Του Γιάννη Στεφανίδη
Μιλώντας σε πανεπιστήμιο της Αυστραλίας, το 1981, η Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία διήνυε τον τρίτο χρόνο της ως πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, επέλεξε να απαντήσει σε όσους την επέκριναν για την πολιτική τομών και ρήξεων που εφάρμοζε με τα ακόλουθα λόγια:
«Μου φαίνεται ότι συναίνεση σημαίνει τη διαδικασία κατά την οποία απεμπολούμε όλες τις πεποιθήσεις, τις αρχές, τις αξίες και τις πολιτικές για να αναζητήσουμε κάτι στο οποίο κανείς δεν πιστεύει, αλλά στο οποίο κανείς δεν αντιτίθεται? τη διαδικασία που ακολουθείται για να αποφύγουμε εκείνα ακριβώς τα ζητήματα που πρέπει να επιλύσουμε, απλώς και μόνο επειδή δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε για το πώς θα προχωρήσουμε».
Και αναρωτήθηκε ρητορικά: «Για ποια μεγάλη υπόθεση θα είχαμε πολεμήσει και κερδίσει κάτω από το λάβαρο “Υποστηρίζω τη συναίνεση”;»
Είναι κοινός τόπος ότι, επί μια δεκαετία και πλέον, οι Έλληνες βιώνουμε μια κρίση χωρίς προηγούμενο σε ειρηνική περίοδο, κρίση τόσο πολύπλευρη και παρατεταμένη που μοιάζει να συνιστά πλέον την «κανονικότητα» στη χώρα μας. Αυτό που στην οικονομία προσφυώς έχει ονομαστεί «στασιμοχρεοκοπία», μεταφράζεται σε οπισθοδρόμηση στην παιδεία, παράλυση στη δημόσια διοίκηση, υποβάθμιση στις κοινωνικές υπηρεσίες.
Κοινή συνισταμένη των τομέων που τροφοδοτούν την κρίση αναδεικνύεται ο ανασταλτικός ρόλος του κράτους, τόσο με την ευρεία έννοια του κρατικού μηχανισμού (δημόσιες υπηρεσίες, τοπική αυτοδιοίκηση, δημόσια παιδεία, δικαιοσύνη) είτε με τη στενότερη, των οργάνων της πολιτείας και ιδίως της κυβέρνησης που καθορίζει στόχους, εποπτεύει την υλοποίησή τους και λογοδοτεί για τα αποτελέσματα.
Αυτή η στασιμότητα μέσα στην κρίση, αρνητικό προνόμιο της χώρας μας σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές που μπήκαν σε προγράμματα στήριξης, επιδέχεται τρεις, τουλάχιστον, ερμηνείες:
Η πρώτη είναι η πλέον εύπεπτη για εμάς ως έθνος: Το μείγμα οικονομικών μέτρων και μεταρρυθμίσεων που προέβλεπαν τα αλλεπάλληλα μνημόνια ήταν λάθος. Μπορεί να είναι και έτσι, ανακύπτει, όμως, το ερώτημα: Εφαρμόστηκαν τα μνημόνια πλήρως και, ιδίως, ως προς το σκέλος των μεταρρυθμίσεων;
Η δεύτερη ερμηνεία ανάγεται στην ανεπάρκεια των κυβερνήσεων να διαπραγματευτούν επωφελέστερα για τη χώρα πακέτα στήριξης και να εξασφαλίσουν πόρους από όσους μας χρωστούσαν: λίστες με κεφάλαια σε offshore εταιρίες, κακοπληρωτές του δημοσίου, αλλά και πολεμικά δάνεια και επανορθώσεις.
Η τρίτη ερμηνεία, που τελευταία αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων, είναι ότι τα ενδογενή αίτια που πυροδότησαν την κρίση δεν αντιμετωπίστηκαν: η χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η έλλειψη εξαγωγικού προσανατολισμού της, το χαοτικό φορολογικό σύστημα, η βραδυκίνητη δικαιοσύνη, το άδικο και κοστοβόρο ασφαλιστικό σύστημα, ο αναποτελεσματικός και αδηφάγος δημόσιος τομέας, το πελατειακό πολιτικό σύστημα.
Σήμερα, γίνεται αντιληπτό ότι ως χώρα αποτύχαμε να μετατρέψουμε την κρίση σε ευκαιρία. Αυτό συνέβη όχι τόσο διότι οι κυριότερες πολιτικές δυνάμεις απέτυχαν να εξασφαλίσουν την αναγκαία συναίνεση και μάλιστα προτού η παρατεταμένη κρίση εξαρθρώσει το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης σε όφελος των άκρων. Συνέβη διότι όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν, από προδιάθεση και κατ' εντολή των εκλογέων τους, απέφυγαν τις μεταρρυθμίσεις – τις βαθιές τομές και τις ρήξεις που υπαγόρευε η καταφανής έλλειψη βιωσιμότητας του ελληνικού μοντέλου.
Η συναίνεση της περιόδου 2009-19 συνίστατο στην αποφυγή των αλλαγών που θα έθιγαν λογής «κεκτημένα», συνήθως οργανωμένων ομάδων του ευρύτερου δημόσιου τομέα? και στην επιλογή, ανάμεσα σε δυο κακά, των άμεσων εισπρακτικών μέτρων που έπλητταν τα μεσαία εισοδήματα, πλήρωναν όμως τοκοχρεολύσια και άφηναν κατιτίς για λογής «αναξιοπαθούτες» ψηφοφόρους. Όλα αυτά, βέβαια, με την ανοχή των δανειστών, που φαίνεται να πείστηκαν ότι η Ελλάδα δεν μεταρρυθμίζεται.
Ποια είναι τα περιθώρια, σήμερα, για ευρύτερη συναίνεση πάνω σε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, τη μόνη που δεν δοκιμάστηκε στη δεκαετία της κρίσης; Πολύ περιορισμένη, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένα υπολογίσιμο ποσοστό ψηφοφόρων μόλις προ ημερών εμπιστεύτηκε τον ΣΥΡΙΖΑ του κυρίου Τσίπρα και διάφορες ομάδες που, δεξιά και αριστερά, εξακολουθούν να επαγγέλλονται τη φυγή από την πραγματικότητα.
Επομένως, μια κυβέρνηση που θέλει να αλλάξει τα πράγματα πρέπει να είναι έτοιμη να προχωρήσει μόνη, με θάρρος και αποφασιστικότητα και με επίγνωση ότι το πολιτικό κόστος αυξάνεται αντιστρόφως ανάλογα με το υπόλοιπο της θητείας της.
Θα μου πει κάποιος, η Θάτσερ δείχνει τον δρόμο, η πολιτικός που γενιές ταύτισαν με το τέλος της μεταπολεμικής συναίνεσης στη Βρετανία και με τον μισητό νεοφιλελευθερισμό διεθνώς; Ε, θα μπορούσε τότε κανείς να αντιτάξει τη ρήση ενός κομμουνιστή, του κινέζου ηγέτη Ντενγκ Χιάοπινγκ: «Δεν έχει σημασία αν είναι άσπρη ή μαύρη η γάτα? αν μπορεί να πιάσει ποντίκια, είναι καλή γάτα».
* Ο Γιάννης Στεφανίδης διδάσκει στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ.