Tου Ιωάννη Λεοντακιανάκου*
Ο Ανδρέας Παπανδρέου, βαθύς γνώστης του «κρισίμου βάρους» που δύναται να διαθέτει ένα πολιτικό μήνυμα και επιδέξιος χειριστής στην πόλωση των ψηφοφόρων του, το 1989, σε ένα έντονα βαρύ κλίμα για το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα με κατηγορίες για οικονομικές ατασθαλίες, πολιτικές παρεκτροπές και τον ίδιο να αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα υγείας, κατορθώνει να διατηρήσει σημαντικό μέρος των δυνάμεων του με βασικό σύνθημα «Το ΠΑΣΟΚ είναι Εδώ, Ενωμένο, Δυνατό».
Το εν λόγω σύνθημα, στη συνέχεια, έχει επαναληφθεί ως έχει ή με κάποιες τροποποιήσεις σε διάφορες χρονικές συγκυρίες (πχ, «Όλο το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, ενωμένο, δυνατό»--Ευάγγελος Βενιζέλος στην 12η ΔΕΘ).
Την παρούσα χρονική περίοδο, παρατηρώντας την κατανομή των προσώπων στα κόμματα, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το παραπάνω πολυσυζητημένο σλόγκαν (και φυσικά με την αναγκαία επικαιροποίηση) εξακολουθεί να ισχύει;
Ας ξεκινήσουμε με το πρωτεύσαν, στις τελευταίες εκλογές, κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο και αποτελεί τον βασικό κορμό της παρούσας κυβέρνησης. Μια απλή ανάγνωση είναι αρκετή για να διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι ένας μεγάλος αριθμός πρώην κομματικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ έχει ενταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ και συνέβαλε ουσιαστικά στην οργανωτική ανασύστασή και στην εκλογική εκτόξευση του σε κόμμα εξουσίας.
Επί του παρόντος, περισσότεροι από 35 πρώην στελέχη (υπουργοί, βουλευτές, κ.α) του ΠΑΣΟΚ εμφανίζονται να καταλαμβάνουν θέσεις στο κοινοβούλιο (εθνικό και ευρωπαϊκό) και στην κομματική οργανωτική δομή του ΣΥΡΙΖΑ, με διψήφιο αριθμό εξ αυτών να έχει υπουργοποιηθεί.
Στον δεύτερο εταίρο του κυβερνητικού συνασπισμού, τους ΑΝΕΛ, ένας ικανός αριθμός βουλευτών του (παραμενόντων, ανεξαρτήτων και πρώην) έχει εγγράψει προϋπηρεσία στο ΠΑΣΟΚ.
Στο κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης, Νέα Δημοκρατία, το οποίο φιλοδοξεί να κυβερνήσει την χώρα μετά τις επερχόμενες εθνικές εκλογές καθώς προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις, κάποιος δύναται να διακρίνει την ένταξη στο κόμμα ενός μικρού μονοψηφίου αριθμού πρώην στελεχών ή προσκείμενων στο ΠΑΣΟΚ, από τους οποίους, σήμερα,δύο καταλαμβάνουν βουλευτικές θέσεις στο εθνικό και ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Στα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης (δεν θα αναφερθούμε στο ΚΚΕ και την Χρυσή Αυγή), η σχέση με τον άλλοτε κραταιό χώρο του ΠΑΣΟΚ είναι ξεκάθαρη.
Το Κίνημα Αλλαγής, ουσιαστικά, αποτελείται από τους εναπομείναντες «πιστούς» στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, με κάποιες ελάχιστες προσθήκες από την διαλυθείσα ΔΗΜΑΡ.
Στην Ένωση Κεντρώων, είναι γνωστόν ότι ο Πρόεδρος του κόμματος προέρχεται από τον κεντρώο χώρο, ήταν ένας εκ των συνιδρυτών του ΠΑΣΟΚ, από το οποίο αποχώρησε διαφωνώντας με τον Ανδρέα Παπανδρέου και υποστηρίζει σταθερά ότι είναι ο «μοναδικός συνεχιστής της πολιτικής του Γεωργίου Παπανδρέου». Ήδη δε, ένας από τους αποχωρήσαντες βουλευτές του έχει ενταχθεί στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ.
Στο ΠΟΤΑΜΙ, ο Πρόεδρός του δεν έκρυψε ποτέ ότι προέρχεται από την μεγάλη «οικογένεια» του παλαιού ΠΑΣΟΚ.Έχει δηλώσει ότι υποστήριζε το μεταρρυθμιστικό ΠΑΣΟΚ του Κωνσταντίνου Σημίτη, το οποίο σύμφωνα με τα λόγια του «… έφερε μεγάλες αλλαγές αλλά και πολύ σκόνη, βλ. Παπαντωνίου». Προσπάθησε να συνεργασθεί με ΠΑΣΟΚ, ΔΗΣΥ, κ.α., για την δημιουργία ενός νέου φορέα/κόμματος, αλλά, μετά το ναυάγιο της προσπάθειας, αποχώρησε με το ΠΟΤΑΜΙ να συνεχίζει πλέον την αυτόνομη πορεία του.
Επομένως, παρατηρώντας τα πολιτικά δρώμενα στη διάρκεια των 45 χρόνων της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας και των 16 κοινοβουλευτικών εκλογών που έχουν λάβει χώρα, διαπιστώνεται εύκολα ότι το ΠΑΣΟΚ, αυτοδύναμα ή ως συνεργαζόμενος κυβερνητικός εταίρος ή ως προσχωρήσανταστελέχη τόσο στον κυβερνητικό συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ όσο και στα υπόλοιπα κεντρώα κόμματα, έχει κατορθώσει να κυβερνά ή να συμμετέχει στην διακυβέρνηση της χώρας σχεδόν τα 30 χρόνια (δηλ. τα 2/3 της περιόδου).
Από την άλλη πλευρά, στα 15 συνολικά χρόνια της διακυβέρνησης του κράτους από αυτόνομη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αν αφαιρεθεί η πρώτη 7ετία της περιόδου του Κωνσταντίνου Καραμανλή, απομένουν μόνον η τριετία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990 – 1993) και η πενταετία του Κώστα Καραμανλή (2004 – 2009). Οι δύο αυτές περίοδοι δεν ήταν επαρκείς να αντιστρέψουν ένα διαμορφωμένο για δεκαετίες πολιτικό κατεστημένο που είχε ως πυλώνες την παροχολογία, την κομματοκρατία και την διαπλοκή, που είχε δημιουργήσει ένα δυσλειτουργικό, γραφειοκρατικό και τεράστιο δημόσιο και που βασιζόταν σε μια υπερκαταναλωτική αλλά μη παράγουσα οικονομία.Επιπλέον, παρέσυρε τους τότε κυβερνώντες στην παγίδα να υπερπλειοδοτούν σε παροχές και να μην τολμήσουν να φτάσουν το «μαχαίρι στο κόκκαλο».
Άρα, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου θα μπορούσε να είναι «Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, διασπασμένο μεν, αλλά με την πολυπληθέστερη παρουσία στην κοινοβουλευτική ζωή της χώρας, κι' όσο κι' αν κάποιος διαφωνεί, διαφαίνεται ότι φιλοδοξεί να εξακολουθήσει να συμμετέχει ενεργά στα πολιτικά δρώμενα και στο μέλλον».
Όμως, οι πολίτες έχουν κουρασθεί και συνάμα απογοητευθεί παρατηρώντας τους «ίδιους και τους ίδιους» πολιτικούς ή «τα πνευματικά παιδιά τους» να εναλλάσσονται στην εξουσία και να υπόσχονται, αυτοί που οδήγησαν την χώρα στη παρούσα δραματική κατάσταση, ότι είναι αποφασισμένοι για πάταξη της διαφθοράς, κάθαρση, και τόσες άλλες «κορώνες».
Και λοιπόν τί;
Αυτή θα είναι η πρόκληση για την επόμενη κυβέρνηση, αλλά και τους ψηφοφόρους που θα κληθούν να αποφασίσουν. Μεσοβέζικες λύσεις, πλέον, δεν χωρούν.
Η Νέα Δημοκρατία, η οποία προηγείται σταθερά στις δημοσκοπήσεις και φιλοδοξεί να κυβερνήσει την χώρα, θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την απαίτηση ουσιαστικής ανανέωσης με υποψηφίους που να διαθέτουν την πείρα, την ικανότητα και τις απαραίτητες δεξιότητες για να αναλάβουν το δύσκολο κυβερνητικό έργο. Επιπλέον, οι εξαγγελίες θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, εφικτές και χρονικά οριοθετημένες, ώστε να προσφέρουν μια εφικτή ελπίδα στους πολίτες για την ανάκαμψη της χώρας.
Οι ψηφοφόροι, από την άλλη πλευρά, είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους, συμμετέχοντας στην εκλογική διαδικασία και όχι να κρύβονται πίσω από μια φαινόμενη αντίδραση που εκδηλώνεται με την αποχή ή τη λευκή ψήφο. Είναι αναγκαίο να δοθεί στη νέα κυβέρνηση καθαρή πλειοψηφία, ώστε, αποδεσμευμένη από οποιαδήποτε «συνκυβερνητική δουλεία» με μικρότερα κόμματα (χωρίς να αποκλείεται μια συνεργασία με άλλα κόμματα επί συγκεκριμένων θεμάτων), να αναλάβει την ολοκληρωτική ευθύνη της εφαρμογής των προγραμματικών υποσχέσεων της και να επιβραβευθεί ή να τιμωρηθεί ανάλογα.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, όλοι αυτοί οι «δήθεν απογοητευμένοι και απέχοντες» δεν θα έχουν κανένα δικαίωμα να παραπονούνται, που μια μειοψηφία «κομματικών οπαδών», που κυμαίνεται σε ποσοστά χαμηλότερα του 25% του εκλογικού σώματος, καθώς και ανακυκλωμένοι, περιφερόμενοι πολιτικοί θα εξακολουθήσουν να καθορίζουν το μέλλον της πατρίδας μας.
* Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος είναι Αντιναύαρχος (ε.α.) Π.Ν., κάτοχος M.Sc. in Computer Science (Naval Postgraduate School, Monterey, CA, USA) και Μεταπτυχιακού Διπλώματος στη Ναυτική Επιστήμη και Στρατηγική (Σχολή Πολέμου Ναυτικού).