Είναι διάχυτη η ανησυχία της οικονομικής και επιχειρηματικής κοινότητας σχετικά με τις οικονομικές εξελίξεις, υπό τον φόβο ότι μπορεί να λάβουν μια διαφορετική τροπή, μετά την επιδείνωση των υγειονομικών δεδομένων. Ωστόσο, ο ακρογωνιαίος λίθος της ανάπτυξης της χώρας, που είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και τα προγράμματα που το συνοδεύουν, εξακολουθεί να βρίσκεται εδώ.
Οπότε οι ανησυχίες για τις τρέχουσες εξελίξεις, αποκλιμακώνονται από τις ελπίδες για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Όμως και σε αυτό το θέμα εγείρονται ερωτήματα, που εδράζονται στο «ένοχο» παρελθόν των καθυστερήσεων, των γραφειοκρατικών διαδικασιών καθώς και των επιδοτήσεων που δεν δόθηκαν ποτέ, ή και των κεφαλαίων που έμειναν αναξιοποίητα.
Η αποδοτικότητα του κρατικού μηχανισμού στην απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων και στην ορθολογική κατανομή τους, δεν ήταν ποτέ το δυνατό μας στοιχείο. Γι’ αυτό το λόγο η κυβέρνηση έχει επιλέξει να βγάλει το κράτος, έξω από το κάδρο του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η διαδικασία των αξιολογήσεων, των εγκρίσεων και των χρηματοδοτήσεων των επενδυτικών σχεδίων, θα περάσει μέσα από ιδιωτικούς φορείς. Ο πρώτος φορέας θα είναι το τραπεζικό σύστημα και ο δεύτερος φορέας θα είναι οι ιδιώτες εξωτερικοί ελεγκτές.
Οι τράπεζες από την πλευρά τους, θα αξιολογούν και επιπλέον θα χρηματοδοτούν τα επενδυτικά έργα μέσω δικών τους πιστωτικών γραμμών. Οι τράπεζες παύουν να είναι απλοί διαχειριστές των projects. Οι τράπεζες πλέον, συμμετέχουν στα επενδυτικά έργα, ως δανειστές. Διότι σύμφωνα με το πρόγραμμα, τα κρατικά κεφάλαια θα κυμαίνονται από 30% έως 50% των επενδύσεων, τα ίδια κεφάλαια των ιδιωτών θα καλύπτουν το 20% του project και το υπόλοιπο 30% με 50% θα αποτελεί τραπεζική χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με το πλαίσιο που έχει σχεδιάσει η κυβέρνηση, παρέχεται η δυνατότητα στις τράπεζες να μην δανειοδοτήσουν οι ίδιες κάποιο project, αλλά να εκδώσουν ένα εταιρικό ομολογιακό δάνειο που θα χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις. Ένα ομολογιακό δάνειο, που θα καλυφθεί από τρίτους ιδιώτες επενδυτές ή και funds.
Οι ελεγκτές από τη δική τους πλευρά, θα ελέγχουν αν τηρούνται οι κανόνες επιλεξιμότητας και αν ακολουθούνται οι όροι των κρατικών ενισχύσεων. Οι συγκεκριμένοι έλεγχοι θα γίνονται μέσα σε αυστηρά πλαίσια, ακολουθώντας κανόνες θωράκισης όλων των διαδικασιών.
Εκτός από τις διαδικασίες, τις οποίες περιγράψαμε ανωτέρω, υπάρχουν ερωτήματα σχετικά τόσο με το κόστος του χρήματος, όσο και με το χρόνο που θα απαιτείται για την ολοκλήρωση των χρηματοδοτήσεων.
Όσον αφορά τα επιτόκια της χρηματοδότησης, αυτά θα αποτελούν συνδυασμό των επιτοκίων από το Ταμείο Ανάκαμψης που βρίσκονται σήμερα στο 0,35% και των τραπεζικών επιτοκίων που βρίσκονται πέριξ του 6%. Οπότε συνδυαστικά, θα μπορούσαμε να πούμε με ασφάλεια, ότι το τελικό επιτόκιο της χρηματοδότησης θα βρίσκεται ανάμεσα στο 2,5% και στο 2,75%.
Όσον αφορά το χρονικό διάστημα που θα απαιτείται για να φτάσει ένα project στη φάση της χρηματοδότησης, η κυβέρνηση έχει ορίσει το ανώτατο όριο στους 4 μήνες. Διότι είναι απλή υπόθεση να κριθεί, το αν μια επένδυση μπορεί να επιτύχει ή όχι. Δεν χρειάζονται συμβούλια επί συμβουλίων και επιτροπές επί επιτροπών. Με απλά τραπεζικά κριτήρια και τυποποιημένα μοντέλα επιλεξιμότητας των επιχειρησιακών πλάνων, η απόφαση για το αν ένα project, μπορεί να προχωρήσει ή όχι, κρίνεται σύντομα, μέσα σε 3 εβδομάδες. Και μετά ακολουθεί, το διάστημα της οικονομικής και νομικής προετοιμασίας της χρηματοδότησης.
Το Ταμείο Ανάκαμψης και το πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», είναι το βαρύ χαρτί, που κρατάει στο χέρι της η χώρα μας. Ακόμα και αν κάτι στραβώσει σε σχέση με την πανδημία, τα projects θα τρέξουν. Θα είναι κάτι εύκολο; Σίγουρα όχι. Διότι και εδώ υπάρχουν ερωτήματα, που αφορούν και τις ίδιες τις εταιρείες. Έχουν οι εγχώριες επιχειρήσεις το δυναμικό και την επάρκεια να εκτελέσουν το σύνολο των έργων, που δρομολογούνται από το πακέτο ανάκαμψης, όπως για παράδειγμα είναι τα έργα πληροφορικής ή τα έργα στην ενέργεια και στις υποδομές; Αυτό βέβαια αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστής ανάλυσης.