Συχνά πλησιάζουμε στα πρόθυρα της απογοήτευσης και της πλήρους παράδοσης, απέναντι στα αυξανόμενα συμπτώματα βαθιάς άγνοιας και αγραμματοσύνης μεγάλης μερίδας των πολιτών, που εκδηλώνονται με έναυσμα σειρά από αιτίες και αφορμές που προσφέρει η καθημερινότητα. Με πιο εμφατικές αυτές, που αμφισβητούν με ιδιαίτερη εμπάθεια την επιστήμη και την εξειδικευμένη γνώση.
Δεν είναι δε, λίγες οι φορές, όπου ο επιθετικός λόγος και η μεσαιωνικού χαρακτήρα πολεμική, όσων βάλουν κατά της επιστήμης και του ορθολογισμού, ειδικά στο θέμα των εμβολιασμών, προέρχονται από ανθρώπους που έχουν αποφοιτήσει από το Λύκειο ή από το Πανεπιστήμιο. Όπου λογικά θα περιμέναμε από αυτούς, να γνωρίζουν τουλάχιστον κάποια βασικά στοιχεία για τη χημεία ή τα μαθηματικά.
Όπως αποδεικνύεται όμως, ένα απολυτήριο Λυκείου ή και ακόμα περισσότερο ένα Πανεπιστημιακό πτυχίο, δεν αποτελούν χειροπιαστή απόδειξη, της επαρκούς γνώσης ενός γνωστικού αντικειμένου ή της αποτελεσματικής χρήσης της επαγωγικής μεθόδου σκέψης. Έτσι βλέπουμε καθημερινά, πολίτες που αδυνατούν να διαχωρίσουν στη σκέψη ή στο λόγο τους το αίτιο από το αιτιατό, να αντιληφθούν την έννοια των ποσοστών, των μέσων όρων και να μπορούν να κάνουν απλές αναλυτικές σκέψεις και συγκρίσεις σχετικές με τα δεδομένα και τις πληροφορίες που τους πολιορκούν.
Αυτά σκεφτόμουν όταν βρέθηκε μπροστά μου η έκθεση με το πόρισμα της πρόσφατης συνόδου των προέδρων των τμημάτων Μαθηματικών των Ελληνικών Πανεπιστημίων. Δύο είναι κατά τη γνώμη μας τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της έκθεσης.
Το πρώτο αφορά τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό των εισακτέων κάθε ακαδημαϊκή χρονιά.
Το δεύτερο αφορά την ποιότητα των νέων πρωτοετών φοιτητών.
Σήμερα στη χώρα μας λειτουργούν 9 Πανεπιστημιακές σχολές Μαθηματικών σε 9 διαφορετικά Πανεπιστήμια. Ο αριθμός των εισακτέων στις Μαθηματικές σχολές το 2021, υπερέβη τους 1.850 φοιτητές, παρ’ όλη την προσπάθεια εξορθολογισμού. Ένας αριθμός δεν ανταποκρίνεται στους διαθέσιμους πόρους, στις υποδομές και στο διδακτικό προσωπικό των Τμημάτων, ίσως και στις προτιμήσεις των υποψηφίων του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου. Ένας υπερβολικός αριθμός, αν σκεφτεί κανείς ότι η πλειοψηφία των πτυχιούχων μαθηματικών, αν δεν προχωρήσει σε μεταπτυχιακές σπουδές, θα κατευθυνθεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στην παραπαιδεία, ή σε άλλα άσχετα επαγγέλματα και κατευθύνσεις.
Όμως και αυτός ο υπερβολικός αριθμός εισακτέων, που θα έπρεπε να έχει αυτό που λέμε «μαθηματικό μυαλό» και πείσμα για να ταξιδέψει στον μαγικό αλλά αχανή χώρο της μαθηματικής θεωρίας και λογικής, αποδεικνύεται σύμφωνα με το πόρισμα, ότι δεν διαθέτει τις απαραίτητες και επαρκείς γνώσεις για να παρακολουθήσει τα πανεπιστημιακά μαθήματα.
Η σύνοδος των προέδρων των Μαθηματικών σχολών, διαπίστωσε την ύπαρξη χάσματος μεταξύ της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που μεγεθύνεται συνεχώς. Ακόμα και φοιτητές ή φοιτήτριες υψηλών επιδόσεων, έχουν σοβαρές ελλείψεις και χαμηλό γνωσιακό επίπεδο στα Μαθηματικά. Αυτό οφείλεται τόσο στην συνεχή μείωση της ύλης που διδάσκονται οι μαθητές στο λύκειο, όσο και στον τρόπο που εκπαιδεύονται καθώς και στην έλλειψη καλλιέργειας της μαθηματικής σκέψης. Οι μαθητές στο Λύκειο διδάσκονται τεχνικές, αλλά δεν κατανοούν έννοιες. Μαθαίνουν επί μέρους επιλύσεις ασκήσεων, αλλά όχι μεθόδους σκέψης.
Για παράδειγμα, οι μαθητές δεν διδάσκονται επαρκώς Γεωμετρία που είναι ένα κατ’ εξοχήν μάθημα, που καλλιεργεί τόσο τη μαθηματική σκέψη όσο και τη μαθηματική αντίληψη. Και φυσικά μαθαίνουν μόνο για την ύπαρξη των δύο διαστάσεων της Ευκλείδειας Γεωμετρίας. Ούτε καν για τη στερεομετρία και τους τρισδιάστατους χώρους. Οπότε όταν σαν πρωτοετείς φοιτητές έχουν να λύσουν ασκήσεις σε μαθηματικούς χώρους με «ν» διαστάσεις, αδυνατούν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα.
Και φυσικά ακόμα και στο μάθημα των αρχών οργάνωσης και διοίκησης επιχειρήσεων της Γ’ Λυκείου, οι μαθητές διδάσκονται απαρχαιωμένα μοντέλα και αναχρονιστικά στερεότυπα και δεν μαθαίνουν για ποσοστά, για επιτόκια, για ανατοκισμό, για μέσους όρους, για στατιστικές, για ανάγνωση διαγραμμάτων και γραφημάτων, για το κόστος χρήματος και άλλα. Δηλαδή τα καθημερινά μαθηματικά, που είναι απαραίτητα σε κάθε πτυχή της ζωής μας.
Όταν λοιπόν τα πράγματα είναι τόσο στρεβλά, ακόμα και στον χώρο των Μαθηματικών σπουδών και της μαθηματικής λογικής, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας, δίπλα στο δημογραφικό, είναι το εκπαιδευτικό. Απαιτούνται ρήξεις, συγκρούσεις και ξεβόλεμμα. Για όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η κατάσταση, τα κινήματα των αγανακτισμένων και των αντιεμβολιαστών θα κάνουν πάρτι, εις βάρος του παρόντος και του μέλλοντος της χώρας.