μπορούν να συνδράμουν ουσιαστικά την Ελλάδα σε περίπτωση θερμού επεισοδίου ή σύγκρουσης με την Τουρκία είναι η Γαλλία, το Ισραήλ και ενδεχομένως και η Αίγυπτος. Η Γαλλία διότι έχει συμφέροντα στην περιοχή, τα οποία συγκρούονται με τα τουρκικά, αλλά και διότι ο Μακρόν θα ήθελε ενδεχομένως μια ευκαιρία για επίδειξη δύναμης χωρίς να χρειάζεται η αποστολή στρατευμάτων (που είναι πολιτικά τοξική λύση) αλλά με την προβολή ναυτικής και αεροπορικής ισχύος.
Σημαντική στήριξη θα μπορούσε να αναμένει η Ελλάδα και από το Ισραήλ, αν και είναι αμφίβολο εάν οι ισραηλινή ηγεσία επιθυμεί την εμπλοκή της χώρας σε οποιαδήποτε δραστηριότητα εκφεύγει από την αντιμετώπιση των άμεσων απειλών ασφαλείας του Ισραήλ. Πολύτιμη όμως μπορεί να είναι τυχόν ισραηλινή βοήθεια σε επίπεδο αεροπορικής υποστήριξης και σε επίπεδο στρατιωτικών πληροφοριών. Η Αίγυπτος μπορεί μεν να συγκαταλέγεται στους συμμάχους της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά δεν είναι απολύτα σαφές, εάν ο Πρόεδρος αλ-Σίσι και η αιγυπτιακή στρατιωτική ηγεσία έχουν τη θέληση να συνδράμουν την Ελλάδα σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση με την Τουρκία.
Η κίνηση της Ελλάδας να προσεγγίσει τη Βουλή της Λιβύης που εδρεύει στο Τομπρούκ και η οποία βρίσκεται πολύ κοντά στις ελληνικές θέσεις ή για είμαστε πιο σαφείς βρίσκεται κάθετα απέναντι στις τουρκικές, ήταν εξαιρετικά σωστή, παρότι άργησε αρκετά. Στην πράξη το καθεστώς της Ανατολικής Λιβύης βρίσκεται σε άτυπη εμπόλεμη κατάσταση με την Τουρκία, αφού οι δυνάμεις του Λιβυκού Στρατού που ελέγχονται από τη Βουλή έχουν στοχοποιήσει τα οπλισμένα τουρκικά drones που επιχειρούν από τη Μισράτα προς το μέτωπο της Τρίπολης.
Μόλις την Πέμπτη μονάδες αεράμυνας του Λιβυκού στρατού κατέρριψε ένα τουρκικό drone Bayraktar 10 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Τρίπολης. Η φιλέλληνας αρχηγός του Λιβυκού Ναυτικού έκανε μεγαλόφωνες δηλώσεις πως θα βυθίσει τα τουρκικά πλοία που θα τυχόν θα εισέλθουν σε λιβυκά χωρικά ύδατα. Αυτές οι δηλώσεις βέβαια είναι μόνο συμβολικές, αφού το Λιβυκό Ναυτικό είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο και έχει στο οπλοστάσιό του μόνο ένα ναρκαλιευτικό, καθώς η μοναδική φρεγάτα που έχει απομείνει βρίσκεται δεσμευμένη στη Μάλτα λόγω των κυρώσεων του ΟΗΕ.
Μεγάλο ερωτηματικό παραμένει ο αμερικανικός παράγοντας, καθώς ως Ελλάδα είμαστε αρκετά καλομαθημένοι σε σωτήριες παρεμβάσεις των ΗΠΑ όταν υπάρχει κίνδυνος σύγκρουσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Αυτήν τη φορά όμως υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας που ονομάζεται Ντόναλντ Τραμπ, και ο οποίος δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι είναι ένθερμος φίλος του Ερντογάν και της Τουρκίας. Ενώ λοιπόν ο διπλωματικός και στρατιωτικός μηχανισμός των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολύ πιθανό να επιθυμεί την παρέμβασή του σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση, είναι εξαιρετικά αμφίβολη και μη προβλέψιμη η στάση του Αμερικανού Προέδρου.
Πάντως το μήνυμα στην Τουρκία εστάλη τόσο από την αρχή θέση που έλαβε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσο και από τις δηλώσεις που ο αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τζέφρι Πάιατ έκανε μεταφέροντας την θέση των ΗΠΑ για τη συμφωνία της Τουρκίας με την Λίβύη και την εγκυρότητά της.
Σε κάθε περίπτωση, η βάση για οποιαδήποτε βοήθεια απέναντι στην Ελλάδα θα είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς αυτό είναι το διεθνές όργανο που έχει την νομιμοποίηση για να παρέμβει σε μια περιφερειακή κρίση. Μια ενδεχόμενη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την οποία θα προστατευόταν το διεθνές δίκαιο στα ελληνικά χωρικά ύδατα και την ΑΟΖ, θα ήταν επαρκής νομιμοποιητική βάση για να ζητήσει η Ελλάδα την βοήθεια των συμμάχων της, με μεγάλη πιθανότητα και τη λάβει.